συμπεραίνω

From LSJ

κρυπταδίῃ φιλότητι μιγήμεναι → lie with him in secret love, join with him in secret love

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπεραίνω Medium diacritics: συμπεραίνω Low diacritics: συμπεραίνω Capitals: ΣΥΜΠΕΡΑΙΝΩ
Transliteration A: symperaínō Transliteration B: symperainō Transliteration C: symperaino Beta Code: sumperai/nw

English (LSJ)

A accomplish jointly, τι Isoc.4.171, v.l.in E.Med.887:—Med., συμπεραναμένων τῶν.. συνεργῶν αὐτῷ τὴν πρὸς Θηβαίους ἔχθραν had effectually helped him to create the ill-feeling, D.18.163; ἀπέραντα ξυμπεραίνῃ Luc.Philops.9:—Pass., to be accomplished simultaneously, τὰ συμπερανθέντα τάχη Pl.Ti.39d.
2 finish, work out, ἐπειδὰν συμπεράνωμεν (-αίνωμεν codd.) τὸν.. λόγον Gal.6.214:—Pass., ib.15.
II decide or conclude absolutely, ξ. φροντίδα make up one's mind, E.Med.341; σ. καὶ κλώθειν ἑκάστῳ τὰ οἰκεῖα Arist.Mu.401b21; κλῇθρα μοχλοῖς make the doors doubly sure by bars, E.Or.1551 (troch.); ὁ συμπεραίνων (sc. ἀριθμός) the last counted, in a series, Speus. ap. Theol.Ar.62:—Pass., to be quite finished, X.Cyr.6.1.31.
2 in Logic, Med. συμπεραίνεσθαι conclude syllogistically, draw conclusions, Arist.APr.57b20, EN1094b22:—Pass., to be so concluded, Id.Ph.186a24; τὸ συμπερανθέν the conclusion drawn, Id.EN1146a26; ἔστω συμπεπερασμένον Id.APr.42a8; σ. τι κατά τινος ib.66a38.
III intr. in Act., extend equally far, Id.HA541a2.

German (Pape)

[Seite 986] mit vollenden; ξυμπερᾶναι φροντίδα, Eur. Med. 341, κλεῖθρα συμπεραίνοντες μοχλοῖς, Or. 1551, d. i. Schlösser mit den Riegeln fest verschließen; τὰ πρὸς ἄλληλα ξυμπερανθέντα τάχη, Plat. Tim. 39 d; Xen. Cyr. 6, 1, 31; Isocr. 4, 170, nach Bekker für die vulg. διαπερ.; τὴν ἐλευθερίαν, Plut. Dem. 19; – συμπεραίνεται, in der Logik, es ergiebt sich, folgt daraus. – Med., ἔχθραν πρός τινος συμπεραίνεσθαι, Einem von Jemandes Seite Feindschaft zuziehen, Dem. 18, 163.

French (Bailly abrégé)

1 aider à mener à terme, à accomplir, acc.;
2 mener complètement à terme, achever complètement, mettre fin à, acc.;
3 conclure : συμπεραίνεται ARSTT il s'ensuit;
Moy. συμπεραίνομαι unir, associer : ἔχθραν πρός τινα συμπεραίνεσθαί τινι DÉM s'associer avec une personne dans un sentiment de haine contre une autre.
Étymologie: σύν, περαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμπεραίνω, Att. ook ξυμπεραίνω [σύν, περαίνω] helpen te realiseren, helpen te bewerkstelligen; ook med. geheel ten einde brengen, volbrengen; een gevolgtrekking maken, concluderen (door middel van een syllogisme); pass. subst..; τὸ συμπερανθέν de conclusie Aristot. EN 1146a26; tegelijk volbrengen. Plat. Tim. 39d. completeren:. κλῇθρα σ. μοχλοῖς de vergrendeling completeren met balken (d.w.z. de grendels van een al dichte deur versterken met balken) Eur. Or. 1551.

Russian (Dvoretsky)

συμπεραίνω:
1 приводить в исполнение, доводить до конца, заканчивать, довершать: ξυμπερᾶναι φροντίδα Eur. продумать до конца, поразмыслить; κλῇθρα σ. μοχλοῖς Eur. крепко запирать на запоры; ταῦτα οὕτω συνεπεραίνετο Xen. вот какие меры были приняты;
2 совместно совершать, помогать закончить: μετεῖναι τῶν βουλευμάτων καὶ ξ. Eur. участвовать в планах и помогать их выполнению; συμπεραίνεσθαί τινι ἔχθραν πρός τινα Dem. разжигать чью-л. вражду к кому-л.;
3 простирать, распространять: τὰ πρὸς ἄλληλα συμπερανθέντα τάχη Plat. сравнявшиеся друг с другом скорости;
4 простираться, распространяться, доходить (σ. καὶ ἐπεκτείνεσθαι εἴς τι Arst.);
5 (преимущ. med.) делать вывод, умозаключать: συμπεράνασθαι τὴν πρότασιν Arst. вывести (логически) положение; οὐ συμπεραίνεται Arst. (логически) не следует; τὸ συμπερανθέν Arst. и τὸ συμπεπερασμένον Arst., Plut. логический вывод, умозаключение; ξ. ἀπέραντα Luc. делать спорный или неправильный вывод.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυμπεραίνω Α
(στην αρχ. μόνον το μέσ. συμπεραίνομαι) καταλήγω σε συμπέρασμα μετά από έλεγχο δεδομένων, συνάγω λογικό συμπέρασμα (α. «από όσα άκουσα, συμπεραίνω ότι βρίσκεται σε δύσκολη θέση» β. «τὴν ἑτέραν λαβόντα πρότασιν, συμπεραίνεσθαι τὴν λοιπήν, ἣν ἐλάμβανεν ἐν ἑτέρῳ συλλογισμῷ», Αριστοτ.)
αρχ.
1. οδηγώ σε πέρας κάτι μαζί με άλλον, συνεργώ στην εκτέλεσή του, αποπερατώνω μαζί με άλλον («ᾗ χρῆν μετεῖναι τῶνδε τῶν βουλευμάτων καὶ ξυμπεραίνειν», Ευρ.)
2. ολοκληρώνω κάτι, φέρνω κάτι σε πέρας, αποπερατώνω, αποτελειώνω
3. καθιστώ κάτι ασφαλέστερο ή τελειότερο
4. αποφασίζω
5. (αμτβ.) εκτείνομαι σε ίσο μήκος, σε ίση απόσταση με άλλον, έχω τα ίδια πέρατα («τοῦτο δὴ συμπεραίνει καὶ ἐπεκτείνεται εἰς τὴν τοῦ θήλεος χώραν καὶ ὑποδοχήν», Αριστοτ.)
6. μέσ. καταλήγω
7. παθ. α) εκτελούμαι συγχρόνως
β) εξάγομαι ως λογικό συμπέρασμα
8. (το ουδ.μτχ. παθ. αορ. ή παρακμ. ως ουσ.) τὸ συμπερανθέν ή τὸ συμπεπερασμένον
το συμπέρασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + περαίνω «φέρω εις πέρας, τελειώνω»].

Greek Monotonic

συμπεραίνω: μέλ. -ᾰνῶ,
I. συμμετέχω ή βοηθώ στην επίτευξη κάποιου πράγματος, συμπερατώνω, σε Ευρ. — Μέσ., συμπεραίνεσθαί τινι ἔχθραν, συμμερίζομαι πλήρως την εχθρότητα κάποιου, σε Δημ.
II. αποφασίζω ή φέρνω εις πέρας, συμπεραίνω φροντίδα, λαμβάνω απόφαση, αποφασίζω, σε Ευρ.· κλῇθρα μοχλοῖς συμπεραίνω, ασφαλίζω διπλά τις πόρτες με μοχλούς, διπλομανταλώνω, στον ίδ. — Παθ., έχω έρθει εις πέρας, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

συμπεραίνω: βοηθῶ ἢ συνεργῶ εἰς τελείωσιν ἢ ἐκτέλεσιν, ὁμοῦ περαίνω, συναποτελειώνω, τι Εὐρ. Μήδ. 886, Ἰσοκρ. 76C. ― Μέσ., συμπεραίνεσθαί τινι ἔχθραν, συγκοινωνῶ τῆς ἔχθρας μετά τινος, Δημ. 281, 27· σ. ἀπέραντα Λουκ. Φιλοψ. 9. ― Παθητ., συγχρόνως ἐκτελοῦμαι, τὰ ξυμπερανθέντα τάχη (;) ΙΙ. φέρω εἰς πέρας, ἀποφασίζω, σ. φροντίδα, κάμνω ἀπόφασιν, Εὐρ. Μήδ. 341· σ. καὶ κλώθειν ἑκάστῳ τὰ οἰκεῖα Ἀριστ. π. Κόσμ. 7. 4 κλῇθρα μοχλοῖς σ., ἐξασφαλίζω ἐπὶ πλέον τὰς θύρας διὰ μοχλῶν, Εὐρ. Ὀρ. 1551. ― Παθ., φέρομαι εἰς πέρας ἐντελῶς, ἀποτελειώνομαι, Πλάτ. Τίμ. 39D, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 30. 2) ἐν τῇ Λογικῇ, μέσ., συμπεραίνεσθαι, συνάγειν λογικὸν συμπέρασμα ἐκ δεδομένων προτάσεων, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 2. 5, 1, Ἠθικ. Νικ. 1. 3, 4. ― Παθητ., συμπεραίνομαι, συνάγομαι ὡς συμπέρασμα, ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 1. 3, 4· τὸ συμπερανθέν, τὸ ἐξαχθὲν συμπέρασμα, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 7. 2, 8· ἔστι συμπεπερασμένον ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Προτ. 1. 25, 3· σ. τι κατά τινος αὐτόθι 2. 19, 2. ΙΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., ἐκτείνομαι ἐξ ἴσου μακράν, ἔχω τὰ αὐτὰ πέρατα, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 5, 7. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 388.

Middle Liddell

fut. ᾰνῶ
I. to join or assist in accomplishing, Eur.:—Mid., συμπεραίνεσθαί τινι ἔχθραν to join fully in enmity with another, Dem.
II. to decide or conclude absolutely, ς. φροντίδα to make up one's mind, Eur.; κλῇθρα μοχλοῖς ς. to make the doors doubly sure by bars, Eur.:—Pass. to be quite finished, Xen.