λογικός
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
ή, όν, (λόγος)
A of or for speaking or speech, μέρη λ. the organs of speech, Plu.Cor.38: λογική, ἡ, speech, opp. μουσική, D.H. Comp. 11; λ. φαντασία expressed in speech, Stoic.2.61. 2 of or in eloquence, ἀγῶνες Philostr.VS1.22.1; ἀκροάσεις λ. καὶ ὀργανικαί Supp.Epigr.2.184.6 (Tanagra, ii B.C.). 3 suited for prose, ὁ ἡρῷος σεμνὸς καὶ οὐ λ. Demetr.Eloc.42; τὸ λ., opp. τὸ μεγαλοπρεπές, ib.41; of persons, writing in prose, D.L.5.85; ἐγκώμιον λ. in prose, IG9(2).531.43 (Thess.). II possessed of reason, intellectual, μέρος Ti.Locr.99e, al.; τὸ λ. ζῷον Chrysipp.Stoic.3.95; ἀρεταὶ λ., = διανοητικαί, opp. ἠθικαί, Arist.EN1108b9. 2 dialectical, argumentative, οἱ λ. διάλογοι of Plato, such as the Theaetetus and Cratylus, D.L.3.58; in Arist. usu. like διαλεκτικός, λ. συλλογισμός APo.93a15, cf. Top.162b27; διὰ λογικωτέρων καὶ ἀκριβεστέρων λόγων more abstract, Metaph. 1080a10; λ. δυσχέρειαι ib.1005b22; λ. ἀπόδειξις GA747b28; but also, logical, λ. συλλογισμοί, opp. ῥητορικοί, Rh.1355a13. Adv. -κῶς dialectically, Metaph. 1029b13, APo.84a7, 88a19; φυσικῶς καὶ λ. GC316a11: Comp. -ώτερον Cael.275b12. b Subst., ἡ λογική (sc. τέχνη) logic, Cic.Fin.1.7.22; also τὰ λογικά Id.Tusc.4.14.33; περὶ λογικῶν title of work, Democr.10b; τὸ λ., opp. τὸ φυσικόν, τὸ ἠθικόν, Zeno Stoic. 1.15, etc. 3 of the 'dogmatic' school of physicians, ἡ λ. αἵρεσις Gal.Sect.Intr.1.
Greek (Liddell-Scott)
λογῐκός: -ή, -όν, (λόγος) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν λόγον, μέρη λ., τὰ ὄργανα τοῦ λόγου, Πλουτ. Κορ. 38· ἐπὶ προσώπων, ὁ λόγῳ χρώμενος, λαλητικός, Γρηγ. π. ἀνθρώπου. 2) εἰς εὐγλωττίαν ἀνήκων ἢ περὶ εὐγλωττίας, ἀγῶνες Φιλόστρ. 522. 3) ἁρμόζων εἰς τὸν πεζὸν λόγον, ὁ ἡρῷος σεμνὸς καὶ οὐ λ. Δημ. Φαλ. 42· - ἐπὶ προσώπων, ὁ γράφων ἐν πεζῷ λόγω, Διογ. Λ. 5. 85· λογική, πεζὸς λόγος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν μουσικήν, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθέσ. 11. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, ἔχων ὀρθὸν λόγον, κρίσιν, κτλ., λογικός, Τίμ. Λοκρ. 99E, κ. ἀλλ.· ζῷον λ. Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 450D· ἀρεταὶ λ. = διανοητικαί, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἠθικαί, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 16. 2) λογικός, εὔλογος, Πολύβ. 25. 9, 2. 3) ἁρμόδιος εἰς λογικὴν σκέψιν ἢ συζήτησιν, οἱ λ. διάλογοι, τοῦ Πλάτωνος, οἷοι ὁ Θεαίτητος καὶ ὁ Κρατύλος, Διογ. Λ. 3. 57· ὁ Ἀριστ. ἐνίοτε μεταχειρίζεται τὴν λέξιν πολὺ ὁμοίως τῷ διαλεκτικός, ἴδε Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 8, 3, Τοπ. 8. 12, 5· ἀλλ’ ἐνίοτε πάλιν ἐπὶ τῆς ἀκριβοῦς σημασίας τοῦ «λογικός», λ. συλλογισμοί, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς ῥητορικούς, Ρητ. 1. 1, 11· διὰ λογικωτέρων καὶ ἀκριβεστέρων λόγων Μετὰ τὰ Φυσ. 12. 5, 7· λ. δυσχέρειαι αὐτόθι 3. 3, 9· λ. ἀπόδειξις π. Ζ. Γεν. 2. 8, 9· - οὕτω καὶ ἐπίρρ., λογικῶς, Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 4, 13, Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 21, ἐν τέλ., πρβλ. 2. 8, 3· φυσικῶς καὶ λ. περὶ Γενέσ. κ. Φθορ. 1. 2, 11· συγκρ. λογικώτερον, π. Οὐρ. 1. 7, 15· - ἡ λογικὴ (δηλ. τέχνη) πρῶτον παρὰ Κικ. ἐν Fin. 1. 7, Tusc. 4. 14.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
I. qui sert à la parole : λογικὰ μέρη PLUT les organes de la parole;
II. qui concerne le raisonnement :
1 raisonnable, doué de raison;
2 qui convient au raisonnement : λογικοὶ συλλογισμοί ARSTT syllogismes logiques p. opp. aux συλλογισμοὶ ῥητορικοί ; ἡ λογική (τέχνη) la science du raisonnement, la logique.
Étymologie: λόγος.
English (Strong)
from λόγος; rational ("logical"): reasonable, of the word.
English (Thayer)
λογικη, λογικόν (from λόγος reason) (Tim. Locr., Demosthenes, others), rational (Vulg. rationabilis); agreeable to reason, following reason, reasonable: λατρεία λογικη, the worship which is rendered by the reason or soul (`spiritual'), λογικη καί ἀναίμακτος προσφορά, of the offering which angels present to God, Test xii. Patr. (test. Levi § 3), p. 547, Fabric. edition; (cf. Athenagoras, suppl. pro Christ. § 13at the end)); τό λογικόν γάλα, the milk which nourishes the soul (see γάλα), λογικη τροφή, Eus. h. e. 4,23at the end).
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM λογικός, -ή, -όν λόγος
1. αυτός που έχει ορθό λόγο, σωστή κρίση, ορθή σκέψη, αυτός που σκέπτεται, μιλά ή ενεργεί ορθά (α. «λογικό ον» β. «ο πατέρας μου είναι λογικός άνθρωπος»)
2. ο έλλογος, αυτός που ενέχει λογική, που γίνεται σύμφωνα με τους κανόνες του ορθού λόγου
νεοελλ.
μέτριος, κανονικός, μη υπερβολικός, μετριοπαθής, μετρημένος («λογική τιμή»)
μσν.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λογικά
οι αισθήσεις
2. φρ. α) «φέρνω τὰ λογικὰ (κάποιου)» — βοηθώ κάποιον να επανακτήσει τις αισθήσεις του
β) «χάνω τὰ λογικὰ μου» — ζαλίζομαι, μπερδεύομαι
μσν.-αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον λόγο («μέρεσι λογικοῑς γέγονεν ήχεῑν καὶ διαλέγεσθαι», Πλούτ.)
2. εύλογος
3. αυτός που αναφέρεται στη διάνοια, πνευματικός («λογικαὶ ἀρεταί», Αριστοτ.)
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ευγλωττία
2. αυτός που ταιριάζει στον πεζό λόγο
3. αυτός που γράφει σε πεζό λόγο («καὶ οὗτοι μέν λογικοί
ποιηταὶ δέ», Διογ. Λαέρτ.)
4. διαλεκτικός
5. φρ. «λογικὴ αἵρεσις» — η δογματική ιατρική σχολή.
επίρρ...
λογικῶς και -ά (AM λογικῶς)
με λογικό τρόπο, με λογική σκέψη, σύμφωνα με τη λογική
νεοελλ.
κατά λογική ακολουθία, κατά λογική συνέπεια
αρχ.
με λογική, ορθή συζήτηση, διαλεκτικά.