ἔφοδος
English (LSJ)
(A), ον,
A accessible, f.l. for εὐεφ-, Th.6.66 (in Sup. -ώτατος), Polyaen.1.49.
ἔφοδ-ος (B), ὁ,
A one who goes the rounds, X. Cyr.8.6.16, Plb.6.36.6. 2 inspector, PTeb.30.27 (ii B. C.).
ἔφοδ-ος (C), ἡ,
A approach, Th.4.129, 6.99 (pl.); αὐτόθεν ἐπὶ τοὺς πολεμίους X. An.4.2.6; εἰς τὸν λόφον ib.3.4.41; entrance to a holy place, Jahresh. 18 Beibl.23 (Cilicia, ii A. D.); ἔφοδον θύειν sacrifice on arrival, GDI 2501.34 (Delph.). b ἔφοδοι θαλάττης advance of the tides, Thphr. Metaph.29. c in argument, method of reasoning, ἡ ἀπὸ τῶν καθ' ἕκαστον ἐπὶ τὰ καθόλου ἔ. Arist.Top.105a14; τὰ ἀκόλουθα, τὰ ἑξῆς τῆς ἐ., Ph.1.572, 598; ἐξ ἐναργέος ἐφόδου, i. e. from the clear teaching of experience, Hp.Praec.1. d Archit., course of masonry, IG22.244.98 (iv B. C.), 5(2).33 (Tegea, iii B. C.). 2 means of approach, Plb.1.13.9; right of access, δίδοσθαί τινι τὴν ἔ. ἐπὶ τοὺς πολλούς Id.4.34.5; ἐπὶ τὰς ἀρχὰς καὶ τὸν δῆμον SIG278.12 (Priene, iv B. C.), cf. IG11(4).547 (Delos, iii B. C.); access for traffic and intercourse, communication, ἔφοδοι παρ' ἀλλήλους Th.1.6; πρὸς ἀλλ. Id.5.35; right of importation, τῶν ἐπιτηδείων X.HG2.4.3. b pl., natural passages, e.g. nostrils, Hp.Epid.6.2.16. 3 attempt, plan, method, ib.6.5.1, Arist.EE1230a35, Thphr.Sens.60; ἔ. τῆς ἐξηγήσεως Plb.3.1.11; method of procedure, Vett. Val.24.12; σοφιστικοῖς λόγοις καὶ ἐφόδοις χρησάμενοι Id.334.9. II attack, onslaught, A.Eu.375 (lyr., pl.), Th.1.93, etc.; τοῦ στρατεύματος X.An.2.2.18; ἔφοδον ποιεῖσθαι Th.2.95; δέξασθαι Id.4.126, Pl.Phd.95b; γνώμης μᾶλλον ἐφόδῳ ἢ ἰσχύος Th.3.11; ἐξ ἐφόδου τρέψασθαι at the first assault, Plb.1.36.11, cf. OGI 654.4 (Egypt, i B. C.), etc.; τῇ πρώτῃ ἐφόδῳ ἁλῶναι D.H.4.51; αὐτῆ ἐ. τρεψόμενοι τοὺς πολεμίους Id.3.4; of ships, εἰς τὴν ὁδὸν καὶ εἰς τὴν ἔφοδον dub.l. in Plb.3.25.4 codd. (leg. ἄφ-) ; νυκτιπόλοι ἔφοδοι of the haunting powers of darkness, as subject to Persephone, E.Ion1049 (lyr.). 2 attack or access of fever, Hp.Prog.20; afflux of heat or cold, Id.Vict.1.32 (pl.). 3 Rhet., artful exordium, D.H.Is.3 (pl.), Lys.15; = insinuatio, [Cic.] ad Herenn.1.4.6, cf. Aphth.Prog. 13, etc. III proceedings in a law-court, suit, PHib.1.96.10 (iii B. C.), etc.
German (Pape)
[Seite 1121] ἡ, 1) der Zugang, der Weg, der zu Etwas führt; τὰς ἐφόδους καταλαμβάνειν Thuc. 6, 99; ἀπὸ ταύτης (τῆς κορυφῆς) ἔφοδος ἐπὶ τὸν λόφον Xen. An. 3, 4, 41; αὐτόθεν ἐπὶ τοὺς πολεμίους ἦν 4, 2, 6; ἀποκλείειν τὰς ἐφόδους τῶν ἐπιτηδείων, die Zufuhr abschneiden, Hell. 2, 4, 3; ἔφοδον δοῦναι ἐπὶ τοὺς πολλούς, die Erlaubniß geben zum Volke zu sprechen, Pol. 4, 34, 5. – Die Abführungsgänge im Körper, Hippocr. – Uebertr., Weg, Mittel zu Etwas, πρός τι, Diosc.; τῆς ἐξηγήσεως, Methode, Pol. 3, 1, 11; γνώμης μᾶλλον ἐφόδῳ ἢ ἰσχύος Thuc. 3, 11; im philosophischen Sinne, die Beweisführung, Plut. u. a. Sp.; bes., wie bei den Rhetoren, der Kunstgriff, im Eingange der Rede die Zuhörer zu gewinnen, auf künstliche u. versteckte Weise, insinuatio, D. Hal. de Isaeo 3 u. a. Rhett. – 2) das Hinzu-, Herangehen; im freundlichen Sinne, Besuch, Verkehr, ἀσφαλεῖς παρ' ἀλλήλους ἐφόδους Thuc. 1, 6, wie 5, 35; gew. im feindlichen Sinne, das Anrücken des Heeres, der Angriff, Anfall; von den Furien, Aesch. Eum. 353; στρατιᾶς ἡ κατὰ θάλατταν ἔφοδος Thuc. 1, 93; ἔφοδον ποιεῖσθαι, angreifen, 2, 95; ἥ τε φυγὴ καὶ ἡ ἔφοδος 4, 126; Xen. u. A.; auch übertr., εὐθὺς τὴν πρώτην ἔφοδον οὐ δέξασθαι τοῦ σοῦ λόγου, den ersten Angriff aushalten, Plat. Phaed. 95 b; vgl. Thuc. 4, 126; ὑπομένειν Hdn. 8, 1, 10; – ἐξ ἐφόδου, beim ersten Angriff, Pol. u. a. Sp.; geradezu mit ῥᾳδίως τρέψασθαι τοὺς πολεμίους verbunden, Pol. 1, 36, 11, wofür D. Hal. 3, 4 αὐτῇ τῇ ἐφόδῳ sagt. – Bei den Medic. von Paroxismen, von entscheidenden Tagen, auch φύσεως, der Andrang der Natur, Reaction gegen eine Krankheit, Hippocr. – Allgemein, Εἰνοδία, ἃ τῶν νυκτιπόλων ἐφόδων ἀνάσσεις, die Pfade der Nacht, Eur. Ion 1049. ὁ, = ἐφοδευτής, der zur Besichtigung der Wachen herumgeht; Xen. Cyr. 8, 6, 16; Pol. 6, 36, 6. zugänglich; ἔρυμα, ᾑ ἐφοδώτατον ἦν τοῖς πολεμίοις Thuc. 6, 66; vgl. Polyaen. 1, 49, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἔφοδος: -ον, εὐπρόσιτος, Θουκ. 6. 66 (ἐν τῷ Ὑπερθ. -ώτατος), Πολύαιν. 1. 49.
French (Bailly abrégé)
1ου (ἡ) :
I. chemin qui mène vers :
1 approche, avenue, accès;
2 moyen d’approcher, voie, moyen : γνώμης ἐφόδῳ THC par voie de persuasion;
II. action d’aller vers, de s’avancer, d’où
1 abord, échange de relations : ἔφοδος τῶν ἐπιτηδείων XÉN échange ou importation des choses nécessaires;
2 en mauv. part attaque, choc, irruption.
Étymologie: ἐπί, ὁδός.
2ου (ὁ) :
qui fait une ronde de surveillance.
Étymologie: ἐπί, ὁδός.
3ος, ον :
accessible, praticable;
Sp. ἐφοδώτατος.
Étymologie: ἐπί, ὁδός.
Greek Monolingual
(I)
ἐφοδος, -ον (Α)
(εσφ. αν. του εύέφοδος
ευπρόσιτος, ευκολοπλησίαστος (α. «σταύρωμα ἔπηξαν καὶ ἔρυμά τε, ᾗ ἐφοδώτατον ἦν τοῑς πολεμίοις», Θουκ.
β. «συνιδὼν ἔφοδον ὄντα τὸν λόφον», Πολύαιν.).———————— (II)
ἔφοδος, o (A)
1. αυτός που περιέρχεται και επιβλέπει τους φρουρούς, περίπολος («τῶν δ' ἐφόδων ἕκαστος... πρὸς τὸν χιλίαρχον ἀναφέρει τὸ σύνθημα», Ξεν.)
2. πάπ. επόπτης, επιθεωρητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὁδός].———————— (III)
η (ΑΜ ἔφοδος)
εφόρμηση, επίθεση, επιδρομή («το φρούριο κυριεύθηκε εξ εφόδου»)
νεοελλ.
νυκτερινή επιθεώρηση της φρουράς από αξιωματικό, η εφοδεία («έφοδος αξιωματικού του φρουραρχείου»)
μσν.
ερχομός, είσοδος
αρχ.
1. προσέγγιση, πλησίασμα σε κάποιο μέρος
2. είσοδος σε ιερό τόπο
3. (για λογικό επιχείρημα) μέθοδος συλλογισμού
4. μέσο εισόδου ή προσεγγίσεως
5. δικαίωμα εισόδου
6. συγκοινωνία, σχέση («ἔφοδοι παρ' ἀλλήλους», Θουκ.)
7. εισαγωγή εμπορευμάτων από ξένη χώρα
8. επιχείρηση, σχέδιο, μέθοδος («ἔφοδος τῆς ἐξηγήσεως», Πολ.)
9. μέθοδος διαδικασίας, τρόπος διεξαγωγής
10. (ρητ.) έντεχνο προοίμιο
11. αγωγή σε δίκη
12. ανταρσία, στάση
13. ιατρ. α) προσβολή πυρετού
β) συρροή αίματος αναφορικά με τη θερμότητα και το ψύχος
γ) στον πληθ. αἱ ἔφοδοι
οι φυσικές δίοδοι, οι οπές, και ειδ. οι ρώθωνες
14. αρχιτεκτονική σειρά τοιχοποιίας
15. φρ. α) «ἔφοδον θύειν» — να κάνει θυσία κατά την άφιξη
β) «ἔφοδοι θαλάσσης» — προχωρήσεις αμπώτιδος
γ) «ἔφοδος ἐναργής» — καθαρή παρατήρηση
δ) «ἔφοδον ποιεῑσθαι» — το να προσβάλλει, να επιτίθεται κάποιος
ε) «πρώτῃ ἐφόδῳ» ή «αὐτῇ ἐφόδῳ» — με την πρώτη επίθεση, προσβολή
στ) «νυκτιπόλοι ἔφοδοι» — λέγεται για τις δυνάμεις του σκότους που υπόκεινται στην Περσεφόνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὁδός].