κατάσταση

Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (AM κατάστασις) καθίστημι
ο τρόπος ύπαρξης, ο τρόπος κατά τον οποίο υπάρχει κάτι σε ορισμένο τόπο ή χρόνο
νεοελλ.
1. οι φυσικές ή κοινωνικές ή άλλες συνθήκες σε δεδομένη στιγμή
2. φυσ. η βασική μορφή τών υλικών σωμάτων ως στερεών, υγρών, αερίων, πλάσματος («αέρια κατάσταση»)
3. στρ. θέση σε σχέση με την υπηρεσίακατάσταση διαθεσιμότητας»)
4. κατάλογος ή πίνακας με ονόματα προσώπων ή πραγμάτων
5. φρ. α) «κατάσταση πολιορκίας» — κρίσιμη στιγμή που για την αντιμετώπισή της πρέπει να ληφθούν έκτακτα μέτρα
β) «είμαι σε κατάσταση» — είμαι σε θέση, μπορώ να
γ) «η κατάσταση έφθασε στο απροχώρητο» — οι συνθήκες ζωής κατάντησαν ανυπόφορες
δ) «πολιτική κατάσταση» — το σύνολο τών πολιτικών ζυμώσεων και οι διαφοροποιήσεις που προέρχονται από αυτές
ε) «οικονομική κατάσταση» — τα οικονομικά του κράτους ή διαφόρων ατόμων
στ) «ατμοσφαιρική κατάσταση» — οι καιρικές συνθήκες
ζ) «εμπόλεμη κατάσταση» — οι συνθήκες που επικρατούν μετά την κήρυξη του πολέμου
η) «κατάσταση πραγμάτων» — όπως είναι τα πράγματα
θ) «δεν είναι κατάσταση αυτή» — για κάτι που δεν είναι δυνατόν να γίνει ανεκτό πλέον
ι) «κατάσταση προσώπου» — η θέση που κατέχει το άτομο στο Δίκαιο από την άποψη της προσωπικότητας, δηλ. της ικανότητας να είναι φορέας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων
αρχ.
1. διάταξη, σύσταση, εγκαθίδρυση
2. η εγκαθίδρυση σε κάποιο αξίωμα, η εγκατάσταση τών αρχών
3. (στην Αθήνα) η εκλογή και κατάταξη τών πολιτών στους ιππείς καθώς και το χρηματικό ποσό που έπαιρναν από το δημόσιο ταμείο για εξάρτυση του αλόγου
4. παρουσίαση, εισαγωγή ξένων πρέσβεων ενώπιον της βουλής ή του δήμου
5. η υπεράσπιση μιας υπόθεσης, συνηγορία
6. εξιστόρηση
7. καθησύχαση, καταπράυνση, ηρέμηση
8. μανία
9. επανόρθωση, αποκατάσταση
10. ανάταξη
11. (ρητ.) ο καθορισμός της υπόθεσης, το πρώτο μέρος της διήγησης μετά το προοίμιο στο οποίο ο ρήτορας κατατόπιζε τους δικαστές για την υπόθεση
12. σταθερότητα, διατήρηση
13. η τοποθέτηση στρατευμάτων στη μάχη
14. γραμμ. σύνταξη
15. φρ. «κατάσταση ἐγγυητῶν» — το να παρέχει κάποιος εγγυητές.