πνεύμων
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
A v. πλεύμων.
German (Pape)
[Seite 640] ονος, ὁ (pulmo), ältere Form für πλεύμων, vgl. Lob. Phryn. p. 305, die Lunge, als Werkzeug des Athemholens; Il. 4, 528. 20, 486; ἱππικῶν ἐκ πνευμόνων, Aesch. Spt. 61; πνεῦμ' ἀνεὶς ἐκ πνευμόνων, Eur. Or. 277, vgl. Herc. Fur. 1093; Soph. Trach. 564; auch übertr., ὡς σπαραγμὸς αὐτοῦ πνευμόνων ἀνθήψατο, Trach. 775, drang ins Innere, in die Eingeweide; auch Sp., πνεύμονα τέγξατε Βάκχῳ, Philodem. 22 (XI, 34). – Eine Art Molluske, Seelunge, Plat. Phil. 21 c Arist. H. A. 5, 15.
Greek (Liddell-Scott)
πνεύμων: ἢ πλεύμων, ονος, ὁ, (περὶ τοῦ τύπου καὶ τῆς ἐτυμολογίας ἴδε ἐν τέλει)· ― ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «φλεμόνι», πάγη δ’ ἐν πλεύμονι χαλκὸς Ἰλ. Δ. 428, Υ. 486· τέγγε πνεύμονα Ϝοίνω Ἀλκαῖ. 39· ὁ τῶν πνευμάτων τῷ σώματι ταμίας ὁ πλεύμων Πλάτ. Τίμ. 70 C, Ἀριστ. π. 10, 6· ― ἀλλὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἀρχίλ. 8. 5, Αἰσχύλ. Θήβ. 61, Σοφ. Τρ. 567, κτλ.· πνεῦμ’ ἀνεὶς ἐκ πνευμόνων Εὐρ. Ὀρ. 277· ἐθεωροῦντο δὲ οἱ πνεύμονες ὡς τὰ ζωτικώτατα μέρη τοῦ σώματος, σπαραγμός… πλευμόνων ἀνθήψατο Σοφ. Τρ. 778, πρβλ. Ἀριστοφ. Λυσ. 367, Βάτρ. 475, 829· παρίστανται ὡς ἕδρα τοῦ ἔρωτος, Σοφ. Ἀποσπ. 678, 15, πρβλ. Meineke εἰς Κωμικ. 4. σ. 660. (Οἱ γραμμ. διαφωνοῦσιν ὡς πρὸς τοὺς τύπους· ὁ πλεύμων ὡς Ὁμηρικὸν καὶ παλαιότατον· οὗτος ἦτο ὡσαύτως ὁ γνήσιος Ἀττ. τύπος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 1069, Εὐστ. ἔνθ’ ἀνωτ., Μοῖρ., κλπ.· εὕρηται ἐν τοῖς ἀρίστοις Ἀντιγράφ. τοῦ Αἰσχύλ. ἐν Θήβ. 61, Σοφ. Τρ. 567, ὡς καὶ παρ’ Ἀριστοφ., Πλάτ., καὶ Ἀριστ.: ὡσαύτως συμφωνεῖ πρὸς τὸν Λατ. τύπον pulmo, Σλαυ. plusta (οὐδ. πληθ.), Λιθ. plauczei (πληθ.)· Ἐντεῦθεν συμπεραίνουσιν ὅτι ὁ ἀρχικὸς τύπος εἶναι πλεύμων, καὶ ὅτι παράγεται ἐκ τῆς √ΠΛΕϜ, πλέω (ἐπιπλέω) ὡς ἐκ τῆς ἐλαφρᾶς συστάσεως τῶν πνευμόνων καὶ ὅτι ὕστερον παρεισῆλθεν ὁ τύπος πνεύμων, ὅστις καὶ προσηρμόσθη εἰς ὑποθετικὴν ἐτυμολογίαν ἐκ τῆς √ΠΝΥ, πνέω, ἣν ὑπέδειξεν ὁ Ἀριστ. ἐν τῷ περὶ Ἀναπνοῆς 10, 6, «ἔοικε δὲ καὶ τοὔνομα εἰληφέναι πνεύμων διὰ τὴν πνεύματος ὑποδοχήν», ἴδε Sylb. εἰς Ἐτυμολ. Μέγ. 677, 31, Curt. Gr. Et. ἀρ. 370).
French (Bailly abrégé)
ονος (ὁ) :
poumon.
Étymologie: R. Πνυ, souffler, πνεύ-, πνεϜ- ; cf. πνεῦμα, lat. pulmo = πλεύμων.
English (Autenrieth)
ονος: lung. (Il.)
Spanish
Greek Monolingual
-όνος, ο, ΝΜΑ, και πνεύμονας και πλεμόνι Ν, και πλεύμων Α
στον πληθ. οι πνεύμονες
(ανατ.-φυσιολ.-ιατρ.) τυπική δομή τών σπονδυλοζώων, ζεύγος οργάνων της θωρακικής κοιλότητας στα οποία γίνεται η ανταλλαγή τών αερίων μεταξύ του οργανισμού (του αίματος) και του εξωτερικού περιβάλλοντος (του αναπνεόμενου αέρα)
νεοελλ.
1. (συγκριτ. ανατ.) ονομασία ειδικών θυλακοειδών οργάνων ορισμένων ολοθουρίων στα οποία το νερό εισέρχεται από την έδρα, παραμένει στο ορθό και κατόπιν αποβάλλεται εναλλακτικά, λειτουργία η οποία είναι αναπνευστική, απεκκριτική και στηρικτική του σώματος
2. μτφ. πηγή ζωής, καθαρού αέρα και χώρος όπου ο άνθρωπος μπορεί να έλθει σε επαφή με τη φύση («ο εθνικός κήπος είναι σχεδόν ο μοναδικός πνεύμονας της Αθήνας»)
3. φρ. «πνεύμονας αγρότη»
ιατρ. πνευμονική αλλεργιοπάθεια
αρχ.
η έδρα τών ερωτικών ορμών και επιθυμιών («Διὸς τυραννεῑ πλευμόνων», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονομασία μέλους του σώματος, η οποία απαντά με ποικίλες μορφές στις διάφορες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. Ο αρχικός τ. της λ. στην Ελληνική είναι ο τ. πλεύμων, ενώ ο τ. πνεύμων, ο οποίος και επικράτησε, σχηματίστηκε κατ' επίδραση της λ. πνεῦμα. Η λ. πλεύμων (< ΙΕ τ. pleumon) ανάγεται στη ρίζα pleu- «επιπλέω, κολυμπώ» του ρ. πλέω (με επίθημα -μων, πρβλ. ελεή-μων), λόγω του ότι οι πνεύμονες επιπλέουν στο νερό. Από μορφολογική άποψη πιο κοντά στον ελλ. τ. είναι το αρχ. ινδ. kloman- «δεξιός πνεύμονας» (με ανομοιωτική τροπή του -ρ- σε -k-) και επίσης το λατ. pulmo (< plumo), το οποίο εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας pleu- (πρβλ. γαλλ. poumon). Τέλος, στην ίδια ρίζα αλλά με διαφορετικό επίθημα (IE pleu-tio) ανάγονται τ., όπως τα αρχ. πρωσ. plauti, λιθουαν. plaūčiai, αρχ. σλαβ. pljušta. Ο νεοελλ. τ. πλεμόνι < πνευμόν-ιον (ανομοιωτικά), με αποβολή της διφθόγγου -ευ- πριν από -μ- (πρβλ. πλεμάτι < πλεγμάτ-ιον).
ΠΑΡ. πνευμονία, πνευμονικός
αρχ.
πλευμονία, πνευμονίας, πνευμόνιον, πνευμονίς
νεοελλ.
πνευμονίτιδα].
Greek Monotonic
πνεύμων: στους μεταγεν. Αττ., πλεύμων, -ονος, ὁ (πνέω), το όργανο της αναπνοής, οι πνεύμονες, Λατ. pulmo, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.· κυρίως στον πληθ., σε Τραγ.· πνεῦμ' ἀνεὶς ἐκ πλευμόνων, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
πνεύμων: ион.-атт. πλεύμων, ονος ὁ преимущ. pl.
1) легкие Hom., Aesch., Arst., Plat.;
2) внутренности Soph.;
3) «легкое» (род моллюска) Plat., Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πνεύμων -ονος, ὁ zie πλεύμων.
Frisk Etymological English
Meaning: lung
See also: s. πλεύμων.
Middle Liddell
πνεύμων, ιν λατερ αττιξ πλεύμων, ονος, ὁ, πνέω
the organ of breathing, the lungs, Lat. pulmo, Il., Plat.: mostly in pl., Trag.; πνεῦμ' ἀνεὶς ἐκ πλευμόνων Eur.
Frisk Etymology German
πνεύμων: {pneúmōn}
Meaning: Lunge
See also: s. πλεύμων.
Page 2,566