ἐπαγγελία

From LSJ
Revision as of 17:48, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαγγελία Medium diacritics: ἐπαγγελία Low diacritics: επαγγελία Capitals: ΕΠΑΓΓΕΛΙΑ
Transliteration A: epangelía Transliteration B: epangelia Transliteration C: epaggelia Beta Code: e)paggeli/a

English (LSJ)

ἡ,

   A command, summons, Plb.9.38.2.    b announcement, notice, IG22.1235.7 (iii B.C.); τοῦ ἀγῶνος SIG561.9 (Chalcis), prob. in LXX 1 Ma.10.15; v.l. in 1 Ep.Jo.1.5.    2 as law-term, . (sc. δοκιμασίας) summons to attend a δοκιμασία τῶν ῥητόρων (v. ἐπαγγέλλω 3), ἐ. τινὶ ἐπαγγέλλειν Aeschin.1.64, cf. 81; πρὸς τοὺς θεσμοθέτας ἔσθ' ἡμῖν ἐ. D.22.29: generally, notification, summons, Sammelb. 4434 (ii A.D.).    3 offer, promise, profession, undertaking, D.21.14; τὰς ὑπερβολὰς τῶν ἐ. Arist.EN1164a29, cf. Phld.Herc.1251.20; ἐπαγγελίας ποιεῖσθαί τινι Plb.1.72.6; ἐν ἐν ἐπαγγελίᾳ καταλιπών having left it as a promise, Id.18.28.1; τὴν ἐ. ἐπὶ τέλος ἀγαγεῖν ibid., cf. SIG577.11 (Milet., iii/ii B. C.); ὤμων ἐπαγγελίᾳ the promise of his shoulders, Philostr.Im.1.4; ἐξ ἐ., = ἐπαγγειλάμενος, BCH11.12 (Lagina); ἐ. ποιησάμενος ἐκ τῶν ἰδίων Michel473.10 (Mylasa); ἐβεβαίωσεν τὴν ἐ. Inscr.Prien.123.9, cf. GDI3624a34 (Cos).    4 indication, τοῦ ἐσομένου A.D.Synt.205.13.    5 pl., canvassing, = Lat. ambitus, prob. f.l. for παρ-, Plu.2.276d.    6 = ἐπάγγελμα 2, subject of a treatise, Gal.Libr.Propr.Prooem.    7 the curative property claimed for prescriptions or drugs, ταῖς τῶν φαρμάκων ἐ. their advertised properties, Herod.Med. ap. Orib.10.5.1, cf. Gal.13.504,al.; ἐ. ἐπιτηδεύματος public exercise of a profession, Men.Prot.p.1D.

German (Pape)

[Seite 892] ἡ, das Ankündigen, – a) der Befehl, die Forderung, Pol. 9, 38, 2 u. öfter. – b) das Versprechen, Pol. ἐπαγγελίας ποιεῖσθαί τινι πρὸς τὴν ἀπόστασιν, Versprechungen für den Abfall machen, 1, 72, 6; τὸ ἐν ἐπαγγελίᾳ καὶ φάσει μόνον εἰρημένον 7, 13, 2; N. T.; ὤμων, was die Schultern zu leisten versprechen, Philostr. imagg. 1, 4. – c) in der att. Gerichtssprache: Ankündigung der Klage δοκιμασίας gegen Redner u. Staatsmänner wegen schlechtes Lebenswandels, B. A. 256, ἐπὶ τῶν πεπορνευμένων καὶ δημηγορούντων, bei den Thesmotheten anhängig gemacht, Dem. 22, 29; ἠπεί. λησεν ἐπαγγελίαν ἐν τῷ δήμῳ ἥνπερ ἐγὼ Τιμάρχῳ ἐπήγγειλα Aesch. 1, 64.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαγγελία: ἡ (ἐπαγγέλλω) διαταγή, παραγγελία, διότι παρὰ Λακεδαιμονίων ἔχει τὰ κατὰ τὴν ἐπαγγελίαν Πολύβ. 9. 38, 2, 2) ὡς Ἀττ. δικανικὸς ὅρος, κυρίως, ἐπαγγελία δοκιμασίας, δημοσία καταγγελία καὶ κλῆσις ὅπως προσέλθῃ τις εἰς δοκιμασίαν τῶν ῥητόρων (ἴδε τὴν λ. δοκιμασία 4) γενομένην κατά τινος ὅστις, ἐνῷ ἐνείχετο εἰς ἀτιμίαν, ἐτόλμα νὰ δημηγορῇ δημοσίᾳ (ἴδε ἐπαγγέλω) 3)· ἐπαγγελίαν τινί... ἀπειλεῖν Αἰσχίν. 9. 35· πρὸς τοὺς θεσμοθέτας ἔσθ’ ἡμῖν ἐπαγγελία Δημ. 602. 11. - Καθ’ Ἁρποκρ.: «ἐπαγγελία, σημαίνει μὲν καὶ ἄλλα, ἰδίως δὲ λέγεται ἐπὶ τῶν ἐγκαλούντων τινὶ δημηγορεῖν καὶ πολιτεύεσθαι οὐκ ἐξόν»· πρβλ. Σουΐδ. ἐν λέξει. -Κατὰ δὲ τὰ Α. Β. σ. 256, 5, «ἐπαγγεῖλαι καὶ ἐπαγγελία, σημαίνει μὲν καὶ ἄλλα, ἰδίως δὲ λέγεται ἐπὶ τῶν πεπορνευμένων καὶ δημηγορούντων οὐκ ἐξόν»· πρβλ. Ἐτυμ. Μ. 353. 43. 3) προσφορά, ὑπόσχεσις, ἀπεδέξασθε τὴν τ’ ἐπαγγελίαν τὴν ἐμήν, κτλ., Δημ. 519. 8, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 1, 6· ἐπαγγελίας ποιεῖσθαί τινι Πολύβ. 1. 72, 6· ἐν ἐπαγγελίᾳ καταλιπών, καταλιπὼν ὡς ὑπόσχεσις, ὁ αὐτὸς 18. 11, 1· τὴν ἐπαγγελίαν ἐπὶ τέλος ἀγαγεῖν αὐτόθι: μεταφ., ἔρρωται καὶ ὤμων ἐπαγγελία καὶ οὐκ ἀτρέπτῳ τένοντι Φιλόστρ. 768. 4) ἀγγελία, Ἑβδ. Α΄ Μακκ. Κ. 15), Ἐπιστ. Α΄ Ἰωάννου α΄ 5.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 commandement, ordre;
2 t. de droit att. sommation d’avoir à subir la δοκιμασία à un orateur public déclaré indigne par un jugement, et qui se présentait néanmoins pour prendre la parole;
3 promesse.
Étymologie: ἐπαγγέλλω.

English (Strong)

from ἐπαγγέλλω; an announcement (for information, assent or pledge; especially a divine assurance of good): message, promise.