ἐξαίρετος
πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip
English (LSJ)
(Not to be confused with ἐξαιρετός = able to be removed)
ἐξαίρετον, taken out, and so,
1 picked out, chosen, choice, κοῦροι Ἰθάκης ἐξαίρετοι Od.4.643; γυναῖκες Il.2.227; ἕνα ἐ. ἀποκρίνειν Hdt.6.130; especially of booty and things given as a special honour, not assigned by lot, χρημάτων ἐ. ἄνθος A.Ag.954; δώρημα Id.Eu.402, etc.; ἐ. τι ἐκτῆσθαι Hdt.8.140.β; ἐ. οἰκόπεδον SIG 141.5 (Issa, iv B. C.); διδόναι X.Cyr.8.4.29; δίδοσθαι Hdt.2.98, 3.84.
2 excepted, ἐ. τίθημι τὴν ἀκουσίαν S.Fr.746; ποιεῖσθαι Th.3.68, cf. D.40.14; ἐ. μοι δὸς τόδ' E.IT755; οὐδ' ἐστὶν ἐ. ὥρα τις ἣν διαλείπει D.9.50, cf. D.H.6.50; τριήρεις ἑκατὸν ἐξαιρέτους ἐψηφισάμεθα εἶναι to be set apart for special service, And.3.7; χίλια τάλαντα ἐ. ποιήσασθαι Th.2.24.
3 special, singular, remarkable, ἐ. μόχθος Pi.P. 2.30; οὐδὲν ἐ. οὐδ' ἴδιον πεποίημαι D.18.281; ἐ. αὑτῷ τυραννίδα περιποιεῖσθαι Aeschin.3.89; βασιλείαν ἐ. αὑτοῖς παρ' ἐκείνων ἔλαβον Isoc. 6.20; στρατηγία ἐξαίρετος = extraordinary praetorship, Plu.Cat.Mi.39; τούτῳ μόνῳ ἐξαίρετόν ἐστι ποιεῖν ὅτι ἂν βούληται he alone has the special privilege.., Lys.10.3, cf. D.19.247; κατ' ἐξαίρετον specially, POxy.907.10 (iii A. D.), etc.; par excellence, Eustr.in EN348.1; ἐ. τινος peculiar to, Jul. Or.1.5c; ἰδιότητος Procl.Inst.21.
III ἐξαίρετα, τά, = ἀναλώματα, Ath.Mitt.13.249 (CR40.18), Heberdey-Wilhelm Reisen in Kilikien p.161.
IV Adv. ἐξαιρέτως = specially, φίλανδρος IG12(7).395.14 (Amorgos), cf. Plu.2.667f, POxy.1675.6, etc.; in a special degree, Arr. Epict.1.6.12; ὃν ἐ. τῶν φίλων στέργω BMus.Inscr.481*.393 (Ephesus, ii A. D.); exclusively, characteristically, A.D.Synt.194.1; for choice, for preference, PMag.Lond.121.652.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [edd. frec. acent. ἐξαιρετός]
I 1puesto aparte, seleccionado, selecto, escogido frec. de cautivos, botín γυναῖκες Il.2.227, Κασσάνδραν E.Tr.249, cf. D.H.4.1, Str.8.5.4, πολλῶν χρημάτων ἐξαίρετον ἄνθος de Casandra, A.A.954, δώρημα A.Eu.402, γέρας E.Andr.14, cf. D.19.247, D.S.5.45, Ph.1.279, Paus.7.17.13, προφῆτις ... ἐξαίρετος entre las mujeres de Delfos, E.Io 1323, de compañeros de expedición κοῦροι Od.4.643, περὶ ὧν ἐ. ἡ βουλὴ φύλαξ ... τέτακται D.20.157, de tierras y propiedades, frec. conquistadas ἄρουραι Hdt.2.141, 168, γῆ X.Lac.15.3, χώρα D.H.3.1, D.C.38.1.4, cf. App.Pun.106
•en constr. pred. ἡ ... Ἄνθυλλα ἐοῦσα λογίμη πόλις ... ἐ. δίδοται τοῦ ... βασιλεύοντος τῇ γυναικί Hdt.2.98, cf. 6.130, ἐγὼ δὲ τάσδε, Τρωιάδος χθονὸς ἐξαίρετ', ... κέκτημαι yo tengo a éstas, botín escogido de la tierra troyana ref. a las esclavas, E.El.1002, ἔρως en un doble sent. ref. Casandra, E.Tr.414 ἐξαίρετα λαβεῖν καὶ ἵππους καὶ ζεύγη X.An.7.8.23, κατὰ τὴν διαίρεσιν ἐξαίρετον ποιησάμενοι τὴν Κορινθίαν D.S.7.9, cf. I.AI 4.166.
2 excepcional, extraordinario, descollante Χαρίτων ... κᾶπος Pi.O.9.26, ἀγών Pi.O.10.24, μόχθος Pi.P.2.30, ποινή Pi.N.1.70, ἐν τοῖσι ἀγῶσι ... προεδρίας ἐξαιρέτους Hdt.6.57, de abstr. τιμή Isoc.4.94, τεμένη Pl.Lg.738d, διαιρέσεις ref. las musicales, Aristox.Harm.62.17, δωρεά IG 22.1091.9 (II d.C.), νοῦς Ph.1.15, ἐξαίρετον ἔχει λόγον παρὰ τοὺς ἐν δεκάδι πάντας ἀριθμούς tiene un lugar excepcional entre todos los números de la decena Ph.1.23, cf. 337, 2.322, ἀπαρχή I.AI 5.26, εὐνομία I.BI 1.403, φιλία PHarris 63.6 (II d.C.), cf. App.BC 3.88, Gal.3.256, Origenes Cels.5.42, δύναμις Ruf.Interrog.63, χάρις Plu.Cor.10, de pers. στρατηγός App.Pun.60, ἱερεύς Iust.Phil.Dial.118.2, φίλος Charito 1.5.2
•neutr. subst. c. gen. τὸ ... ἐξαίρετόν σοι τῆς συμβουλῆς τοῦτό ἐστιν Luc.Rh.Pr.3, cf. Origenes Cels.3.57
•op. a ἴδιος: οὐδὲν ἐξαίρετον οὐδ' ἴδιον πεποίημαι no he hecho nada excepcional o particular D.18.281, cf. Ph.1.521, D.Chr.75.4, Theol.Ar.15, Luc.Salt.65, D.C.42.19.4
•en el giro τὸ ἴδιον ἐξαίρετον Gal.1.659, 5.872, 9.234, τὰ ... χείλη φύσιν ἴδιαν ἐξαίρετον ἔχει Gal.2.431, ἰδικώτερον καὶ κατ' ἐξαίρετον Ath.299d
•en constr. pred. τὴν βασιλείαν ἐξαίρετον αὑτοῖς παρ' ἐκείνων ἔλαβον Isoc.6.20, τινα πτῆσιν ... ἐπέτοντο ἐξαίρετον Str.7.fr.1, ἵνα τὴν διαβολὴν μὴ ἐξαίρετον ἔχοιεν οἱ Ἀννίβου φίλοι para que los partidarios de Aníbal no soportaran una acusación especial App.Syr.8, τί οὖν ἐξαίρετον ἔχεις; Arr.Epict.3.1.25, cf. 4.11.27.
3 especial, particular, propio φύσις Ruf.Interrog.23, τοῦτο γὰρ ἐξαίρετον μόν<αι> αἱ ἀσπίδες ἔχουσιν Philum.Ven.24.2, αὐταῖς (γυναιξίν) ἐξαίρετον ὑπάρχει μόριον ἡ μήτρα Gal.17(1).158, σύνταξις A.D.Synt.83.21, cf. D.Chr.38.31, 39, Dion.Ar.EH 111.5
•c. gen. τὸ ὑγιάζειν ... ἐξαίρετον γίνεσθαι τοῦ τεχνίτου el proporcionar salud es propio del especialista S.E.M.11.204.
4 puesto aparte, reservado en constr. pred. o como atributo χίλια τάλαντα ... ἔδοξεν αὐτοῖς ἐξαίρετα ποιησαμένοις ... μὴ ἀναλοῦν Th.2.24, τριήρεις ... ἐξαιρέτους ἐποιήσαντο Th.2.24, cf. And.3.7, οἰκία ἐξαίρετος πρὸς τῷ τρίτῳ μέρει τοῦ κλήρου una casa que va aparte de su tercio de sucesión Is.5.29, χίλια τάλαντα ... ἐξαίρετα εἶναι τῷ δήμῳ And.3.7, cf. D.23.181, Anaximen.Rh.1425b22, de naves especiales, como la «Salaminia» IG 22.1612.39, 1611.157 (IV a.C.), c. κατά en giro adv. ὥς τις κατ' ἐξαίρετον λόγος μέμνηται como menciona un tratado especialmente dedicado Ph.1.114.
5 excepcional, como excepción gener. en constr. pred. o como atributo ἐξαίρετόν μοι δὸς τόδ' concédeme esto como excepción E.IT 755, ἐξαίρετον τίθημι τὴν ἀκουσίαν S.Fr.746, τούτῳ μόνῳ Ἀθηναίων ἐξαίρετόν ἐστι καὶ ποιεῖν καὶ λέγειν ... ὅ τι ἂν βούληται Lys.10.3, ἐξαίρετον δ' ἔλαβον οἱ Καρχηδόνιοι τὴν τῶν Σελινουντίων πόλιν D.S.15.17, μόνην ἐξαίρετον λαβεῖν τὴν τοῦ σώματος ἀσφάλειαν obtener sólo y como excepción la seguridad de su persona D.S.19.50, μηδένα χρόνον ἐξαίρετον πεποιῆσθαι <τοῦ> πρὸς ἡμᾶς πολέμου D.H.6.50, cf. 8.25, ἐκ κακῶν οὐκ ἐξαίρετοι ἔσονται LXX Ib.5.5
•c. ποιεῖσθαι: (ἕνα ἕκαστον) ἀπέκτεινον καὶ ἐξαίρετον ἐποιήσαντο οὐδένα mataron a cada uno, y no hicieron excepciones Th.3.68, τὴν οἰκίαν καὶ τοὺς παῖδας ... ἐξαιρέτους ἐποιησάμεθα D.40.14
•como trad. de lat. extraordinarius ἐψηφίσατο τῷ Κάτωνι στρατηγίαν ἐξαίρετον δοθῆναι Plu.Cat.Mi.39.
6 diferenciado, distinguido τὰς νήσους ... ἐξαιρέτους ποιοῦσιν ref. a los geógrafos, Arist.Mu.394a3, ἐξαίρετα θεωρήματα ἐπὶ τῶν στερεῶν εἰσι δέκα οὕτως Hero Def.133.2.
II neutr. subst. gener. plu. τὰ ἐξαίρετα
1 partes reservadas, porciones apartadas para el sacerdote en el sacrificio CID 1.7.24 (V a.C.).
2 pagos extra, gratificación especial en especie, complementaria del pago de la renta en metálico παραδώσουσιν δὲ καὶ ἐξαίρετα παρὲκ τοῦ φόρου φοινικῶνος καρπόν PTeb.815.5.42 (II a.C.), τὰ δὲ κατ' ἐνιαυτὸν ἐξαίρετα PPhrur.Diosk.18.34 (II a.C.), cf. BGU 591.20, PHamb.5.17 (ambos I d.C.), BGU 603.17, SB 15835.1 (ambos II d.C.).
3 dinero, fondos considerados como ingresos ἐκ τῶν ἰδίων ἐξερέτων (sic) ἔστησαν μνήμης χάριν MAMA 1.59 (Frigia III d.C.)
•como gastos o costes τάδε ἔλαχεν τῷ Μαρίωνι τὰ ἐξέρετα (sic) MAMA 1.58 (Frigia III d.C.).
III adv. ἐξαιρέτως
1 de forma excepcional o destacada, especialmente, de forma sobresaliente πληθύνει ... ἐ. ... ἐν τῇ Καππαδοκίᾳ Cyran.1.14.8, βουλόμενος ἐ. ὑμέτερος εἶναι Ap.Ty.Ep.13, ἐξαιρέτους τοῖς ἐξαιρέτως πεπιστευκόσιν ἀπονείμας τιμάς Clem.Al.Strom.7.2.7, ἐ. τετειμημένη δωρεαῖς IG 22.3299.6 (II d.C.), cf. Hom.Clem.2.25, Erot.3.5, I.AI 1.10, Plu.2.262a, Ptol.Alm.1.1, Tetr.3.10.4, Artem.1.58, Vett.Val.177.17, TAM 5.1352 (Magnesia junto al Sípilo, crist.?), Origenes Cels.8.69, Charito 4.4.3, Iambl.VP 14, c. un adj. ἐξαιρέτως φίλανδρος IG 12(7).395.14 (Amorgos, imper.).
2 propiamente, especialmente ἀορτὴν δὲ Ἀριστοτέλης ἐξαιρέτως τὴν διὰ τῆς ῥάχεως ἀρτηρίαν ὀνομάζει Ruf.Onom.209, cf. Demetr.Eloc.125, Plu.2.667f, Gal.2.394, Clem.Al.Strom.6.1.3, POxy.3394.4 (IV d.C.).
3 exclusivamente, especialmente ὃ γὰρ πέπονθεν ἕκαστος, αὐτὸς ἐ. οἶδεν Ph.1.332, κηδεμὼν ... τοῦ τάγματος ἐξαιρέτως τῶν ξένων ἀποδείκνυται I.BI 2.125, cf. Gal.3.173.
4 excepcionalmente, como excepción ἄμυδις καὶ ἐξαιρέτως τρίτην ἀπὸ τέλους ἔχει τὴν ὀξεῖαν Hdn.Gr.1.541, cf. 2.95.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
mis de côté :
1 choisi, de choix, distingué, remarquable;
2 excepté : τινα ἐξαίρετον ποιεῖσθαι THC excepter qqn ; en parl. de choses exceptionnel, spécial, extraordinaire;
3 mis en réserve;
4 avec idée de temps différé.
Étymologie: ἐξαιρέω.
German (Pape)
[Seite 863] 1) ausgenommen; ἐξαίρετόν τινα ποιεῖσθαι, Einen ausnehmen, Thuc. 3, 68; Plat. Ep. II, 310 e; τούτῳ μόνῳ Ἀθηναίων ἐξαίρετόν ἐστιν καὶ ποιεῖν καὶ λέγειν ὅ τι ἂν βούληται, er darf ausnahmsweise allein thun, was er will, Lys. 10, 3; Dem. 40, 14 u. Sp.; χρόνον μηδένα ἐξαίρετον ποιεῖσθαι τοῦ πολέμου, den Krieg zu keiner Zeit aussetzen, D. Hal. 6, 50. Bes. – 2) ausgewählt, auserlesen, mit der Nebenbdtg des Vorzüglichen; κοῦροι Ἰθάκης ἐξαίρετοι Od. 4, 643, γυναῖκες, auserwählte, Il. 2, 227; πολλῶν χρημάτων ἐξαίρετον ἄνθος Aesch. Ag. 928, δώρημα Eum. 380; oft bei Pind. u. Folgdn; τιμαί Isocr. 4, 94; πρώτοις ἐξαίρετα τεμένη ἀποδοτέον Plat. Legg. V, 738 d. – Für einen bestimmten Zweck ausgewählt u. bestimmt, χίλια τάλαντα εἰς τὴν ἀκρόπολιν ἀνηνέγκαμεν καὶ νόμῳ κατεκλείσαμεν ἐξαίρετα εἶναι τῷ δήμῳ – καὶ τριήρεις ἑκατὸν ἐξαιρέτους ἐψηφισάμεθα εἶναι Andoc. 3, 7, sie sollten von dem gewöhnlichen Dienst ausgenommen und für besondere Staatszwecke aufbewahrt bleiben; vgl. Thuc. 2, 24; – στρατηγία ἐξαίρετος, praetura extraordinaria, Plut. Cat. mai. 39; – ἐξαιρέτως, vorzugsweise, Luc. u. a. Sp. – Man unterscheidet ἐξαιρετός, herausnehmbar, Her. 2, 121.
Russian (Dvoretsky)
ἐξαίρετος:
1 отложенный в сторону, выделенный (χρήματα Thuc.): ἐξαίρετον ποιήσασθαί τινα Dem. выделить кого-л. особо; μόνῳ τινὶ ἐξαίρετόν ἐστι ποιεῖν τι Lys. кому-л. одному предоставлено исключительное право делать что-л.;
2 исключенный, особый: ἐξαιρετον ποιήσασθαι οὐδένα Thuc. ни для кого не делать исключения; στρατηγία ἐξαίρετος Plut. (лат. praetura extraordinaria или extra ordinem) чрезвычайная претура (т. е. представляемая в изъятие из действующих законов о возрастном цензе и т. п.);
3 избранный, отборный, лучший (κοῦροι Ἰθάκης Hom.; κᾶπος Pind.; δώρημα Aesch.; τιμαί Isocr.);
4 исключительный, особенный (μόχθος Pind.);
5 особо выделенный, т. е. посвященный (τοῖς θεοῖς Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαίρετος: -ον, ὃν ἐκλέγων χωρίζει τις ἐξ ἄλλων, καὶ ἑπομένως, 1) ἐπίλεκτος, «διαλεκτός», ἐκλεκτός, Λατ. eximius, Ἰθάκης ἐξαίρετοι κοῦροι, ἦ ἑοὶ αὐτοῦ θῆτές τε δμῶές τε; Ὀδ. Δ. 643˙ γυναῖκες... ἐξαίρετοι Ἰλ. Β. 227˙ ἕνα ἐξ. ἀποκρίνειν Ἡρόδ. 6. 130˙ - ἰδίως ἐπὶ λείας καὶ πραγμάτων διδομένων ὡς τεκμήριον ἰδιαζούσης τιμῆς, μὴ ἀπονεμόμενος διὰ κλήρου, πολλῶν χρημάτων ἐξαίρετον ἄνθος Αἰσχύλ. Ἀγ. 954˙ δώρημα ὁ αὐτ. Εὐμ. 402. κτλ.˙ οὕτως, ἐξ. τι διδόναι (ἴδε ἐξαιρέω ΙΙ), Ἡρόδ. 2. 98., 3. 84˙ ἐξ. τι ἐκτῆσθαι ὁ αὐτ. 8. 140, 2˙ λαμβάνειν Ξεν. Κύρ. 4, 29, κτλ. 2) ἐξῃρημένος, ἐξαίρετον τιθέναι τινά, ἐξαιρεῖν αὐτόν, Σοφ. Ἀποσπ. 822˙ ποιεῖσθαι Θουκ. 3. 68˙ δοῦναι Εὐρ. Ι. Τ. 755Ϗ οὐδ’ ἐστὶν ἐξ. ὥρα τις ἥν διαλείπει Δημ. 124. 4, πρβλ. Διον. Ἁλ. 6. 50˙ τριήρεις ἑκατὸν ἐξαιρέτους ἐψηφισάμεθα εἶναι, νὰ εἶναι κεχωρισμέναι πρὸς ἰδιαιτέραν χρῆσιν, Ἀνδοκ. 24. 21, πρβλ. Θουκ. 2. 24. 3) ἐξαιρετικός, οὐχὶ ὁ τυχών, οὐχὶ συνήθης, τάχα δὲ παθὼν ἐοικότ’ ἀνὴρ ἐξαίρετον ἕλε μόχθον, ἀλλὰ ταχέως ἔπαθεν ὁ ἀνὴρ ὅ,τι τῷ ἔπρεπε, κολασθεὶς δι’ ἐξαιρετικῆς τιμωρίας, περὶ τοῦ Ἰξίονος, ὅστις προσεδέθη ὑπὸ τοῦ Διὸς ἐπὶ ἀειδινήτου τροχοῦ, Πίνδ. Π. 2, 54˙ οὐδὲν ἐξ. οὐδὲ ἴδιον πεποίημαι Δημ. 319. 21˙ ἐξ. τῷ δήμῳ Ἀνδοκ. 24. 19˙ ἐξ. αὐτῷ τυραννίδα περιποιεῖσθαι Αἰσχίν. 66. 23, πρβλ. Ἰσοκρ. 120 Α˙ στρατηγία ἐξ., ἔκτακτος στρατ., Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 39˙ τούτῳ μόνῳ ἐξαίρετόν ἐστι ποιεῖν ὅ τι ἂν βούληται, οὗτος μόνος ἔχει τὸ ἐξαιρετικὸν προνόμιον νὰ πράττῃ ὅ τι ἂν θέλῃ, Λυσ. 116. 26, πρβλ. Δημ. 631. 7. - Ἐπίρρ. ἐξαιρέτως, ἐξαιρετικῶς, ἰδίως, πρὸ πάντων, Πλούτ. 2. 667F, κτλ., πρβλ. ἐξαιρέω ΙΙ.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐξαίρετος, -ον) εξαιρώ
1. εκλεκτός, διαλεχτός («εξαίρετος δάσκαλος, φίλος», «πολλαὶ δὲ γυναῖκές εἰσὶν ἐνὶ κλισίῃς ἐξαίρετοι», Ομ. Ιλ.)
2. όχι συνηθισμένος ή τυχαίος («μετ' εξαίρετου τιμής, υπολήψεως», «ἐξαίρετον ἕλε μόχθον»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐξαίρετον
ό,τι δίδεται στον επιζώντα σύζυγο εκτός της κληρονομικής του μερίδας σε περίπτωση «διαδοχής εξ αδιαθέτου»
αρχ.
1. διαφορετικός
2. αυτός που εξαιρείται («ἀπέκτεινον και ἐξαίρετον ἐποιήσαντο οὐδένα», Θουκ.)
3. αυτός που αποχωρίζεται, ξεχωρίζεται για ορισμένο σκοπό («καὶ χίλια τάλαντα ἀπὸ τῶν ἐν τῇ ἀκροπόλει χρημάτων ἔδοξεν αύτοῖς ἐξαίρετα ποιησαμένους χωρὶς θέσθαι», Θουκ.)
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐξαίρετον
α) διακριτικό σημάδι
β) ξεχωριστός χαρακτήρας
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐξαίρετα
α) αναλώματα
β) μέρη μηχανήματος
γ) δώρα.
επίρρ...
εξαίρετα (AM ἐξαιρέτως)
1. σε εξαίρετο βαθμό, πάρα πολύ
2. πολύ καλά, θαυμάσια
αρχ.-μσν.
ιδίως, προπάντων
αρχ.
αποκλειστικά, εντελώς ξεχωριστά.
-ή, -ό (AM ἐξαιρετός, -ή, -όν) εξαιρώ
αυτός που μπορεί να μετακινηθεί από τη θέση του.
English (Woodhouse)
(see also: ἐξαιρετός) choice, chosen, select, singled out
English (Slater)
ἐξαίρετος, -ον
a chosen, choice ἐξαίρετον Χαρίτων νέμομαι κᾶπον (O. 9.26) ἀγῶνα δ' ἐξαίρετον ἀεῖσαι Διός (O. 10.24) ἐξαίρετον γόνον ἰδὼν κάλλιστον ἀνδρῶν (P. 4.122) ἔτι καὶ Πυθῶθεν Ὀλυμπιάδων τ' ἐξαιρέτοις Ἀλφεοῦ ἔρνεσι φράξαι χεῖρα (I. 1.65) Τήνερον εὐρυβίαν θεμίτ[ων ] ἐξαίρετον προφάταν (Pae. 9.42) ἐμὲ δ' ἐξαίρετον κάρυκα σοφῶν ἐπέων Μοῖσ ἀνέστασ Ἑλλάδι Δ. 2. 23.
b exceptional ἀνὴρ ἐξαίρετον ἕλε μόχθον (P. 2.30) ἡσυχίαν καμάτων μεγάλων ποινὰν λαχόντ' ἐξαίρετον ὀλβίοις ἐν δώμασι (N. 1.70)