φάρμακον
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
English (LSJ)
[v. sub fin.], τό,
A drug, whether healing or noxious: in Hom. the sense is freq. determined by an epith., φάρμακα, πολλὰ μὲν ἐσθλὰ... πολλὰ δὲ λυγρά Od.4.230; τόδε φ. ἐσθλόν 10.287, cf. 292; φ. ἤπια, ὀδυνήφατα (v. infr. 2); κακὰ φ. ib.213; φ. λυγρά ib. 236; φ. οὐλόμενον ib.394; ἀνδροφόνον 1.261; θυμοφθόρα φ. 2.329; so, after Hom., προσανέα φ. Pi.P.3.52; παιώνια A.Ag.848; χρήσιμον Pl.R.382c; θανάσιμα Ph.Bel.103.31; ὀλέθριον Luc.Herm. 62. 2 healing remedy, medicine, in Hom. mostly of those applied outwardly, ἐπιθήσει φάρμαχ' ἅ κεν παύσῃσι μελαινάων ὀδυνάων Il.4.191; ἐπ' ἄρ' ἤπια φάρμακα πάσσε ib.218; ὀδυνήφατα φ. πάσσων 5.401,900, cf. 11.515,830, 15.394; προσάλειφεν ἑκάστῳ φ. Od.10.392; φ. περιαλείφειν Ar.Eq.906; also of potions, πιὼν φάρμακ' Od.10.326; φ. πεπωκώς Hdt.4.160, cf. Pi. l. c.; παρὰ τοῦ ἰατροῦ Pl.R.406d, cf. Grg.467c; φ. χριστόν E.Hipp.516; ἔγχριστον Theoc.11.1; ἐπίχριστον Str.17.1.10; ἐπίπαστον Theoc. l. c.; καταπλαστόν Ar.Pl.716; ποτόν E.Hipp. l.c.; freq. in Medic. writers, Sor. 1.4, Gal.6.265, etc.; of medicines for cattle, PFlor.222.11 (iii A. D.). b c. gen. (v. infr. 11), φ. νόσου a medicine for it, remedy against it, A.Pr.251,606 (lyr.); βηχός Phryn.Com.60: κεφαλῆς for a head-ache, Pl.Chrm.155b; στραγγουρίας Arist.HA612b16, cf. 624a16; μέθης Amphis 37; δίψης AP 6.170 (Thyill.); but ὑγιείας φ. a medicine to restore or maintain health, Aristid.Or.37(2).11. 3 enchanted potion, philtre: hence, charm, spell, Od.4.220 sq., Ar.Pl.302, Theoc.2.15, PSI1.64.20 (i B. C.); φαρμάκοις τὸν ἄνδρ' ἔμηνεν Ar.Th.561; τοιαῦτα ἔχω φ. such charms have I, Hdt.3.85, cf. Apoc.9.21. 4 poison, S.Tr. 685, E.Med.385; πιεῖν τὸ φ. Antipho6.15, Pl.Phd.57a, 115a; φάρμακα ἐσβεβληκέναι ἐς τὰ φρέατα Th.2.48; φ. δηλητήρια SIG37 A 1 (Teos, v B. C.); τοξικὸν φ. BGU21 ii 14 (iv A. D.). 5 lye for laundering, Stud.Pal.22.56.12 (iii A. D.). II generally, remedy, cure, Hes.Op.485, Alc.35, etc.; μεῖζον . . τῆς νόσου τὸ φ. the cure too strong for, i. e. worse than, the disease, S.Fr.589.4, cf. Com.Adesp. 455; φ. πραΰ, of a bridle, Pi.O.13.85; φ. τινι for a thing, Thgn. 1134 (pl.), Archil.9; πρός τι Arist.Pol.1321a16; ποττὸν ἔρωτα Theoc. 11.1; but most freq. φ. τινός remedy against . . χλαῖνα . . φ. ῥίγευς Hippon.19; Ζεὺς πάντων φ. μοῦνος ἔχει Simon.87; τὸ σιγᾶν φ. βλάβης ἔχω A.Ag.548; φ. πόνων, λύπης, E.Ba.283, Fr.1079; δόλοι . . χρείας ἀνάνδρου φ. ib.288; φόβου Pl.Lg.647e; λήθης φάρμακα (of γράμματα) E.Fr.578.1; v. εὐδιανός. 2 c. gen. also, a means of producing something, φ. σωτηρίας Id.Ph.893; μνήμης καὶ σοφίας φ. Pl.Phdr.274e; ὑπομνήσεως ib.275a, cf. 230d; ἀθανασίας Antiph.86.6; ἡσυχίας Arist.Pol.1273b23; φ. μανίας, of the oil applied to wrestlers, D.L.1.104. 3 ἐπὶ θανάτῳ φ. ἑᾶς ἀρετᾶς εὑρέσθαι a remedy or consolation in his own virtue, Pi.P.4.187. III dye, paint, colour, Emp.23.3, Hdt.1.98, A.Fr.134, Ar.Ec.735, Pl.R.420c, Plt.277c, PCair.Zen.789.13 (iii B. C.), etc. IV chemical reagent, PLeid.X.25, PHolm.13.46, 22.10, Ps.-Democr. ap. Zos.Alch.p.160 B.; used by tanners, Sch.Ar.Eq.44,368.—Cf. φαρμάσσω. [μᾰ; but μᾱ in φαρμακός.]
German (Pape)
[Seite 1256] τό, jedes künstliche Mittel, bes. zur Hervorbringung physischer Wirkungen; – 1) Heilmittel, Arzneimittel, sowohl gegen äußerliche Verletzungen als gegen innere Krankheiten, sowohl äußerlich, als innerlich zu brauchen; oft bei Hom.: ἐπιθήσει φάρμαχ', ἅ κεν παύσῃσι μελαινάων ὀδυνάων Il. 4, 191; ἐπ' ἄρ' ἤπια φάρμακα πάσσε ib. 218; ἐπιπάσσων ὀδυνήφατα φάρμακα 5, 401. 900; ἀκήματα ὀδυνάων 15, 394; – πραΰ Pind. Ol. 13, 85; ὁποίοις φαρμάκοις ἰάσιμος Aesch. Prom. 473; Soph. Ai. 1234 u. in Prosa. – Nach der Art des Gebrauches unterschieden die Alten χριστά, παστά oder ἐπίπαστα, πλαστά u. καταπλαστόν, Ar. Plut. 716 Theocr. 11, 1, βρώσιμα, πότιμα oder πιστά; φάρμακον πεπωκώς Her. 4, 160; vgl. Aesch. Prom. 479 ff.; φάρμακα προσανέα πίνοντας Pind. P. 3, 53; Plat. Gorg. 456 b; Xen. An. 6, 2,11. – 2) Gift, tödtliches, Verderben, Unheil bringendes Mittel; κακά, λυγρά, οὐλόμενα, ἀνδροφόνα, θ υμοφθόρα, Il 22, 94 Od. 1, 261. 2, 329. 10, 213. 236. 394; Soph. Trach. 682; φαρμάκοις μῆναί τινα Ar. Th. 561; φάρμακα εἰσβάλλειν εἰς τὰ φρέατα Thuc. 2, 48. – 3) Zaubermittel; denn dem einfachen Naturmenschen gilt Arznei, Gift und Zaubermittel für Eins; sowohl von Zaubertränken und Salben, als von Zauberformeln und Beschwörungen, Il. 11, 741 Od. 4, 220. 230; – jedes geheime Mittel, Etwas zu bewirken, Her. 3, 85. – 4) Uebh. Hülfsmittel, Gegenmittel; Hes. O. 481; αὐρᾶν ψυχρᾶν, gegen kalte Lüfte, Pind. Ol. 9, 97; νόσου Aesch. Prom. 249; πάλαι τὸ σιγᾶν φάρμακον βλάβης ἔχω Ag. 534; πόνων Eur. Bacch. 283; τὸ θανεῖν κακῶν μέγιστον φάρμακον νομίζεται Heracl. 596; φόβου Plat. Legg. I, 647 e; πενθέων Philet. 1; ἔρωτος Theocr. 14, 52, wie πρὸς τὸν ἔρωτα 11, 1; δίψης φάρμακα ἀλεξίκακα κύπελλα Thall. 3 (VI, 170); – aber auch Erregungsmittel; so heißt der Wein φάρμακον ἀφροσύνης, der Raserei erregt, u. Anacharsis nannte das Salböl der Ringer φάρμακον μανίας, wodurch sie gleichsam Wuth gegen einander hervorzaubern; – σωτηρίας φ. Eur. Phoen. 900; μνήμης καὶ σοφίας φ, Plat. Phaedr. 274 e, vgl. 275 a. – 5) Färbemittel; ἠνθισμένοι φαρμάκοισι Her. 1, 93; πολύχροα Empedocl. 84; – Schminke, Malerfarbe, Plat. Crat. 424 e Polit. 277 c; s. Piers. Moer. p. 399 Schäf. D. Hal. C. V. p. 289. – Auch Reizmittel, den Wohlgeschmack der Speisen zu erhöhen, Würze; dah. übertr., κάλλιστον φάρμακον ἀρετᾶς ἐπὶ θανάτῳ εὑρέσθαι, die Würze, welche die Tugend selbst dem Tode giebt, Pind. P. 4, 187. – [Die Penultima ist von einigen ion. Dichtern auch lang gebraucht, Gaisf. Hephaest. 254 u. Hipponax, s. φαρμακός.]
Greek (Liddell-Scott)
φάρμᾰκον: [ἴδε ἐν τέλ.], τό, εἴτε θεραπευτικόν, εἴτε βλαπτικόν, παρ’ Ὁμ. διακρινόμενον διά τινος ἐπιθέτου, φάρμακα, πολλὰ μὲν ἐσθλά... πολλὰ δὲ λυγρὰ Ὀδ. Δ. 230· τόδε φ. ἐσθλὸν Κ. 287, πρβλ. 292· φ. ἤπια, ὀδυνήφατα (ἴδε κατωτ.), κακὰ φ. αὐτόθι 213· φ. λυγρὰ αὐτόθι 236· φ. οὐλόμενον αὐτόθι 394· ἀνδροφόνον Α. 261· θυμοφθόρα φ. Β. 329 ― οὕτω μεθ’ Ὅμ., φ. προσανὲς Πινδ. Π. 3. 95· παιώνιον Αἰσχύλ. Ἀγ. 848· χρήσιμον Πλάτ. Πολ. 382C· θανάσιμον Διοσκ. 1. 95 ὀλέθριον Λουκ. Ἑρμότ. 62· κλπ.· ― ἀκολούθως ἄνευ προσδιορισμοῦ, ὅτε ἡ ἰδιαιτέρα σημασία ὁρίζεται ἐκ τῆς συνεχείας. 1) ἰαματικόν, φάρμακον, ἰατρικόν, παρ’ Ὁμήρ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ φαρμάκων ἐξωτερικῶς ἐπιτιθεμένων, ἐπιθήσει φάρμαχ’ ἅ κεν παύσῃσι μελαινάων ὀδυνάων Ἰλ. Δ. 191· ἐπ’ ἄρ’ ἤπια φάρμακα πάσσε αὐτόθι 218· φ. ἐπιπάσσων ὀδυνήφατα φ. Ε. 401, πρβλ. 515, 831, 900, Ο. 394· προσαλείφειν ἑκάστῳ φ. Ὀδ. Κ. 392· ἀλλὰ καὶ ἐπὶ πινομένων φαρμάκων, φ. πίνειν Κ. 318, 326· πεπωκὼς Ἡρόδ. 4. 160, πρβλ. Πίνδαρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· παρὰ τοῦ ἰατροῦ Πλάτ. Πολ. 406D, Γοργ. 467C· ― κυρίως τὰ ἐξωτερικῶς ἐπιτιθέμενα φάρμακα ἦσαν χριστά, ἔγχριστα, ἐπίχριστα, (ἀλοιφαὶ δηλ.), καὶ παστά, ἐπίπαστα, καταπλαστὰ (ἔμπλαστρα, καταπλάσματα), Θεόκρ. 11, 1 κἑξ., Ἀριστοφ. Πλ. 716, πρβλ. Ἱππ. 906· τὰ δὲ ἐσωτερικῶς λαμβανόμενα ἦσαν βρώσιμα, καὶ πότιμα, ποτά, πιστά, Αἰσχύλ. Προμ. 479 κἑξ. (ἔνθα ἴδε Blomf. 488), Εὐρ. Ἱππόλ. 516, Ἀριστοφ. Πλ. 717, Θεόκρ. 11. 2, Στράβ. 795. β) μετὰ γεν. (ἴδε κατωτ. ΙΙ), φ. νόσου ἴαμα, μέσον θεραπευτικὸν κατ’ αὐτῆς, Αἰσχύλ. Προμ. 249, 606· βηχὸς Φρύν. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 6 κεφαλῆς, πρὸς θεραπείαν κεφαλαλγίας, Πλάτ. Χαρμ. 155Β· στραγγουρίας Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 11, πρβλ. 40, 10· μέθης Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 2· δίψης Ἀνθ. Παλ. 6. 170· ἀλλά, φ. ὑγείας, πρὸς ἀποκατάστασιν ὑγείας, πρὸς ἀνάρρωσιν, Ἀριστείδ. 1. 11. 2) πῶμα μεμαγευμένον, φίλτρον, ὅθεν μαγεία, γοητεία, μαγγανεία, Ὀδ. Δ. 220 κἑξ., πρβλ. Ἀριστοφ. ἐν Πλ. 302, Θεόκρ. 2. 15· φαρμάκοις μῆναί τινα Ἀριστοφ. ἐν Θεσμοφ. 561· τοιαῦτα ἔχω φ., τοιαῦτα θελκτήρια φάρμακα ἔχω ἐγώ, Ἡρόδ. 3. 85. 3) δηλητήριον (ὡς ὁ Shaksp. μεταχειρίζεται τὸ ἰσοδύναμον ἐν τῇ Ἀγγλ. drug), Σοφ. Τραχ. 695, Εὐρ. Μήδ. 385· πιεῖν τὸ φ. Ἀντιφῶν 143, 11, Πλάτ. Φαίδων ἐν ἀρχ., 115Α· φάρμακα ἐσβάλλειν ἐς τὰ φρέατα Θουκ. 2. 48. ΙΙ. καθόλου, βοήθημα, θεραπεία, εἰ δέ κεν ὄψ’ ἀρόσῃς, τόδε κέν τοι φάρμακον εἴη, «εἰ δ’ ὕστερον ἀροτριάσεις, τοῦτό σοι βοήθημα ὑπαρχέτω» Τζέτζ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμέρ. 483· μεῖζον... τῆς νόσου τὸ φ., τὸ ἰατρικὸν χειρότερον τῆς νόσου, Σοφ. Ἀποσπ. 514· φ. πραΰ, ἐπὶ χαλινοῦ, Πινδ. Ο. 13. 121· ― φ. τινι, διά τι πρᾶγμα, Θέογν. 1130, Ἀρχίλ. 8· πρός τι Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 7, 2, Θεόκρ. 11. 1· ― ἀλλὰ συχνότατα, φ. τινος, θεραπευτικὸν μέσον κατά τινος..., Ζεὺς πάντων φ. μοῦνος ἔχει Σιμωνίδ. 89· τὸ σιγᾶν φ. βλάβης ἔχω Αἰσχύλ. Ἀγ. 548· φ. πόνων, λύπης Εὐρ. Βάκχ. 283, κλπ.· φόβου Πλάτ. Νόμ. 674Ε· οὕτω δὲ τὰ γράμματα καλοῦνται φάρμακα λήθης, Εὐρ. Ἀποσπ. 582. 1· ἴδε ἐν λέξ. εὐδιανός. 2) μετὰ γεν. ὡσαύτως, μέσον ὅπως παραγάγῃ τίς τι, φ. σωτηρίας ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 893· μνήμης καὶ σοφίας φάρ. Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 274Ε· ὑπομνήσεως αὐτόθι 275Α, πρβλ. 230D· ἀθανασίας Ἀντιφάν. ἐν «Διπλασίοις» 2· ἡσυχίας Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 11. 16· φ. μανίας, ἐπὶ τοῦ ἐλαίου οὗ χρῆσιν ἐποιοῦντο οἱ παλαισταί, Διογέν. Λαέρτ 1. 104. 3) ἀλλ’ ἐπὶ καὶ θανάτῳ φ. κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις, «ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τῷ θανάτῳ τῆς ἰδίας ἀρετῆς κάλλιστον φάρμακον τὴν μετὰ ταῦτα εὐδοξίαν σὺν τοῖς ἄλλοις ὁμήλιξιν εὑρέσθαι· φάρμακον οὖν θανάτου τὴν ἀρετὴν καὶ τὴν εὔκλειάν φησιν, ἀντὶ τοῦ παραμυθίαν τοῦ θανάτου ταύτην εὑρεῖν, τὴν ἀπὸ τοῦ διαπλεῦσαι ἀρετὴν» (Σχόλ.), θεραπείαν ἢ παρηγορίαν ἐν τῇ ἰδίᾳ ἀρετῇ, Πίνδ. Π 4. 332. ΙΙΙ. βαφὴ, χρῶμα, ἐπίχρωσις, Ἐμπεδ. 136, Ἡρόδ. 1. 98, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 137, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 735, Πλάτ. Πολ. 420C. Πολιτικ. 277C, κλπ.· οὕτω, Λατ. lana... violas imitata veneno Hor. 2 Εp. 1. 207. IV. τὸ ὑγρὸν οὖ χρῆσιν ποιοῦνται οἱ βυρσοδέψαι, Σουΐδ. ἐν ταῖς λέξ. βυρσαίετος ξαίνειν. ― Πρβλ. φαρμάσσω. [μᾰ· ἀλλὰ μᾱ κεῖται μακρόν ἐν τῷ φαρμακός παρά τισι τῶν παλαιῶν Ἰών. ποιητῶν, ἴδε Welcker εἰς Ἱππώνακτος Ἀποσπ. 21. 44 = 28, 4 Bgk., Gaisf. εἰς Ἥφαιστ. σελ. 56, Blomf. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 981.]
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
I. drogue médicinale, médicament, remède préparé (onguent, breuvage, médicament en gén.) ; φάρμακον ἐπιτιθέναι IL appliquer un remède ; ἐπιπάσσειν IL répandre une poudre sur une blessure ; προσαλείφειν τινί OD appliquer un onguent ou faire une onction sur qqn ; πίνειν φάρμακον OD boire une potion ; φάρμακον νόσου ESCHL remède contre la maladie ; fig. βλάβης ESCHL contre les maux ; λιμοῦ PLUT contre la faim;
II. drogue malfaisante, d’où
1 poison;
2 préparation magique (breuvage, drogue quelconque) ; toute opération de magie (chant, formule, etc.);
III. drogue pour teindre, teinture, fard.
Étymologie: DELG terme isolé en grec, pê emprunt.
English (Autenrieth)
herb, drug; as medicinal remedy, or esp. as magic drug, poisonous drug, draught, or potion, Od. 10.392, Il. 22.94, Od. 1.261, Od. 2.329.
English (Slater)
φάρμᾰκον
a remedy γυίοις περάπτων πάντοθεν φάρμακα (P. 3.53) Ἀσκλαπιόν, τὸν φαρμάκων δίδαξε μαλακόχειρα νόμον (N. 3.55)
b charm met. φάρμακον πραὺ τείνων ἀμφὶ γένυι (i. e. the bridle, by which Bellerophon harnessed Pegasos) (O. 13.85) c. gen., ψυχρᾶν ὁπότ' εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν Πελλάνᾳ φέρε (ὅτι ἐν Πελλήνῃ χλαῖνα ἐδίδοτο τῷ νικῶντι Σ.) (O. 9.97)
c met., c. gen., help for, means to ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὐρέσθαι σὺν ἄλλοις (v. Burton, 163) (P. 4.187)
Spanish
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
βλ. φάρμακο.
Greek Monotonic
φάρμᾰκον: τό,
I. 1. φάρμακο, θεραπευτικό μέσο, σε Όμηρ. κ.λπ.· τὰ φάρμακα που εφαρμόζονται εξωτερικά είναι χριστά, ἔγχριστα, ἐπίχριστα (αλοιφές), και παστά, ἐπίπαστα, καταπλαστά (έμπλαστρα), σε Θεόκρ., Αριστοφ.· αυτά που λαμβάνονταν εσωτερικά, βρώσιμα και πόσιμα, ποτά, πιστά, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· με γεν., φάρμακον νόσου, φάρμακο για αυτή την αρρώστια, θεραπεία εναντίον αυτής, σε Αισχύλ.· φάρμακον κεφαλῆς, για τον πονοκέφαλο, σε Πλάτ.
2. με αρνητική σημασία, μαγικό φίλτρο, ομοίως θέλγητρο, μαγεία, μαγγανεία, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.· επίσης ναρκωτικό, δηλητήριο, σε Σοφ., Ευρ.
II. 1. θεραπεία, φροντίδα, σε Ησίοδ.· φάρμακον πραΰ, λέγεται για χαλινάρι, σε Πίνδ.· με γεν., θεραπεία εναντίον, βλάβης, σε Αισχύλ.· πόνων, λύπης, σε Ευρ.
2. με γεν. επίσης, μέσο παραγωγής, σωτηρίας, στον ίδ.· σοφίας, σε Πλάτ.
III. βαφή, μπογιά, χρώμα, σε Ηρόδ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
φάρμᾰκον: τό
1) зелье, снадобье, (волшебное) питье Hom., Theocr.;
2) лекарство (ὀδυνήφατον Hom.; παιώνιον Aesch.): φ. τινος Aesch., Plat., Arst., Anth. лекарство от чего-л.; φ. καταπλαστόν Arph. целебная мазь; τὸ φ. ποτόν Eur. жидкое (внутреннее) лекарство;
3) средство, способ: φ. τινος Aesch., Eur., Plat., реже πρός τι Arst. средство против чего-л., но тж. средство для чего-л.; φ. πόνων Eur. средство против (от) горестей; μνήμης τε καὶ σοφίας φ. Plat. способ обрести память и мудрость;
4) отрава, яд (ἀνδροφόνον Hom.; ὀλέθριον Luc.): τὸ φ. ἔπιεν Plat. (Сократ) выпил яд;
5) красящее вещество, краска Emped., Her., Aesch., Arph., Plat.
Middle Liddell
φάρμᾰκον, ου, τό,
I. a drug, medicine, Hom., etc.: the φάρμακα applied outwardly were χριστά, ἔγχριστα, ἐπίχριστα (ointments), and παστά, ἐπίπαστα, καταπλαστά (plasters), Theocr., Ar.; those taken inwardly βρώσιμα, and πότιμα, ποτά, πιστά, Aesch., Eur., etc.:—c. gen., φ. νόσου a medicine for it, remedy against it, Aesch.; φ. κεφαλῆς for a head-ache, Plat.
2. in bad sense, an enchanted potion, philtre, so a charm, spell, enchantment, Od., Theocr.:—also a drug, poison, Soph., Eur.
II. a remedy, cure, Hes.; φ. πραΰ, of a bridle, Pind.; c. gen. a remedy against, βλάβης Aesch.; πόνων, λύπης Eur.
2. c. gen., also, a means of producing, σωτηρίας Eur.; σοφίας Plat.
III. a dye, paint, colour, Hdt., etc.