εὐτονία
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.
English (LSJ)
ἡ, A tension, vigour, vigor, D.S.5.39; εὐτονία σκελῶν ib.34: especially in Stoic philos. (cf. τόνος), Chrysipp.Stoic.2.146, etc.; ὁ ἐν τῇ ψυχῇ τόνος λέγεται ὡς εὐτονία καὶ ἀτονία ib. 3.123, cf. Phld.Ir.p.69 W.; εὐτονία ψυχῆς, of courage, Stoic.3.66, cf. 73: generally, vigour of character, Plu.Phoc.3, 2.456f, BGU786ii 1 (ii A.D.); also, vigour of style, D.H.Vett.Cens.2.3, Hermog.Id.1.11, Aps.p.282 H. b Medic., tension, Ruf.Sat.Gon.46 (pl.); also μαλθακὴ εὐτονία gentle force, Hp.Ep.15. c elasticity, Ph.Bel.71.33.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
forte tension, effort soutenu, vigueur.
Étymologie: εὔτονος.
Greek (Liddell-Scott)
εὐτονία: ἡ, ἡ κατάστασις τοῦ καλῶς ἐντεταμένου, ἔντασις, ἰσχύς, ῥώμη, δύναμις, εὐκαμψία, Ἱππ. Ἐπιστ. 1277· ὄρχησίν τινα κούφην καὶ περιέχουσαν πολλὴν εὐτονίαν σκελῶν Διόδ. 5. 34· ἐπὶ ὕφους, Διον. Ἁλ. τῶν Ἀρχαίων Κρίσις 2. 3· ἐπὶ χαρακτῆρος, Πλούτ. 2. 156C. - Καθ’ Ἡσύχ.: «εὐτονία. ἀνεξικακία. καρτερία· ὑπομονή».
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐτονία) εύτονος
σφρίγος, ζωηρότητα, δυναμικότητα, ισχύς, ρώμη
νεοελλ.
ιατρ. η υγιής και άρτια κατάσταση τών μυών του σώματος, η σωματική ευεξία
μσν.
η διάθεση για εργασία και δράση
αρχ.
1. (ως ειδικός όρος στη φιλοσ. τών Στωϊκών) ο τόνος, η ενεργός δύναμη που ενυπάρχει στη φύση και στην ψυχή
2. (για χαρακτήρα) η σταθερότητα, η καρτερία
3. (κατά τον Ησύχ.) «ανεξικακία, καρτερία, υπομονή»
4. (για ύφος) σθεναρότητα, δύναμη
5. ελαστικότητα, ευκαμψία.
Russian (Dvoretsky)
εὐτονία: ἡ сила, напряжение, упругость (σκελῶν Diod.; πνεύματος Plut.).