ἐπακολουθέω

From LSJ
Revision as of 12:45, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

θανάτου τῆς ζημίας ἐπικειμένης → the penalty is death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπᾰκολουθέω Medium diacritics: ἐπακολουθέω Low diacritics: επακολουθέω Capitals: ΕΠΑΚΟΛΟΥΘΕΩ
Transliteration A: epakolouthéō Transliteration B: epakoloutheō Transliteration C: epakoloutheo Beta Code: e)pakolouqe/w

English (LSJ)

   A follow close upon, follow after, pursue, τινί Ar.V. 1328, Pl.Ap.23c, al.; move with, τῷ ἄλλῳ σώματι Hp.Fract.16; ἐ. ἡ χεὶρ τοῦ νεκροῦ X.Cyr.7.3.8.    2 pursue as an enemy, Th.4.128,5.65, X.An.[4.1.1], etc.    3 attend to, follow mentally, understand, τῷ λόγῳ Pl.Phd.107b; τοῖς λεγομένοις Id.Lg.861c; αὐτοῖς λέγουσι Id.Sph.243a; κάλλιστ' ἐπακολουθεῖς Id.Lg.963a, etc.    4 attend to, follow, i.e. obey or comply with, ταῖς τῶν συμμάχων γνώμαις Isoc.6.90; τοῖς πάθεσι D.26.18; αὐτῶν τῇ προαιρέσει Philipp. ap. D.18.167; ταῖς τῶν ποιητῶν βλασφημίαις ἐ. follow them (as authorities), Isoc.11.38: c. dat.pers., Arist.EN1096b7.    5 attend to, i.e. execute, a task, τῷ πραττομένῳ Pl.R.370c; wait upon, of bees, τοῖς βασιλεῦσι Arist.GA 760b15.    6 supervise, attend to, τῇ ἐγχύσει τοῦ γλεύκους PPetr.2p.136 (iii B.C.), cf. PAmh.2.40.24 (ii B.C.), etc.: abs., POxy.1024.33 (ii A.D.), etc.    7 concur, PFay.24.19 (ii A.D.).    8 verify, check, PEleph.10.8 (iii B.C.), PGen.22.1 (i A.D.), etc.    II accompany, result, accrue, τινί Phld.Ir.p.59 W., al.: βλάβος, ζημία ἐ., PRyl.126.19 (i A.D.), BGU3.14 (iii A.D.).    2 τὰ ἐπακολουθοῦντα σημεῖα confirmatory, authenticating signs (cf. 1.7), Ev.Marc.16.20.    3 of the offspring of cattle, πρόβατα σὺν τοῖς -οῦσι ἄρνασι POxy.245.11 (i A.D.), cf. 244.9 (i A.D.).

German (Pape)

[Seite 896] darauf, nachfolgen, τινί, Ar. Vesp. 1328; Plat. Phil. 27 a u. öfter; vom Feinde, verfolgen, Thuc. 4, 128, Xen. u. A. – Auch von leblosen Dingen, nachgeben, ἡ χεὶρ τοῦ νεκροῦ Xen. Cyr. 7, 3, 8; – μέμψις τινὶ ἔκ τινος Pol. 30, 9, 10. Uebertr., τοῖς λεγομένοις Isocr. 15, 56; λόγῳ Plat. Theaet. 168 e; λέγουσι, im Ggstz von ἀπολείπεσθαι, mit dem Verstande folgen, verstehen, Soph. 243 a. – Im Handeln nachfolgen, Etwas nach einem Anderen thun, Xen. Hell. 7, 1, 40; – τοῖς πάθεσι, nachgeben, Dem. 26, 18.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπακολουθέω: ἀκολουθῶ ἀμέσως ἢ ἐκ τοῦ πλησίον τινά, διώκω, τινι Ἀριστοφ. Σφ. 1328, Πλάτ. Ἀπολ. 23C, κ. ἀλλ.· - ἀπολ. Ἱππ. π. Ἀγμ. 763, Θουκ. 5. 65, κτλ.· καὶ ἅμα ἐδεξιοῦτο αὐτὸν καὶ ἡ χεὶρ τοῦ νεκροῦ ἐπηκολούθησεν (ἐξυπ. τῇ τοῦ Κύρου δεξιᾷ)· ἀπεκέκοπτο γὰρ κοπίδι ὑπὸ τῶν Αἰγυπτίων Ξεν. Κύρ. 7. 3, 8. 2) καταδιώκω ἐχθρόν, Θουκ. 4. 128, Ξεν. Ἀν. 4. 1, 1, κτλ. 3) παρακολουθῶ διὰ τοῦ νοῦ, νοῶ, καταλαμβάνω, καθ’ ὅσον δυνατὸν μάλιστ’ ἀνθρώπῳ ἐπακολουθῆσαι Πλάτ. Φαίδων 107Β· τοῖς λεγομένοις ὁ αὐτὸς ἐν Νόμοις 861C· τοῖς λέγουσι ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 243Α· κάλλιστ’ ἐπακολουθεῖς ὁ αὐτὸς ἐν Νόμοις 936Α, κτλ, 4) ἕπομαι, ἤτοι ὑπακούω, συμμορφοῦμαί τινι, τοῖς πάθεσι Δημ. 805. 24˙ αὐτῶν τῇ προαιρέσει Φίλιππος παρὰ Δημ. 284. 6˙ ταῖς τῶν ποιητῶν βλασφημίαις ἐπ. Ἰσοκρ. 228D. 5) παρακολουθῶ τι ἢ ἀφοσιοῦμαι εἴς τι, ἀλλ’ ἀνάγκη τὸν πράττοντα τῷ πραττομένῳ ἐπακολουθεῖν μὴ ἐν παρέργου μέρει Πλάτ. Πολ. 370Β˙ ἐν τέλει.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. ἐπηκολούθουν;
1 suivre de près, poursuivre : τινι qqn ; abs. poursuivre l’ennemi;
2 suivre l’impulsion de qqn.
Étymologie: ἐπί, ἀκολουθέω.

English (Strong)

from ἐπί and ἀκολουθέω; to accompany: follow (after).

English (Thayer)

ἐπακολούθω; 1st aorist ἐπηκολούθησα; to follow (close) upon, follow after; in the N. T. only metaphorically, τοῖς ἴχνεσι τίνος, to tread in one's footsteps, i. e. to imitate his example, προάγω, to go before; the meaning Isaiah , 'the sins of some men are manifest now, even before they are called to account, but the misdeeds of others are exposed when finally judgment is held'; cf. Huther (or Ellicott) at the passage); ἔργῳ ἀγαθῷ, to be devoted to good works, Aristophanes, Thucydides, Xenophon, Plato, and following; occasionally in the Sept..)

Greek Monotonic

ἐπᾰκολουθέω: μέλ. -ήσω,
1. παρακολουθώ από κοντά κάποιον, τον έχω υπό στενή παρακολούθηση, κ.λπ.
2. καταδιώκω, κυνηγώ εχθρό, στον ίδ. κ.λπ.
3. παρακολουθώ νοητικά, κατανοώ συλλογισμό, τῷ λόγῳ, σε Πλάτ.
4. ακολουθώ, δηλ. συμμορφώνομαι, τοῖς πάθεσι, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπᾰκολουθέω:
1) следовать (τινι Arph., Plat., Arst.; πορρωτέρω Plut.): ἡ χεὶρ τοῦ νεκροῦ ἐπηκολούθησεν Xen. (отрубленная) рука мертвеца последовала (за Пантеей), т. е. осталась в ее руке;
2) следовать по пятам, преследовать Thuc.: ἐπακολουθοῦντος τοῦ Περσικοῦ στρατεύματος Xen. когда персидская армия бросилась преследовать (греков);
3) (мысленно) следить, улавливать, понимать (τῷ λόγῳ Plat.; τοῖς λεγομένοις Isocr.): κάλλιστ᾽ ἐπακολουθεῖς Plat. ты отлично понял;
4) следовать, подражать (Πυθαγορείοις Arst.; τινι ἐν τοῖς πλείστοις Plut.);
5) следовать, повиноваться (τοῖς πάθεσι Dem.; ταῖς τύχαις Arst.).

Middle Liddell

fut. ήσω
1. to follow close upon, follow after, τινί Ar., Plat.;—absol., Thuc., etc.
2. to pursue as an enemy, Thuc., etc.
3. to follow mentally, τῷ λόγῳ Plat.
4. to follow, i. e. comply with, τοῖς πάθεσι Dem.

Chinese

原文音譯:™pakolouqšw 誒普阿可魯帖哦
詞類次數:動詞(4)
原文字根:在上-不-連接 安置處 相當於: (אַחַר‎ / אַחֲרַי‎)
字義溯源:陪伴,跟隨,跟隨⋯行,隨後跟上,隨著,跟著,竭力行,證實;由(ἐπί)*=在⋯上,在)與(ἀκολουθέω)=同走一路,跟從)組成;而 (ἀκολουθέω)又由(α / ἄλφα)= (ἅμα)*=同時)與(κείρω)X*=路)組成。參讀 (ἀκολουθέω)同義字
出現次數:總共(4);可(1);提前(2);彼前(1)
譯字彙編
1) 你們跟隨⋯行(1) 彼前2:21;
2) 隨後跟上的(1) 提前5:24;
3) 竭力行(1) 提前5:10;
4) 隨著(1) 可16:20