φάος

From LSJ
Revision as of 12:39, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (slb)

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φάος Medium diacritics: φάος Low diacritics: φάος Capitals: ΦΑΟΣ
Transliteration A: pháos Transliteration B: phaos Transliteration C: faos Beta Code: fa/os

English (LSJ)

φάεος, τό, Att. contr. φῶς, φωτός, and resolved Ep. φόως (φώωσδε, though read by Ar.Byz. and Aristarch., is to be rejected in Il.16.188); Aeol. φάος Sapph.Supp.25.9, but cf. φαυοφόρος:—Hom. uses φάος and φόως, never φῶς; of the oblique cases he uses only dat. sing. φάει and acc. pl. φάεα; dat. pl.

   A φαέεσσι Hes.Fr.142.4, Call. Dian.211, etc.:—φάος is the only form used by Pi.: Trag. use φάος or φῶς, both in lyr. and dialogue, as metre requires: Com. use φάος in lyr. only, Ar.Eq.973, Ra.1529; φῶν is a late acc. in BCH51.380 (Cyme, Hymn to Isis); in Prose φῶς is the only form used in nom. and acc.: gen. φάους X.Cyr.4.2.9, 26, Oec.9.3, Arist.de An.429a3; dat. φάει A.Ag.575, Ch.62 (lyr.), S.Ph.415, 1212 (lyr.), etc.: pl., φάη B. 8.28, Gal.18(2).250, AP7.373 (Thall.); gen. φαέων Arat.90; dat. φάεσι Call.Dian.71; in Prose gen. φωτός Pl.R.518a, Ax.365c; dat. φωτί Luc. Musc.Enc.9, etc. (φῷ E.Fr.534); pl., φῶτα IG11(2).203 A33 (Delos, iii B. C.), etc.; gen. φώτων ib.42(1).110.43 (Epid., iv B. C.); dat. φωσί (v. infr. 1.2): (φάω) . [ᾰ regularly; but Hom. always has ᾱ metri gr. in φᾱεα; and so dat. pl. φᾱεσι in Call.Dian.71]:—light, esp. daylight, ἤδη φ. ἦεν ἐπὶ χθόνα Od.23.371; φ. οἴχεθ' ὑπὸ ζόφον 3.335; κατέδυ λαμπρὸν φ. ἠελίοιο Il.1.605; Ἠὼς . . Ζηνὶ φόως ἐρέουσα 2.49; ἀθανάτοισι φόως φέροι Od.5.2; νὺξ ἀποκρύψει φάος A.Pr.24; τὸ τοῦ ἡλίου φῶς Pl.R. 515e; πρὸς τὸ φῶς βλέπειν ibid.; οὐράνιον φῶς, αἰθέρος φῶς, S.Ant.944 (lyr.), E.Ph.809 (lyr.); ἡμέρας ἁγνὸν φάος Id.Fr.443; ἡμερήσιον φάος A.Ag.23; τὸ ἡμερινὸν φῶς Pl.R.508c; ἐν φάει by daylight, Od.21.429; ἕως ἂν φῶς γένηται till daybreak, Pl.Prt.311a; ἅμα φάει at daybreak, Plu.Cam.34; ἅμα τῷ φωτί Plb.1.30.10, al.; ἕως ἔτι φῶς ἐστιν while there is still light, Pl.Phd.89c; ἔτι φάους ὄντος X.Cyr.4.2.26; κατὰ φάος νύκτας τε E.Ba.425 (lyr.); κατὰ φῶς, opp. νύκτωρ, X.Cyr.3.3.25; also, of moonlight and starlight, φαέεσσι σελήνης Hes. l. c., cf. Pi.O.10(11).75, Bion Fr.8.5, etc.; ἀστέρος τηλαυγέστερον Pi.P.3.75; τὰ φῶτα, sc. sun and moon, Ptol.Tetr.37,38.    b in Poets, freq. in phrases concerning the life of men, ζώει καὶ ὁρᾷ φ. ἠελίοιο Il.18.61, cf. Od.4.540, etc.; λείπειν φ. ἠελίοιο Hes.Op.155, Thgn.569; ἐς φάος οὐκ ἀνίεσκε, ἀκίκεσθε, Hes.Th.157,652; ζῇ τε καὶ βλέπει φάος A.Pers.299; ὅστις φῶς ὁρᾷ S.OT375; ὄντα ἐν φάει Id.Ph.415, etc.; Διὸς ἐν φάει E.Hec.707 (lyr.); πέμψατ' ἔνερθεν ψυχὴν ἐς φῶς, ἀναγαγεῖν εἰς φῶς, A.Pers.630 (anap.), Ar.Av.699 (anap.); πρὸς φῶς ἀνελθεῖν S.Ph.625; πρὸς φῶς ἄγειν Pl.Prt.320d; λείπω φάος Ar.Ach.1185 (paratrag.); εἰ στερήσομαι τοῦδε τοῦ φωτός Pl.Ax.365c: but also εἰς φῶς ἰέναι to come into the light, i.e. into public, S.Ph.1353; εἰς φῶς λέγειν ib.581; τὸ φῶς κόσμον παρέχει light (i. e. publicity) is a guarantee for order, X.Ages.9.1.    c simply a day, φῶς ἓν ἡλίου καταρκέσει E.Rh.447; νόστιμον βλέπειν φάος, = ἦμαρ, A.Pers.261: pl., κρισίμων φαέων of critical days, AP11.382.11 (Agath.).    2 the light of a torch, lamp, fire, etc., τίς τοι φάος οἴσει; Od.19.24, cf. 34,64; φάος πάντεσσι παρέξω 18.317; φῶς δαίων A.Ch.863 (anap.); ποιεῖν X.HG6.2.29; πρὸς φῶς πίνειν to drink by the fire, Id.Cyr.7.5.27; a light, φῶς ἔχων . . ἀφηγεῖτο Id.HG5.1.8: pl., Plu.Pel.12, Ant.26, etc.; τὰ φ. the illuminations, IG11(2).203A33 (Delos, iii B. C.); μέσοις φωσίν at a moderate fire, Ps.-Democr.Alch.p.46 B., cf. Zos.Alch.pp.147,155 B.    3 the light of the eyes, φάος ὀμμάτων, ὄσσων, Pind.N.10.40, Opp.H.4.525: pl., φάεα eyes, Od.16.15, 19.417; τίεσκον ἴσον φαέεσσιν ἐμοῖσι Mosch.4.9; φάη Gal. l. c.: sg., of the Cyclops' eye, E.Cyc.633.    4 window, IG42(1).110.43 (Epid., iv B. C.), Plu.2.515b; opening in a machine, Heliod. ap. Orib.49.7.14.    II light, as a metaph. for deliverance, happiness, victory, glory, etc., καὶ τῷ μὲν φάος ἦλθεν Il.17.615; φόως δ' ἑτάροισιν ἔθηκεν 6.6; ἐπὴν φάος ἐν νήεσσι θήῃς 16.95; ἐν χερσὶ φόως 15.741; [πύλαι] πετασθεῖσαι τεῦξαν φάος 21.538; φ. ἀρετᾶν Pi.O.4.11; δώμασιν φάος μέγα A.Pers.300, cf. S.Ant. 600 (lyr.), Aj.709 (lyr.); λαμπρὸν φ. γένους Trag.Adesp.9; of persons, ἤν πού τι φόως Δαναοῖσι γένωμαι Il.16.39, cf. 8.282, etc.; esp. in addressing persons, ἦλθες, Τηλέμαχε, γλυκερὸν φάος Od.16.23; ὦ φάος Ἑλλήνων Anacr.124; Ἀκραγαντίνων φάος Pi.I.2.17; ὦ φίλτατον φῶς S.El.1224, 1354; ὦ μέγιστον Ἕλλησιν φάος E.Hec.841; in late Prose, Anon. ap. Suid. s.v. ὦ φῶς: pl., AP7.373 (Thall.).    b of God, ὁ θεὸς φ. ἐστί 1 Ep.Jo.1.5; φ. καὶ ζωή ἐστιν ὁ θεὸς καὶ πατήρ Corp.Herm.1.21; of Christ, φ. εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν Ev.Luc.2.32, etc.    2 with reference to illumination of the mind, τῆς ἀληθείας τὸ φῶς E.IT1026; φ. ἐν τῷ φιλοσοφεῖν Plu.2.77d, cf. 47c; τὸ φ. τὸ ἐν σοί Ev.Matt.6.23; τὸ φ. τῆς ζωῆς Ev.Jo.8.12; ἐν τῷ φ. εἶναι 1 Ep.Jo.2.9; τέκνα φωτός, ὅπλα τοῦ φ., Ep.Eph.5.8, Ep.Rom.13.12.    III the dark ring round the nipple, Poll.2.163.

German (Pape)

[Seite 1255] εος, τό, zsgzgn φῶς, φωτός, ep. aufgelös't φόως, – 1) das Licht; bes. das Tageslicht, der Tag, der Tagesanbruch; oft bei Hom.: λαμπρὸν φάος ἠελίοιο Il. 1, 625; ἤδη γὰρ φάος οἴχεθ' ὑπὸ ζόφον Od. 3, 335; ἔδυ φάος ἠελίοιο Il. 23, 154; ἤδη μὲν φάος ἦεν ἐπὶ χθόνα Od. 23, 371; ἐν φάει, bei Licht, bei Tage, 21, 429; selten in Prosa, ἔτι φάους ὄντος Xen. Cyr. 4, 2,26, u. öfter; – ὁρᾶν φάος ἠελίοιο = ζῆν, λείπειν φάος ηελίοιο = θνήσκειν; – ἐρατὸν σελάνας Pind. Ol. 11, 75, τηλαυγέστερον ἀστέρος P. 3, 75; ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάος Aesch. Prom. 24; ἄψοῤῥον ἥξεις εἰς φάος 1023; ζῇ τε καὶ φάος βλέπει Pers. 291; Eum. 716 u. oft; auch gradezu der Tag, ἀέλπτως νόστιμον βλέπω φάος Pers. 255; ὡς μηκέτ' ὄντα κεῖνον ἐν φάει νόει, am Leben seiend, Soph. Phil. 413, vgl. 659; οὐκέτ' ὄντα Διὸς ἐν φάει Eur. Hec. 707, u. oft. – Auch das durch Feuer, Fackeln u. vgl. hervorgebrachte Licht, ἐγὼ τούτοισι φάος πάντεσσι παρέξω Od. 18, 317, τίς τοι φάος οἴσει 19, 24, λύχνον ἔχουσα φάος περικαλλὲς ἐποίει 34, νήησαν ξύλα πολλὰ φόως ἔμεν ἠδὲ θέρεσθαι 64. Dah. bei den Attikern auch das, was Licht giebt, Kerze, Fackel. – Φῶς ποιεῖν, Feuer anzünden, Xen. Hell. 6, 2,29; κατὰ φῶς πίνειν Cyr. 7, 5,27; λύχνος φῶς παρέχει Conv. 6, 7, u. A. – Dämmerung, Plut. Camill. 34. – Auch wie lumen, das Fenster od. die Oeffnung, durch welche das Licht einfällt, φῶτα μετατιθέναι, die Fenster verändern, Plut. de curios. 1. – 2) das Licht im Ggstz des Dunkels als Bild der Freude, des Heils, also Glück, Heil, Rettung, Sieg; φόως δ' ἑτάροισιν ἔθηκεν Il. 6, 6, wie ἐπὴν φάος ἐν νήεσσιν θήῃς 16, 95; ἤν πού τι φόως Δαναοῖσι γένωμαι 16, 39, wie μάλα δέ σφι φόως γένετο 15, 669; τῷ μὲν φάος ἦλθεν 17, 615; οὐδέ τι Πατρόκλῳ γενόμην φάος 18, 102; αἱ δὲ (πύλαι) πετασθεῖσαι τεῦξαν φάος 21, 538, bereiteten ihnen Rettung; Ἀκραγαντίνων φάος Pind. I. 2, 17; Freude, Aesch. Pers. 292 Eum. 496 Soph. Ant. 596; dah. auch in der Anrede an Personen, deren Erscheinen glück- od. heilbringend ist, γλυκερὸν φάος Od. 16, 23. 17, 41, wenn man nicht dies mit dem dichterischen Gebrauche, daß – 3) τὰ φάεα »die Augen« heißen, zusammenbringen will, Od. 16, 15. 17, 39. 19, 417; vgl. ὀμμάτων κρύπτειν φάος Pind. N. 10, 40; auch im sing., vom Auge des Kyklopen, Eur. Cycl. 633. – [Α, an sich kurz, wird im nom. u. acc. plur. lang, φάεα, wie in φάεσι Callim. Dian. 71; vgl. περιφάεα κύκλα Opp. Hal. 2, 6.]

Greek (Liddell-Scott)

φάος: φάεος, τό, Ἀττ. συνῃρ., φῶς, φωτός, καὶ κατ’ Ἐπικὴν ἐπέκτασιν (ἐν τῇ ὀνομ. καὶ αἰτ.) φόως· πληθ. φάεα, σπαν. φῶτα, ὡς παρὰ Στράβ.· γεν. φώτων Πλουτ. Ἀντών. 26· Αἰολ. φαῦος, δηλ. φάϝος, ἴδε φαυοφόρος· ― ὁ Ὅμηρ. χρῆται τοῖς τύποις φάος καὶ φόως, οὐδέποτε φῶς· ἐκ τῶν πλαγίων πτώσεων ποιεῖται χρῆσιν μόνον τῆς ἑνικ. δοτ. φάει καὶ τῆς αἰτιατ. πληθ. φάεα· δοτ. πληθ. φαέεσσι Ἡσ. Ἀποσπ. 21, Ἀπολλ. Ρόδ., κλπ.· ― φάος εἶναιμόνος τύπος ἐν χρήσει παρὰ Πινδάρ.· οἱ Τραγ. ἔχουσι φάος ἢ φῶς, ἔν τε τοῖς λυρ. χωρίοις καὶ τῷ διαλόγῳ κατὰ τὴν ἀνάγκην τοῦ μέτρου· οἱ δὲ Κωμικοὶ ἔχουσι φάος μόνον ἐν λυρικοῖς, Ἀριστοφ. Ἱππ. 973, Βάτρ. 1529· καὶ παρὰ τοῖς πεζογράφ. φῶς εἶναιμόνος τύπος ἐν χρήσει ἐν τῇ ὀνομ. καὶ αἰτ.· ἀλλ’ αἱ πλάγιαι πτώσεις λαμβάνονται ἐκ τῆς ὀνομ. φάος· γεν. φάους, Ξεν. Κύρου Παιδ. 4. 2, 9 καὶ 26, Οἰκ. 9, 3, Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 3. 3, 21· δοτ. φάει Αἰσχύλ. Ἀγ. 575, Χο. 63, Σοφ. Φιλ. 415, 1212, κλπ.· παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς εὑρίσκομεν δοτ. φαΐ, Χρησμ. Σιβ. προοίμ. 18· πληθ. φάη Ἀνθ. Παλατίν. 7. 273., 8. 77· γεν. φαέων Ἄρατ. 90· δοτ. φάεσι Καλλ. εἰς Ἄρτεμ. 71· παρὰ τοῖς πεζογράφοις ἐνίοτε γεν. φωτὸς Πλάτ. Πολ. 518A, Ἀξίοχ. 365C· δοτ. φωτὶ Λουκ. Μυίας Ἐγκώμ. 9, κλπ., (κατὰ συγκοπὴν φῷ Εὐρ. Ἀποσπ. 538)· πληθ. φῶτα Πλούτ., ἴδε κατωτέρ. Ι. 4. γεν. φώτων Λουκ. Ἱππ. 4 (περὶ τῆς ῥίζης ἴδε φάω). [ᾰ συνήθως καὶ κανονικῶς· ἀλλ’ ὁ Ὅμ. ἔχει ἀείποτε ᾱ πρὸ δύο βραχειῶν συλλαβῶν ἐν τῷ τύπῳ φᾶεα· οὕτω καὶ δοτ. πληθ. φᾶεσι παρὰ Καλλ. εἰς Ἄρτεμ. 71· πρβλ. περιφᾶεα κύκλα Ὀππ. Ἀλ. 2. 6]. Ὡς καὶ νῦν, φῶς, μάλιστα φῶς τῆς ἡμέρας εἴτε ἀπολ. εἴτε μετά τινος προσδιορισμοῦ, ἤδη φάος ἦεν ἐπὶ χθόνα Ὀδ. Ψ. 371· φάος οἴχετ’ ὑπὸ ζόφον Γ. 335· κατέδυ λαμπρὸν φάος ἠελίοιο Ἰλ. Α. 605· Ἠώς... Ζηνὶ φόως ἐρέουσα Β. 49· ἀθανάτοισι φόως φέρει Ὀδ. Ε. 2· οὕτω παρ’ Ἀττ., νὺξ ἀποκρύψει φάος Αἰσχύλ. Προμ. 515E· πρὸς τὸ φῶς βλέπειν αὐτόθι· φῶς οὐράνιον, φῶς αἰθέρος Σοφ. Ἀντιγ. 944, Εὐρ. Φοίν. 809· ἡμέρας ἁγνὸν φάος ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 446· ἡμερήσιον φάος Αἰσχύλ. Ἀγ. 23· τὸ ἡμερινὸν φῶς Πλάτ. Πολ. 508C, κλπ.· ― ὡσαύτως, φ. σελήνης Ἡσ. Ἀποσπ. 21, Πίνδ.· ἀστέρος Πινδ. Π. 3. 135, πρβλ. Βίωνα 16. 5. β) παρὰ ποιηταῖς ἐπὶ τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων, ζώειν καὶ ὁρᾶν φάος ἠελίοιο Ἰλ. Σ. 61, 442, Ὀδ. Δ. 540, κλπ.· λείπειν φάος ἠελίοιο Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμέρ. 153, Θέογν. 569· ἐς φάος ἀνιέναι, ἀφικέσθαι Ἠσ. Θεογ. 157, 652· οὕτω παρ’ Ἀττ., ζῇ τε καὶ φάος βλέπει Αἰσχύλ. Πέρσ. 299· ὅστις φῶς ὁρᾷ Σοφ. Οἰδ. Τύραν. 375· ἐν φάει εἶναι ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 415, κλπ.· ἐν Διὸς φάει Εὐρ. Ἑκ. 707· πέμπειν τινὰ ἐς φῶς, ἐξ Ἅιδου πρὸς φῶς ἀναπέμπειν, ἀνάγειν εἰς φῶς Αἰσχύλου Πέρσαι σ. 630, Ἀριστοφάνους Ὄρν. 699· πρὸς φῶς ἀνελθεῖν Σοφ. Φιλ. 625· ― ἀλλά, εἰς φῶς ἰέναι, ἔρχεσθαι εἰς φῶς, δηλ. εἰς τὸ κοινόν, αὐτόθι 1353· οὕτω, εἰς φῶς λέγειν· αὐτόθι 581, πρβλ. Ἀποσπ. 657· πρὸς φῶς ἄγειν Πλάτ. Πρωτ. 320C· τὸ φῶς κόσμον παρέχει, τὸ φῶς (δηλ. τὸ φανερόν), ἡ δημοσίευσις εἶναι ἐγγύησις τῆς τάξεως, Ξεν. Ἀγησ. 9., 1. γ) τὸ φῶς ἢ ὁ χρόνος τῆς ἡμέρας, ἐν φάει, ἐν τῷ φωτὶ τῆς ἡμέρας, ἐν καιρῷ ἡμέρας, Ὀδ. Φ. 429· φῶς γίγνεται, δηλ. ἡ ἡμέρα ἀνατέλλει, Πλάτ. Πρωτ. 311A· ἅμα φάει, κατὰ τὴν αὐγήν, Πλουτ. Κάμ. 34· ἅμα τῷ φωτὶ Πολύβ. 1. 30, 10, κ. ἀλλ.· ἕως ἔτι φῶς ἐστι, ἐν ὅσῳ ἀκόμη ὑπάρχει φῶς, ἐν ὅσῳ φέγγει, Πλάτ. Φαίδ. 89C· ἔτι φάους ὄντος Ξεν. Κύρ. Παιδ. 4. 2, 26· κατὰ φάος καὶ νύκτας Εὐρ. Βάκχ. 425· κατὰ φῶς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ νύκτωρ, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 3. 3, 25. δ) ἁπλῶς ἡμέρα, φῶς ἓν ἡλίου καταρκέσει Εὐρ. Ρῆσ. 447· νόστιμον βλέπειν φάος, ὡς τὸ παρ’ Ὁμ. νόστιμον ἦμαρ, Αἰσχύλ. Πέρσ. 261· ― πληθ., κρισίμων φαέων, ἐπὶ τῶν κρισίμων ἡμερῶν, Ἀνθ. Παλατ. 11. 382· τὰ φῶτα = τὰ ἐπιφάνια, Ἐκκλ. 2) τὸ φῶς δᾳδός, λαμπάδος, λύχνου ἢ πυρός, τίς τοι φάος οἴσει; Ὀδ. Τ. 24, πρβλ. 34. 64· φάος πάντεσσι παρέξω Σ. 316· οὕτω, φῶς δαίειν Αἰσχύλ. Χο. 863· ποιεῖν Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 29 πρὸς ἢ κατὰ φῶς πίνειν, πίνειν πλησίον τοῦ πυρός, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 7. 5. 10 καὶ 27· φῶς ἔχων... ἀφηγεῖτο ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 5. 1, 8· καὶ ἐν τῷ πληθ., Πλουτ. Πελοπ. 12A, Ἀντών. 26, κλπ. 3) τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν, φάος ὀμμάτων, ὄσσων Πινδ. Ν. 10. 75, Ὀππ.· καὶ ἐν τῷ πληθ. φάεα, οἱ ὀφθαλμοί, Λατ. lumina, Ὀδ. Π. 15, Ρ. 39, Τ. 417· τίεσκον ἴσον φαέεσσιν ἐμοῖσι Μόσχ. 4. 9· οὕτως ἐν τῷ ἑνικῷ, ἐπὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ Κύκλωπος, Εὐρ. Κύκλ. 633. 4) παράθυρον, φῶτα (πληθ.) μετατιθέναι Πλούτ. 2. 515B· οὕτω Λατ. lumen. ΙΙ. φῶς, μεταφορ., ἀντὶ εὐφροσύνη, σωτηρία, εὐτυχία, χαρά, νίκη, δόξα, κτλ., καὶ τὸ μὲν φάος ἦλθεν Ἰλ. Ρ. 615· φόως δ’ ἑτάροισιν ἔθηκεν Ζ. 6· ἐπὴν φάος ἐν νήεσσι θήῃς Π. 95· ἐν χερσὶ φόως Ο. 741· πύλαι... πετασθεῖσαι τεῦξαν φάος Φ. 538· οὕτω, φ. ἀρετᾶν Πινδ. Ο. 4. 16· φάος καρδίας Αἰσχύλ. Εὐμεν 521, πρβλ. Πέρσ. 300, Σοφ. Ἀντ. 600, Αἴ. 769· ― ἐπὶ προσώπων, ἤν πού τι φόως Δαναοῖσι γένωμαι Ἰλ. Π. 39, πρβλ. Θ. 282, κλπ.· μάλιστα ἐπὶ προσφωνήσεων (ὡς τὰ κοινὰ «φῶς μου», «φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου»), ἦλθες, Τηλέμαχε, γλυκερὸν φάος Ὀδ. Π. 23, Ρ. 41· ὦ φάος Ἑλλήνων Ἀνακρ. 120· Ἀκραγαντίνων φάος Πινδ. Ι. 2. 25· ὦ φίλτατον φῶς Σοφ. Ἠλ. 1224, 1354· ὦ μέγιστον Ἕλλησιν φάος Εὐρ. Ἑκ. 841· ― ἐν τῷ πληθ., Ἀνθ. Παλατ. 7. 373., 8. 77· ― πρβλ. ὄμμα IV, φέγγος ΙΙ. 2) ὡσαύτως, τῆς ἀληθείας τὸ φῶς Εὐρ. Ἰφ. ἐν Ταύρ. 1046· ἐν τῷ φιλοσοφεῖν Πλούτ. 2. 77D, πρβλ. 47C· λαμπρὸν φῶς γένους Σοφ. Ἀποσπ. 497· ― Πρβλ. φέγγος ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους. ΙΙΙ. φῶς λέγεται τὸ περὶ τὴν θηλὴν τοῦ μαστοῦ μελαψὸν δέρμα, «ὁ δὲ περὶ τῇ θηλῇ μελαινόμενος κύκλος φῶς» Πολυδ. Β΄, 163.

French (Bailly abrégé)

φάεος-φάους (τό) :
poét.
I. au propre :
1 lumière céleste, du soleil ; ὁρᾶν φάος ἠελίοιο IL, OD, φάος βλέπειν ESCHL voir la lumière du soleil, càd vivre ; ἐν φάει εἶναι SOPH être vivant ; οἱ ἐν φάει ESCHL les vivants ; lumière d’un astre ; abs. la lumière du jour : ἔτι φάους ὄντος XÉN pendant qu’il fera encore jour ; ἅμα φάει PLUT en même temps que le jour ; ἐν φάει au grand jour OD, sous un ciel clair IL;
2 lumière d’une lampe, d’un flambeau, etc.
3 lumière du regard, éclat des yeux ; τὰ φάεα OD les yeux;
II. fig., pour marquer les idées de bonheur, de gloire, etc. joie, bonheur.
Étymologie: R. Φα ; cf. φόως et φῶς.

English (Autenrieth)

(φάϝος), φόως, dat. φάει, pl. φάεα: light; φόωσδε, to the light; pl., fig., eyes, Od. 16.15; also fig. as typical of deliverance, victory, Il. 6.6, Il. 18.102, Od. 16.23.

English (Slater)

φᾰος (φάος, -ει, -ος.)
   a lit.,
   I light ἔφλεξεν εὐώπιδος σελάνας ἐρατὸν φάος (O. 10.75) esp., light of day, φάει δὲ πρόσωπον ἐν καθαρῷ νίκαν Κρισαίαις ἐνὶ πτυχαῖς ἐπαγγελεῖ (P. 6.14) ἄνευ σέθεν οὐ φάος, οὐ μέλαιναν δρακέντες εὐφρόναν (N. 7.3) ἐκ νυκτὸς ἀμίαντον ὄρσαι φάος fr. 108b. 2. νεκρὸν ἵππον στυγέοισι λόγῳ κείμενον ἐν φάει, κρυφᾷ δὲ fr. 203.
   II light of this world, life ἦλθεν δ' ὑπὸ σπλάγχνων Ἴαμος ἐς φάος αὐτίκα (O. 6.44) ἀγλαὸν ἐς φάος ἰόντες δίδυμοι παῖδες Πα. 12. 15, cf. (O. 4.15), (I. 6.62)
   III light, gaze ἀξιωθείην κεν Ἄργει μὴ κρύπτειν φάος ὀμμάτων (N. 10.40)
   II met.,
   I light (of fame), splendour τόνδε κῶμον, χρονιώτατον φάος εὐρυσθενέων ἀρετᾶν (O. 4.10) ἄπονον δ' ἔλαβον χάρμα παῦροί τινες, ἔργων πρὸ πάντων βιότῳ φάος (O. 10.23) cf.] το βιότῳ φάος [?fr. 334a. 7. τίν γε μὲν ἀεθλοφόρου λήματος ἕνεκεν Νεμέας Ἐπιδαυρόθεν τ' ἄπο καὶ Μεγάρων δέδορκεν φάος (N. 3.84) σφόδρα δόξομεν δαίων ὑπέρτεροι ἐν φάει καταβαί- νειν (N. 4.38) of pers., εὐάρματον ἄνδρα γεραίρων, Ἀκραγαντίνων φάος (I. 2.17)
   II light (of hope); comfort, deliverance (cf. Fraenkel on Agam. 522.) ὑπ' ἀμαχανίας ἄγων ἐς φάος τόνδε δᾶμον ἀστῶν (O. 5.14) ἐσσὶ δ' ἰατὴρ ἐπικαιρότατος, Παιάν τέ σοι τιμᾷ φάος the comfort you bring (P. 4.270) ἐρευνασάτω μεγαλάνορος Ἡσυχίας τὸ φαιδρὸν φάος fr. 109. 2. of pers., ἀστέρος οὐρανίου φαμὶ τηλαυγέστερον κείνῳ φάος ἐξικόμαν κε (P. 3.75)
   III light (of recognition), cf. a. β. supra. ἀνὰ δ' ἄγαγον ἐς φάος οἵαν μοῖραν ὕμνων brought to birth (I. 6.62)
   c frag. τὸ δ' ἀλαθε [] κατέστα φάος [?fr. 337. 10.

English (Slater)

φᾰος (φάος, -ει, -ος.)
   a lit.,
   I light ἔφλεξεν εὐώπιδος σελάνας ἐρατὸν φάος (O. 10.75) esp., light of day, φάει δὲ πρόσωπον ἐν καθαρῷ νίκαν Κρισαίαις ἐνὶ πτυχαῖς ἐπαγγελεῖ (P. 6.14) ἄνευ σέθεν οὐ φάος, οὐ μέλαιναν δρακέντες εὐφρόναν (N. 7.3) ἐκ νυκτὸς ἀμίαντον ὄρσαι φάος fr. 108b. 2. νεκρὸν ἵππον στυγέοισι λόγῳ κείμενον ἐν φάει, κρυφᾷ δὲ fr. 203.
   II light of this world, life ἦλθεν δ' ὑπὸ σπλάγχνων Ἴαμος ἐς φάος αὐτίκα (O. 6.44) ἀγλαὸν ἐς φάος ἰόντες δίδυμοι παῖδες Πα. 12. 15, cf. (O. 4.15), (I. 6.62)
   III light, gaze ἀξιωθείην κεν Ἄργει μὴ κρύπτειν φάος ὀμμάτων (N. 10.40)
   II met.,
   I light (of fame), splendour τόνδε κῶμον, χρονιώτατον φάος εὐρυσθενέων ἀρετᾶν (O. 4.10) ἄπονον δ' ἔλαβον χάρμα παῦροί τινες, ἔργων πρὸ πάντων βιότῳ φάος (O. 10.23) cf.] το βιότῳ φάος [?fr. 334a. 7. τίν γε μὲν ἀεθλοφόρου λήματος ἕνεκεν Νεμέας Ἐπιδαυρόθεν τ' ἄπο καὶ Μεγάρων δέδορκεν φάος (N. 3.84) σφόδρα δόξομεν δαίων ὑπέρτεροι ἐν φάει καταβαί- νειν (N. 4.38) of pers., εὐάρματον ἄνδρα γεραίρων, Ἀκραγαντίνων φάος (I. 2.17)
   II light (of hope); comfort, deliverance (cf. Fraenkel on Agam. 522.) ὑπ' ἀμαχανίας ἄγων ἐς φάος τόνδε δᾶμον ἀστῶν (O. 5.14) ἐσσὶ δ' ἰατὴρ ἐπικαιρότατος, Παιάν τέ σοι τιμᾷ φάος the comfort you bring (P. 4.270) ἐρευνασάτω μεγαλάνορος Ἡσυχίας τὸ φαιδρὸν φάος fr. 109. 2. of pers., ἀστέρος οὐρανίου φαμὶ τηλαυγέστερον κείνῳ φάος ἐξικόμαν κε (P. 3.75)
   III light (of recognition), cf. a. β. supra. ἀνὰ δ' ἄγαγον ἐς φάος οἵαν μοῖραν ὕμνων brought to birth (I. 6.62)
   c frag. τὸ δ' ἀλαθε [] κατέστα φάος [?fr. 337. 10.