δεύτερος

From LSJ
Revision as of 15:26, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεύτερος Medium diacritics: δεύτερος Low diacritics: δεύτερος Capitals: ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Transliteration A: deúteros Transliteration B: deuteros Transliteration C: deyteros Beta Code: deu/teros

English (LSJ)

α, ον,

   A second, (perh. from δύο with Comp. termination):    I next in Order (with a notion of Time), in Il. (not in Od.) of one who comes in second in a race, 23.265; δ. ἐλθεῖν 22.207; δ. αὖτ' . . προΐει . . ἔγχος next, 20.273, etc.; οὔ μ' ἔτι δ. ὧδε ἵξετ' ἄχος no second grief, i.e. none hereafter like this, 23.46; as Comp., c. gen., ἐμεῖο δεύτεροι after my time, ib.248; σοὶ δ' οὐκέτι δ. ἔσται no second choice will be allowed thee, Hes.Op.34; in Att. and Trag. with Art., ὁ δ. S.OC1315, etc.; αἱ δ. πως φροντίδες σοφώτεραι second thoughts are wisest, E.Hipp.436: prov., δ. πλοῦς the next best way, Pl.Phd.99d, etc.; ὁ δ. πλοῦς ἐστι δήπου λεγόμενος, ἂν ἀποτύχῃ τις οὐρίου, κώπαισι πλεῖν Men.241.    2 of Time, next, later, δ. χρόνῳ in after time, Pi.O.1.43; δ. ἡμέρῃ on the next day, Hdt.1.82; δ. ἔτεϊ τούτων in the year after this, Id.6.46: neut. as Adv., δεύτερον αὖ, αὖτε, αὖτις, a second time, Il.3.332, 191, Od.9.354; ἐν τᾷ δ. ἐκκλησίᾳ SIG644.20: with the Art., τὸ δ. Sapph.Supp.4.11, Hdt.1.79, A.Ag.1082, X.Cyr.2.2.1: also pl., Hdt.3.53, 9.3; τὰ δ. κινδυνεύσοντας about to run the next dangers, Th.6.78; later, ἐκ δευτέρου for the second time, Ev.Marc.14.72, Dsc.5.87.10; ἐκ δευτέρης Babr. 114.5, cf. PStrassb.100.22 (ii B. C.): regul. Adv. δευτέρως Pl.Lg. 955e, Sallust.18, etc.    b ὁ δ. the younger, BGU592.10 (ii A. D.).    II in Order or Rank (without any notion of Time), second, δ.μετ' ἐκεῖνον Hdt.1.31, cf. S.Ph.1442, etc.; πολὺ δ. Id.OC1228 (lyr.); πολὺ δ. μετά τι very much behind, Th.2.97; μετὰ τὸ πλουτεῖν δ. Antiph.144.9: c. gen., δ. οὐδενός second to none, Hdt.1.23, Plb.31.27.16; δ. παιδὸς σῆς E.Tr.618; πάντα τἄλλα δεύτερ' ἦν τῶν προσδοκιῶν D.19.24; πρὸς τὰ χρήματα θνητοῖσι τἄλλα δεύτερ' S.Fr.354.5; τὰ ἄλλα πάντα δ. τε καὶ ὕστερα λεκτέον Pl.Phlb.59c; logically or metaphysically posterior, πᾶν πλῆθος δ. ἐστι τοῦ ἑνός Procl.Inst.5, cf. 36, Dam.Pr.126, al.; δεύτερ' ἡγεῖσθαι think quite secondary, S.OC 351; δεύτερον ἄγειν, δεύτερα ποιεῖσθαι, Luc.Symp.9, Plu.2.162e; ἐν δευτέρῳ τίθεσθαι Id.Fab.24, cf. Jul.Or.8.242b; ἱερὸν δ. of the second class, OGI56.59 (iii B. C.), etc.    2 the second of two, δ. αὐτή herself with another, Hdt.4.113, cf. AB89; ἑπτὰ δ. σοφοί a second seven sages, Euphro 1.12; εἷς καὶ δ. unus et alter, Hdn.Gr.2.934; εἷς ἢ δ. Jul.Or.6.190d; ἕν τι . . ἢ δεύτερον D.Chr.33.7; δ. καὶ τρίτος two or three, Plb.26.1.1.; neut. as Adv., ἅπαξ καὶ δεύτερον once or twice, Jul. ad Ath.278c.    3 δ. ἀριθμός number whose prime factors are odd, Nicom.Ar.1.12.    III as Subst., τὰ δ., = δευτερεῖα, the second prize or place, Il.23.538; τὰ δ. φέρεσθαι Hdt.8.104.    2 after-birth, Dsc.1.48,50.    3 δευτέρα σαββάτου (sc. ἡμέρα) second day of the week, LXXPs.47(48) tit.

German (Pape)

[Seite 553] der Zweite; comparativ. zum superlstiv. δεύτατος »der Letzte«, also eigentlich »der Letztere«, d. h. der Letzte von Zweien; δευτερος und δεύτατος hängen mit δύο nicht unmittelbar zusammen, sondern sind zunächst von δεύεσθαι abzuleiten, δεύτερος der Nachstehende, der (hinter dem Ersten) Zurückbleibende. Lehrreich ist besonders die Redensart οὐδενὸς δεύτερος, Herodot. 1, 23, und Hom. Iliad. 23, 248 ἔπειτα δὲ καὶ τὸν (nämlich τύμβον) Ἀχαιοὶ εὐρύν θ' ὑψηλόν τε τιθήμεναι, οἵ κεν ἐμεῖο δεύτεροι ἐν νήεσσι πολυκλήισι λίπησθε, Scholl. Aristonic. δεύτεροι: ὕστεροι. καὶ »δεύτατος ἦλθεν (Iliad. 19, 51)« ἀντὶ τοῦ ἔσχατος; Scholl. Aristonic. Iliad. 19, 51 ἡ διπλῆ, ὅτι δεύτατος ἀπὸ τοῦ δεύεσθαι ὁ ἔσχατος· τὸ δὲ δεύεσθαι ἐνδεῖν ἐστι. Nun hängt aber δεύεσθαι selbst mit δύο zusammen; es ist mit Guna von der den Begriff der Trennung ausdrückenden Wurzel δυ- oder δFι-gebildet; von dieser Wurzel kommt δύο, das die Sonderung in Zwei bezeichnende Zahlwort, und δεύεσθαί τινος, von Etwas getrennt sein, es entbehren. Vgl. δίς, διά und das Latein. dis-. Δεύτερος findet sich von Homer an überall, das neutrum auch adverolat, »zweitens«, »zum zweiten Male«; bei Homer öfters in den Formen δεύτερος und δεύτερον; andere Formen nur im 23. Buche der Ilias: δευτέρῳ vs. 265. 750, δεύτεροι vs. 248. 498, δεύτερα vs. 538. In der Odyssee nur δεύτερον, 8, 1619, 354. 18, 24. 19, 65. 22, 69. Homer setzt gerne αὖ, αὖτε, αὖτις hinzu; er gebraucht das Wort vom Raume, von der Zeit und vom Range, welche Kategorien sich aber meistens nicht genau sondern lassen. Entschieden räumlich ist wohl zu fassen Iliad. 23, 498 τότε δὲ γνώσεσθε ἵππους, οἳ δεύτεροι οἵ τε πάροιθεν; entschieden von der Zeit Iliad. 5, 855 πρόσθεν Ἄρης ὠρέξατο – δεύτερος αὖθ' ὡρμᾶτο Διομήδης; entschieden vom Range Iliad. 23, 538 ἀλλ' ἄγε δή οἱ δῶμεν ἀέθλιον, ὡς ἐπιεικές, δεύτερ'· ἀτὰρ τὰ πρῶτα φερέσθω Τυδέος υἱός, τὰ δεύτερα = der zweite Kampfpreis. Vgl. Iliad. 7, 248 δεύτερος αὖτε, Iliad. 3, 191 δεύτερον αὖτε – τὸ τρίτον αὖτε, Odyss. 3, 161 δεύτερον αὖτις, Iliad. 6, 184 πρῶτον μέν – δεύτερον αὖ – τὸ τρίτον αὖ, Iliad. 23, 265 τῷ πρώτῳ· ἀτὰρ αὖ τῷ δευτέρῳ – αὐτὰρ τῷ τριτάτῳ – τῷ δὲ τετάρτῳ – πέμπτῳ δέ. – Folgende: a) der Zeit nach: δευτέρῳ χρόνῳ Pind. Ol. 1, 43; μετ' ἐμὲ δεύτερος, sogleich nach mir, Xen. Cyr. 2, 2, 4. – b) der Oldnung, dem Range nach: οὐδενὸς δεύτερος, keinem nachstehend, Her. 1, 23; Pol. 32, 13, 16; καὶ ὕστερος Plat. Phil. 59 c; δεύτερα ἦν τῶν ὑποκειμένων προσδοκιῶν καὶ τῶν ἐλπίδων, war unter den Erwartungen, blieb hinter den Erwartungen zurück, Dem. 19, 24; ἰσχύϊ δὲ μάχης καὶ στρατοῦ πλήθει πολὺ δευτέρα ἦν μετὰ τὴν Σκυθῶν, an Heereszahl stand sie weit der Macht der Scythen nach, Thuc. 2, 97; Her. 1, 31; μετὰ Πᾶνα τὸ δεύτερον ἆθλον ἀποισῇ Theocr. 1, 3; vgl. ἐμοὶ μὲν μετὰ τὸ πλουτεῖν δεύτερον Alexis Ath. VI, 258 e. – So ἄγειν, ἡγεῖσθαι, ποιεῖν, τιθέναι τινὰ δεύτερόν τινος, Jemand einem Andern nachsetzen, Soph. O. C. 351; Luc. Lapith. 9 enc. Dem. 34; Plut. u. a. Sp.; ἐν δευτέρῳ καὶ γονεῖς καὶ παῖδας τῶν τῆς πατρίδος καλῶν τίθεσθαι, Plut. Fab. 24; ἐν δευτέρᾳ τάξει τινὸς ποιεῖσθαι Dsm. 13. – c) übh. der Andere neben Einem, δεύτερος αὐτός, selbzweiter, d. i. allein mit dem Andern, Her. 4, 113 u. sonst; δευτέρῳ ἔτει τούτων, im zweiten Jahre darauf; δευτέρῃ ἡμέρῃ ἀπ' ἧς ὁ χειμὼν ἔγένετο, den Tag nach dem Sturme, 7, 192; Sp. = ἕτερος, εἷς καὶ δεύτερος, vgl. Schäfer D. Hal. C. V. p. 174. – Das neutr. δεύτερον, Her. u. Att. gew. τὸ δεύτερον, zweitens, zumzweiten Male, wiederum, oft noch mit αὖ, αὖτε u. ähnl. vbdn; δεύτερον πάλιν, Plat. Polit. 260 d; δεύτερα, Herodot. 1, 46; τὰ δεύτερα, Thuc. 6, 78; ἐκ δευτέρου, zum zweitenmale, Aesop., N. T.; – τὰ δεύτερα, der zweite Preis, Rang, Her. 8, 104; Xen. Cyr. 4, 6, 11; τὰ δεύτερα φέρεσθαι, Luc. – Bei Medic. = Nachgeburt. – Adv. δευτέρως, Plat. Tim. 56 b u. öfter; Arist.

Greek (Liddell-Scott)

δεύτερος: -α, -ον, εἶναι πράγματι εἶδος συγκριτικοῦ τοῦ δύο, ὡς τὸ δεύτατος, εἶναι τὸ ὑπερθ. Buttm. Ausf. Gr. §41n· (ἴδε ἐν λ. δύο). Ι. ὡς πρὸς τὴν τάξιν, ἀλλὰ μετά τινος ἐννοίας χρόνου, παρ’ Ὁμ. (οὐδαμοῦ ἐν τῇ Ὀδ.) ἐπὶ τοῦ ἐρχομένου δευτέρου ἐν ἀγῶνι, Ἰλ. Ψ. 265· δεύτερος ἐλθεῖν Χ. 207· δ. αὖ… προΐει… ἔγχος, μετὰ ταῦτα, Υ. 273, κτλ.· οὔ μ’ ἔτι δεύτερον ὧδε ἵξετ’ ἄχος, οὐδεμία μετ’ αὐτὴν θλῖψις ὁμοία πρὸς τὴν παροῦσαν, Ψ. 46· ἐνίοτε ὡς πραγματικὸν συγκριτικόν, ἐμεῖο δεύτεροι, μετὰ τὸν ἰδικόν μου καιρόν, αἰτ. 248· σοὶ δεύτερον ἔσται, θὰ δοθῇ εἰς σὲ ὡς δευτέρα ἐκλογή· δηλ. θὰ παραχωρηθῇ εἰς σέ, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 34· παρ’ Ἀττ. ὡσαύτως μετὰ τοῦ ἄρθρ., ὁ δεύτερος Σοφ. Ο. Κ. 1315, κτλ.· αἱ δεύτεραι φροντίδες, δεύτεραι σκέψεις, Εὐρ. Ἱππ. 436· παροιμ., τὸν δ. πλοῦν, δοκιμάζω τὸν δεύτερον παρουσιαζόμενον εἰς ἐμὲ τρόπον, Πλάτ. Φαίδ. 99D, κτλ.· ἑρμηνευόμενον ὑπὸ τοῦ Μενάνδ. Θρασ. 2, ὁ δ. πλοῦς ἐστι δήπου λεγόμενος, ἂν ἀποτύχῃ τις πρῶτον, ἐν κώπαισι πλεῖν. 2) μεθ’ Ὅμηρ. ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ χρόνου, δευτέρῳ χρόνῳ, εἰς τὸν μετέπειτα χρόνον, Πίνδ. Ο. 1. 69· δευτέρῃ ἡμέρῃ, τῇ ἑπομένῃ ἡμέρᾳ, Ἡρόδ. 1. 82 (πρβλ. δευτεραῖος)· δευτέρῳ ἔτεϊ τούτων, κατὰ τὸ μετὰ τοῦτο ἔτος, αὐτόθι 6. 46· - οὕτω πολλάκις κατ’ οὐδέτερ. ὡς ἐπίρρ. δεύτερον αὖ, δεύτερον αὖτις, δεύτερον, μετὰ ταῦτα, πάλιν, δευτέραν φοράν, ἀντίθετον τῷ πρῶτον, Ὅμ., Ἀττ.· παρὰ πεζοῖς ὡσαύτως δεύτερα, ὅπερὍμηρος ἔχει ἅπαξ, Ἰλ. Ψ. 538· ὡσαύτως μετὰ τοῦ ἄρθρ., τὸ δεύτερον Ἡρόδ. 1. 79, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1082, κτλ.· τὰ δεύτερα Θουκ. 6. 78· μεταγεν., ἐκ δευτέρου, δευτέραν φοράν, Λατ. denuo, Εὐαγγ. κ. Μᾶρκ. ιδ΄, 71·- ὁμαλ. ἐπίρ. δευτέρως Πλάτ. Νόμ. 955Ε, κτλ. ΙΙ. ἐν σχέσει πρὸς τὴν τάξιν ἢ ἀξίαν καὶ σπουδαιότητα, ἄνευ οὐδεμιᾶς ἐννοίας χρόνου, δεύτερος, ὕστερος, δ. μετ’ ἐκεῖνον Ἡρόδ. 1. 31, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 2. 2, 4, κτλ.· δ. πρός τι Σοφ. Ἀποσπ. 325· πολὺ δ. μετά τι, κατὰ πολὺ κατώτερος, πολὺ ὀπίσω, Θουκ. 2. 97· οὕτω μ. γεν. δεύτερος οὐδενός, κατώτερος οὐδενός, Ἡρόδ. 1. 23· δ. παιδὸς σῆς Εὐρ. Τρῳ. 614· δεύτερα τῶν προσδοκιῶν, κατωτέρω τῶν ἐλπίδων, Δημ. 348. 22· ἡγεῖσθαι δεύτερον, νομίζω τι δευτερεῦον, δευτέρου λόγου ἄξιον, Σοφ. Ο. Κ. 351· οὕτω, δ. ἄγειν, ποιεῖσθαι, τίθεσθαι Λουκ. Λαπ. 9, Πλούτ. 2. 162Ε, πρβλ. ὁ αὐτ. Φαβ. 24. 2) ὁ δεύτερος ἐκ δύο, δευτέρη αὐτή, αὐτὴ καὶ ἄλλη τις, Ἡρόδ. 4. 113· πρβλ. Α. Β. 89· ἑπτὰ δεύτεροι σοφοί, μετὰ τοὺς γνωστοὺς πρώτους ἑπτά, Εὔφρ. Ἀδελφ. 1 12· εἷς καὶ δεύτερος, unus et alter, μόνον παρὰ μεταγεν., Sch äf. Διον. Ἁλ. π. Συν. σ. 174· ἕν τι… ἢ δεύτερον Δίων Χρ. 2. 4· δ. καὶ τρίτος, δύο-τρεῖς, Πολύβ. 26. 10, 2. ΙΙΙ. ὡς οὐσιαστ., τὰ δεύτερα, = δευτερεῖα, τὸ δεύτερον βραβεῖον ἢ ἡ δευτέρα θέσις, τὰ δ. φέρεσθαι Ἰλ. Ψ. 538, Ἡρόδ. 8. 104, πρβλ. Valck. 9. 78. 2) τὸ ὕστερον (ἀκόλουθον) τῆς γέννας, Διοσκ. 1. 58.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 second, deuxième : τὰ δεύτερα, le second prix, le second rang (dans un concours) ; adv. • δεύτερον, pour la seconde fois ; • δεύτερον αὖ, et en second lieu, et ensuite ; • δεύτερον αὖτε, m. sign. ; • δεύτερον αὖτις, pour la seconde fois, encore ; • δεύτερα, en second lieu (ou le second prix, v. ci-dessus) ; avec l’art. • τὸ δεύτερον, • τὰ δεύτερα, m. sign. ; ἐκ δευτέρης BABR pour la seconde fois ; δευτέρη αὐτή HDT elle-même seconde, càd elle avec un autre;
2 qui vient après en gén. ; inférieur : οὐδενὸς δεύτερος, qui n’est inférieur à personne ; πολὺ δεύτερος μετά τι THC qui vient tout à fait en seconde ligne après qch, de beaucoup inférieur à qch ; abs. secondaire : τινα δεύτερόν τινος ἄγειν LUC, ποιεῖσθαι PLUT mettre une personne en seconde ligne après une autre, la juger comme inférieure à une autre ; ἡγεῖσθαι δεύτερον SOPH regarder comme chose secondaire ; ἐν δευτέρῳ τί τινος τίθεσθαι PLUT ou ἐν δευτέρᾳ τάξει τινὸς ποιεῖσθαι PLUT mettre une chose au second rang après une autre ; avec idée de temps ultérieur, postérieur : δεύτερον ἐλθεῖν IL venir seulement après, venir plus tard ; ἐμεὶο δεύτερος IL, μετ’ ἐμὲ δεύτερος XÉN qui arrive après moi ; δευτέρῳ ἔτει τούτων HDT l’année qui suivit ces événements ; δευτέρῃ ἡμέρῃ HDT le jour suivant.
Étymologie: Cp. de δύο ; cf. δεύτατος.

English (Autenrieth)

second, next; τὰ δεύτερα, ‘the second prize,’ Il. 23.538.—Adv., δεύτερον, secondly, again.