λυπέω
Ὁ νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott
English (LSJ)
(λύπη)
A grieve, vex, whether in body or mind, τινα Hes. Op.401, Sapph.Supp.2.4, etc.; opp. εὐφραίνειν, E.Alc.239 (anap.); [ὁ θώραξ] λυπεῖ distresses by its weight, X.Mem.3.10.15: c.neut. Adj., λυπεῖν μηδὲν αὑτόν E.Cyc.338, cf. Hdt.8.144, X.Cyr.3.3.50; ταὐτὰ ταῦτα λυποῦντες, ἅπερ ἐγὼ ὑμᾶς ἐλύπουν Pl.Ap.41e: c. part., ἐλύπει αὐτὸν ἡ χώρα πορθουμένη X.An.7.7.12; οὐ σκοπεῖς ὅ τι μὴ λυπήσεις τοὺς ἄλλους ποιῶν D.21.135: folld. by interrog., καί μ' ἦμαρ… λυπεῖ, τί πράσσει S.OT74, cf. El.59; οὐδὲν ἐλύπησεν [αὐτό], ὥστε μή… does no harm... Pl.Cra.393e; οὐδένα λυπήσας or -ασα, as formula in epitaphs, IG14.1857, 2.1868. 2 abs., cause pain or grief, ἄγαν γε λυπεῖς S.Aj.589, Ant.573, cf. OT1231; τὸ λυποῦν Antiph.107, Men.410. 3 in histor. writers, of cavalry and light troops, harass, annoy an army by constant attacks, Hdt.9.40, cf. 61, Th.6.66, X.HG6.3.14, An.2.3.23, etc.; λῃσταὶ… τὴν Λακωνικὴν ἧσσον ἐλύπουν Th.4.53, cf. Ar.Av. 1427. II Pass. with fut. Med. (E.Med.474, etc.), to be grieved, distressed, λυπεῖσθαι φρένα Thgn.593 codd.; τῷ μήτε χαίρειν μήτε λυπεῖσθαι βροτούς A.Fr.266, cf. S.Aj.555, etc.; μήτε λυπέο μήτε… be not distressed, Hdt.8.100; ὑπὸ θεραπαίνης ἐπίτηδες λ. Lys.1.11: c. acc. cogn., τὰς ἐσχάτας λ. λύπας Pl.Grg.494a, cf. Phd.85a; also διπλῇ τινι λύπῃ λ. Id.Phlb.36a: also c. acc. rei, grieve about a thing, S.Aj.1086; πρὸς τὰς ξυμφοράς Th.2.64; διά τι Pl.Phlb.52b; ἐπί τινι X.Mem.3.9.8: c. part., λυπῇ… ἐστερημένη E.Med.286; ταῦτ' ἐλυπεῖθ' ὁρῶν D.18.217: abs., feel pain, E.Ion632, etc.; τὸ -ούμενον τῆς ψυχῆς Pl.Lg.689b; τὸ -εῖσθαι Id.Prt.354d.
Greek (Liddell-Scott)
λῡπέω: (λύπη) προξενῶ λύπην, θλῖψιν, ἐνόχλησιν, εἴτε εἰς τὸ σῶμα, εἴτε εἰς τὴν ψυχήν, θλίβω, ἐνοχλῶ, τινα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 399, Ἡρόδ. 8. 144, Τραγ., κτλ.· ἀντίθετ. τῷ εὐφραίνειν, Εὐρ. Ἄλκ. 238· λέγεις, ἔφη, ἁρμόττειν οὐ τοὺς ἀκριβεῖς (θώρακας), ἀλλὰ τοὺς μὴ λυποῦντας ἐν τῇ χρείᾳ, ἀλλὰ τοὺς μὴ ἐνοχλοῦντας ἐν τῇ χρήσει, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 15· - μετ’ οὐδ. ἐπιθ., λυπεῖν μηδὲν αὐτὸν Εὐρ. Κύκλ. 338, πρβλ. Ἡρόδ. 8. 144, Ξεν. Κύρ. 3. 3. 50· ταὐτὰ ταῦτα λυποῦντες, ἃ ἐγὼ ὑμᾶς ἐλύπουν Πλάτ. Ἀπολ. 41Ε· - μετὰ μετοχ., ἐλύπει αὐτὸν ἡ χώρα πορθουμένη Ξεν. Ἀν. 7. 7, 12· οὐ σκοπεῖς ὅ τι μὴ λυπήσεις τοὺς ἄλλους ποιῶν Δημ. 559. 5· - ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, καὶ μ’ ἦμαρ... λυπεῖ, τί πράσσει Σοφ. Ο. Τ. 74, πρβλ. Ἠλ. 59· οὐδὲν ἐλύπησεν [αὐτό], ὥστε μή..., = ἔβλαψεν, Πλάτ. Κρατ. 393Ε, κτλ. 2) ἀπολ., προξενῶ πόνον ἢ λύπην, ἄγαν γε λυπεῖ Σοφ. Αἴ. 589, Ἀντ. 573, πρβλ. Ο. Τ. 1231· ἅπαν τὸ λυποῦν ἐστιν ἀνθρώπῳ νόσος ὀνόματ’ ἔχουσα πολλὰ Ἀντιφάν. ἐν «Ἰατρῷ» 1, Μένανδ. ἐν «Πλοκίῳ» 9. 3) παρ’ ἱστορικοῖς συγγραφεῦσιν, ἐπὶ ἱππικοῦ καὶ τῶν ψιλῶν στρατιωτῶν, ἐνοχλῶ, ταράττω, βλάπτω στράτευμά τι διὰ συνεχῶν ἐπιθέσεων, Ἡρόδ. 9. 40, πρβλ. 61, Θουκ. 6. 66, Ξεν., κτλ.· λῃσταί... τὴν Λακωνικὴν ἧσσον ἐλύπουν Θουκ. 4. 53, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1427. II. Παθ. μετὰ μέσ. μέλλ., (Εὐρ. Μήδ. 474, κτλ.)· - ἔχω πόνον, λύπην, θλῖψιν, εἶμαι τεθλιμμένος, λυπεῖσθαι φρένα Θέογν. 593· γνώμῃ Θουκ. 2. 64· ἀντίθ. τῷ χαίρειν, ᾧ μήτε χαίρειν μήτε λυπεῖσθαι πάρα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 257, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 555, κτλ.· μὴ λυπέεο, μὴ λυποῦ, Ἡρόδ. 8. 100· ὑπὸ θεραπαίνης ἐπίτηδες λ. Λυσ. 92. 37 - μετὰ συστοίχ. αἰτ., τὰς ἐσχάτας λ. λύπας Πλάτ. Γοργ. 494Α, πρβλ. Φαίδωνα 85Α· ὡσαύτως, διπλῇ τινι λύπῃ λ. ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 36Α· - ὡσαύτως μετ’ αἰτ. πράγμ., διά τι πρᾶγμα λυποῦμαι, Σοφ. Αἴ. 1086· πρός τι Θουκ. 2. 64, Πλάτ. Πολ. 585Α· διά τι Πλάτ. Φίληβ. 52Β· ἐπί τινι Ξεν. Ἀπομν. 3. 9, 8· περί τινος Πλάτ. Πρωτ. 354D· μετὰ μετοχ., λυπεῖ... ἐστερημένη Εὐρ. Μήδ. 286· ἐλυπεῖτο ὁρῶν Δημ. 301. 3· - ἀπολ., αἰσθάνομαι πόνον, θλῖψιν, Εὐρ. Ἴων 632, κτλ.· τὸ λυπούμενον, = ἡ λύπη, Πλάτ. Νόμ. 689Α.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. λυπήσω, ao. inus., pf. λελύπηκα;
1 chagriner, affliger : τινα qqn ; ἐλύπει αὐτὸν ἡ χώρα πορθουμένη XÉN ce qui le chagrinait, c’était de voir le pays dévasté ; Pass. être chagriné, affligé, ennuyé ; avec un part. : ἐλυπεῖτο ὁρῶν DÉM il s’affligeait de voir;
2 vexer, taquiner;
3 incommoder, gêner : ὁ θώραξ λυπεῖ XÉN la cuirasse incommode par son poids ; τινα gêner qqn;
4 inquiéter, harceler (un ennemi).
Étymologie: λύπη.
English (Strong)
from λύπη; to distress; reflexively or passively, to be sad: cause grief, grieve, be in heaviness, (be) sorrow(-ful), be (make) sorry.
English (Thayer)
λυπῶ; 1st aorist ἐλύπησα; pf λελύπηκα; passive, present λιποῦμαι; 1st aorist ἐλυπήθην; future λυπηθήσομαι; (λύπη); (fr, Hesiod down); to make sorrowful; to affect with sadness, cause grief; to throw into sorrow: τινα, ἀδημονεῖν, χαίρειν, κατά Θεόν, in a manner acceptable to God (cf. Winer's Grammar, 402 (375)), to grieve, offend: τό πνεῦμα τό ἅγιον, πνεῦμα, 4a. at the end); to make one uneasy, cause him a scruple, συλλυπέω. Synonym: see θρηνέω, at the end.)
Greek Monotonic
λῡπέω: μέλ. λυπήσω,
I. 1. προξενώ λύπη, πόνο, θλίψη, ενόχληση, σε Ηρόδ., Τραγ., κ.λπ.· ἡ θώραξ λυπεῖ, προκαλεί πόνο, ενοχλεί από το βάρος της, σε Ξεν.· απόλ., προξενώ πόνο ή λύπη, σε Σοφ.
2. λέγεται για τους επιδρομείς, ενοχλώ, εξαντλώ το στράτευμα από τις συνεχείς επιθέσεις, σε Ηρόδ., Θουκ., κ.λπ.
II. Παθ. με Μέσ. μέλ., έχω πόνο, λύπη, θλίψη, δυσαρεστούμαι, θλίβομαι, σε Θέογν., κ.λπ.· μὴλυπέο, μη λυπάσαι, μην πικραίνεσαι, σε Ηρόδ.· με σύστ. αιτ., λύπας λυπείσθαι, σε Πλάτ.· επίσης, με αιτ. πράγμ., λυπάμαι για κάτι, σε Σοφ.· απόλ., αισθάνομαι πόνο, πονώ, σε Ευρ., κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
λῡπέω:
1) беспокоить, стеснять, тяготить (ἡ θώραξ λυπεῖ Xen.);
2) воен. беспокоить набегами (τὴν Λακωνικήν Thuc.);
3) препятствовать, мешать (οὐδὲν ἐλύπησεν ὥστε μή … Xen.);
4) дразнить, поддразнивать (ὑπό τινος λυπούμενος Lys.);
5) теснить, преследовать (τοὺς Ἓλληνας Her.);
6) изводить, мучить, донимать: ταὐτὰ ταῦτα λυποῦντες, ἅπερ ἐγὼ ὑμᾶς ἐλύπουν Plat. донимая (их) так же, как я вас донимал;
7) огорчать, удручать, терзать (ἐλύπει αὐτὸν ἡ χώρα πορθουμένη Xen.); med.-pass. огорчаться (μὴ λυπέεο Her.; ἐλυπήθη ὁ βασιλεύς NT): ἐλυπεῖτο ὁρῶν Dem. ему тяжело было видеть.
Middle Liddell
I. to give pain to, to pain, distress, grieve, vex, annoy, Hdt., Trag., etc.; ἡ θώραξ λ. distresses by its weight, Xen.:—absol. to cause pain or grief, Soph.
2. of marauders, to harass, annoy by constant attacks, Hdt., Thuc., etc.
II. Pass. with fut. mid. to be pained, grieved, distressed, Theogn., etc.; μὴ λυπέεο be not distressed, Hdt.:—c. acc. cogn., λύπας λυπεῖσθαι Plat.:—also c. acc. rei, to grieve about a thing, Soph.:—absol. to feel pain, Eur., etc.
Chinese
原文音譯:lupšw 呂胚哦
詞類次數:動詞(26)
原文字根:悲哀 相當於: (יָרַע) (עָצַב)
字義溯源:憂愁,悲痛,悲傷,擔憂,哀痛,憂傷,悲哀;源自(λύπη)*=悲傷)。參讀 (θρηνέω)同義字
出現次數:總共(26);太(6);可(2);約(2);羅(1);林後(12);弗(1);帖前(1);彼前(1)
譯字彙編:
1) 憂愁(8) 太14:9; 太18:31; 太26:37; 約21:17; 羅14:15; 林後2:2; 林後6:10; 林後7:8;
2) 你們憂愁(2) 林後2:4; 林後7:9;
3) 他們⋯憂愁(2) 太17:23; 太26:22;
4) 你們憂傷(1) 帖前4:13;
5) 你們⋯憂愁(1) 林後7:9;
6) 我⋯憂愁(1) 林後7:8;
7) 有憂愁(1) 彼前1:6;
8) 擔憂(1) 弗4:30;
9) 他⋯憂愁(1) 林後2:5;
10) 你們憂愁了(1) 林後7:9;
11) 憂愁的(1) 可10:22;
12) 就憂憂愁愁的(1) 太19:22;
13) 憂愁起來(1) 可14:19;
14) 將要憂愁(1) 約16:20;
15) 叫人憂愁(1) 林後2:5;
16) 受憂愁(1) 林後2:2;
17) 而憂愁(1) 林後7:11