ἔμφρων
English (LSJ)
ον, gen. ονος, (φρήν) A in one's mind or in one's senses, sensible: opp., 1 to one mad, σε Ζεὺς τίθησιν ἔμφρονα = Zeus will bring thee to thy senses, A.Pr.848; ἔμφρων εἰμί Id.Ch.1026; ἔμφρων καθίσταμαι = I come to myself, S.Aj.306; ποιητὴς . . οὐκ ἔ. ἐστίν Pl.Lg.719c; ἀντὶ μανικῶν . . ἑξεις ἔμφρονας ἔχειν ib.791b. 2 to one dead, ἔτ' ἔμφρων S.Ant.1237, cf. Antipho 2.3.2; ἔμφρων γίγνεσθαι to recover from a swoon or lethargy, Hp.Coac.136. 3 to one asleep, S.E.M.7.129. II rational, intelligent, ζῷα ἔμφρονα, opp. εἴδωλα ἄφρονα, X.Mem.1.4.4; also ζωή ἔμφρων, βίος ἔμφρων, Pl.R.521a, Ti.36e; ἡ πρεσβυτῶν ἔ. παιδιά Id.Lg.769a; τέχνη ἐμφρονεστέρα Arist.Rh.1359b6; ὅταν ἐς ἥβην ἐξικώμεθ' ἔμφρονες when we come to years of discretion, prob. in S.Fr.583.6. 2 sensible, prudent, Thgn.1126, Pi.O.9.74, S.OT436; ἔμφρων σωφροσύνη Th.1.84; ἔμφρων περί τι wise about or in a thing, Pl.Lg.809d; τῶν δημιουργῶν ἢ τῶν ἄλλων τῶν ἐμφρόνων ἀνδρῶν experts, Id.Hipparch.226c. Adv. ἐμφρόνως = sensibly, wisely, Id.R.396d, al., Antiph.104: Comp. ἐμφρονέστερον Phalar.Ep.67.3: Sup. ἐμφρονέστατα Plu.Ant.14.
German (Pape)
[Seite 820] ον, bei Besinnung; im Ggstz des Todten, Soph. Ant. 1222; neben ἔμπνους Antiph. 2 γ 2; ἔμφ. γίγνομαι, ich komme zu mir, aus einer Ohnmacht, Hippocr.; Ggstz ἔκφρων, Plut. Pomp. 74; im Ggstz des Wahnsinnes, ἐνταῦθα δή σε Ζεὺς τίθησιν ἔμφρονα Aesch. Prom. 850, wie Ch. 1022; ἔμφ. μόλις καθίσταται Soph. Ai. 299; Plat. Tim. 71 e Legg. IV, 719 c; ἕξεις, den μανικαὶ διαθέσεις entgeggstzt, VII, 791 b. – Gew. klug, verständig; Pind. Ol. 9, 80; Soph. O. R. 436; in Prosa oft, von Menschen, Plat., Ggstz ἄφρων, Conv. 194 b (wie ἀβέλτερος Alexis Ath. XIII, 562 b); περί τι, Legg. VII, 809 d; auch ζῷα, Xen. mem. 1, 4, 4; σωφροσύνη Thuc. 1, 84; βίος Plat. Tim. 36 e; τὸ ἔμφρον D. Cass. 41, 31. – Adv. ἐμφρόνως, von Plat. an überall.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμφρων: -ον, γεν. -ονος, (φρὴν) ἐχέφρων, συνετός, φρόνιμος, ἔχων τὰς φρένας του· - καὶ τοῦτο κατ’ ἀντίθεσιν, 1) πρὸς παράφρονα, σὲ Ζεὺς τίθησιν ἔμφρονα, σὲ φέρει εἰς τὰς φρένας σου (ἔνθα ὁ Ἕρμαννος προτείνει ἔγκυον, ὁ δὲ Μαδβίγιος τίθησ’ ἐγκύμονα), Αἰσχύλ. Προμ. 848· ἔμφρων εἰμὶ ὁ αὐτ. Χο. 1026· ἔμφρων καθίσταμαι Σοφ. Αἴ. 306· ποιητὴς... οὐκ ἔμφρων ἐστὶν Πλάτ. Νόμ. 719C· ἀντὶ μανικῶν... ἕξεις ἔμφρονας ἔχειν αὐτόθι 791Β., 3) ἐπὶ ἀποθνήσκοντος, ἔτ’ ἔμφρων Σοφ. Ἀντ. 1237, πρβλ. Ἀντιφῶντα 118. 10· ἔμφρ. γίγνεσθαι, ἀναλαμβάνειν ἐκ λιποθυμίας ἢ ληθαργίας, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 137· ὡσαύτως ἐπὶ κοιμωμένου, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 129. ΙΙ. λογικός, μὲ νοῦν, ζῷα Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 4: - οὕτω καὶ ζωή, βίος ἔμφρων Πλάτ. Πολ. 521Α, Τίμ. 36Ε· ἡ πρεσβυτῶν ἔμφρ. παιδιὰ ὁ αὐτ. Νόμ. 769Α· τέχνη ἐμφρονεστέρα Ἀριστ. Ρητ. 1. 4, 4. 2) νουνεχής, συνετός, φρόνιμος, Θέογν. 1122, Πινδ. Ο. 9, 113, Σοφ. Ο. Τ. 436· ἔμφ. σωφροσύνη Θουκ. 1. 84· ἔμφρ. περί τι, συνετὸς περί τι, Πλάτ. Νόμ. 809D· τῶν δημιουργῶν ἢ τῶν ἄλλων τῶν ἐμφρόνων ἀνδρῶν, τῶν πεπειραμένων, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππάρχῳ 226D: - Ἐπίρρ. ἐμφρόνως, συνετῶς, φρονίμως, ὁ αὐτ. Πολ. 396C, κ. ἀλλ., Ἀντιφάν. ἐν «Ἡνιόχῳ» 1: Ὑπερθ. ἐμφρονέστατα, Πλουτ. Ἀντών. 14.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
I. qui a conscience de soi-même;
II. qui est en possession de sa raison ; qui recouvre la raison;
III. p. ext.
1 doué de raison, raisonnable;
2 sensé, prudent, sage.
Étymologie: ἐν, φρήν.
Ant. ἀβέλτερος.
English (Slater)
ἔμφρων
1 sensible ὥστ' ἔμφρονι δεῖξαι μαθεῖν Πατρόκλου βιατὰν νόον (O. 9.74)
Spanish (DGE)
-ον
A I1que está en su sano juicio, consciente, lúcido de pers., op. la locura σε Ζεὺς τίθησιν ἔμφρονα Zeus te ha de devolver el juicio A.Pr.848, ἕως δ' ἔτ' ἔ. εἰμί mientras todavía estoy en mi juicio A.Ch.1026, ἔ. μόλις πως ξὺν χρόνῳ καθίσταται S.Ai.306, ὅταν μὲν σῶμα κουφισθῇ νόσου ἔ. δακρύει E.Or.44
•op. el delirio ritual y creativo ὥσπερ οἱ κορυβαντιῶντες οὐκ ἔμφρονες ὄντες ὀρχοῦνται, οὕτω καὶ οἱ μελοποιοὶ οὐκ ἔμφρονες ὄντες τὰ καλὰ μέλη ταῦτα ποιοῦσιν Pl.Io 534a, cf. 535b, τὴν τῶν ἐμφρόνων ζήτησιν τοῦ μέλλοντος op. la indagación mántica, Aristid.Or.2.52
•op. la enajenación transitoria πολὺν χρόνον ἔκφρων καὶ ἄναυδος ἔκειτο, μόλις δέ πως ἔ. γενομένη Plu.Pomp.74, οἷον ἐκ μανίας τινός ἢ παρακοπῆς ὑπὸ τῶν λόγων ἔ. καθιστάμενος Plu.Cat.Mi.35
•op. la embriaguez ἔμφρον' ἢ κάτοινον; E.Io 553
•op. la inconsciencia ἔτ' ἔ. παρθένῳ προσπτύσσεται S.Ant.1237, ἔ. δ' ἀνᾴξας ... πεσήματος E.IT 315, ἔτι ἔμφρονα εὑρόντες Antipho 2.3.2, frec. en medic. τὰς δὲ πέντε ἡμέρας τοτὲ μὲν ἔ. ἦν Hp.Epid.5.14, ἔ. ἔθανεν Hp.Epid.5.105, cf. 7.8, ἔμφρονες γενόμενοι Hp.Coac.136, cf. Morb.2.21
•op. el sueño κατὰ δὲ ἔγερσιν πάλιν ἔμφρονες S.E.M.7.129
•que indica consciencia ἤδη μηδὲ τὰς ἀποκρίσεις ἔμφρονας ἀκριβῶς ποιοῦνται de un enfermo, Gal.8.330.
2 op. la materia inerte consciente, animado ζῷα op. εἴδωλα X.Mem.1.4.4, ζωή Athenag.Res.13.2, cf. Iren.Lugd.Haer.1.4.1.
II de pers. y abstr.
1 juicioso, sensato, que medita y actúa de forma inteligente
a) de pers. ὁ Ἱππίας καὶ τῇ φύσει πολιτικὸς καὶ ἔ. ἐπεστάτει τῆς ἀρχῆς Arist.Ath.18.1, τοὺς μὲν ἄλλους αἱ συμφοραὶ ... ποιοῦσιν ἐμφρονεστέρους Isoc.8.85, cf. M.Ant.10.8, κριτής Pl.Lg.669a, ἔφεδρος Plb.5.104.7, πατήρ Plu.2.12c, γυνή I.AI 14.351, ἡγεμών D.H.8.1, ἡ μὲν ἔ. ... μερίς ἐν τῇ πόλει Πομπήιον ἐθεράπευε Plu.Crass.7, ὅσοι Καρχηδονίων ἔμφρονες App.Pun.215, σκεψώμεθα τί τῆς λαλιᾶς ἐστι καὶ τῶν λόγων τῶν ἐμφρόνων Aristid.Or.3.53, cf. Luc.ITr.23, Aristid.Quint.55.17, Vett.Val.381.17, op. ἄφρων: ὀλίγοι ἔμφρονες πολλῶν ἀφρόνων φοβερώτεροι Pl.Smp.194b, cf. Euthd.285a, Ph.1.354, op. ἀβέλτερος Alex.247.8
•frec. subst. ἔμφρονι δεῖξαι Pi.O.9.74, cf. Pl.Lg.964d, (ἀρετή) οὐ μόνον ἔμφρονας παρέχεται Plu.2.24c;
b) de cualidades, acciones o estados de la persona εἴθ' εἶχε φωνὴν ἔμφρον' ἀγγέλου δίκην ojalá tuviera una voz juiciosa como la de un mensajero A.Ch.195, σωφροσύνη Th.1.84, ζωῆς ἀγαθῆς τε καὶ ἔμφρονος Pl.R.521a, πρόνοια D.H.1.4, ἡγεμονία D.H.6.85, λογισμός Ph.2.209, Plu.Mar.29, ἀγωγή D.H.Comp.1.8, ἡλικία Hom.Clem.13.16
•neutr. plu. sup. como adv. ἐμφρονέστατα κεχρῆσθαι καὶ πολιτικώτατα Plu.Ant.14;
c) como atributo de la parte espiritual o racional humana ὀρθῶς γε ἡ ἔ. (ψυχή) ἡγείται, ἡμαρτημένως δ' ἡ ἄφρων; Pl.Men.88e, cf. D.S.14.28, Onas.1.10, Ocell.Fr.1, νοῦν ἔχων ἔμφρονα Pl.Lg.913a
•neutr. subst. τὸ ἔμφρον καὶ μεμετρημένον ἐν θεωριῶν ἐπιτελέσει M.Ant.1.16.7.
2 inteligente, sabio op. al ignorante ἔ. περὶ τοῦτο γέγονας Pl.Phlb.17e, cf. Thphr.Sens.48, op. μῶρος S.OT 436.
3 op. la cobardía animoso, con presencia de ánimo ὅσον περιῆν Λάχητος τῷ ἔ. εἶναι cuánto superaba a Laques en la presencia de ánimo Pl.Smp.221b, cf. Arr.Cyn.7.3.
B adv. ἐμφρόνως
I conscientemente, con consciencia ἐ. διετίθητο τὰ ἑωυτῆς Hp.Epid.7.25.
II ref. comportamiento
1 juiciosamente, con prudencia ἀντιποιεῖσθαι Pl.Phlb.23a, cf. R.396d, Antiph.103.3, ἐ. κεχρῆσθαι τῇ μάχῃ ταύτῃ Plb.2.33.1, cf. 1.66.2, τοῦτο προϊδὼν ... ἔ. Plu.Flam.9, cf. 2.102e, βουλευσάμενοι D.S.11.77, σωφροσύνης τοὺς καρποὺς γεώργησον ἐ. Clem.Al.Prot.11.117, (βίβλοις ποιητῶν) τούτοις δ' ἅπασιν ἔ. ἐντύγχανε Amph.Seleuc.38, cf. Bas.Anc.Virg.M.30.684C.
2 animosamente, con valor, con presencia de ánimo ὁ ... ἐν αὐτῷ τῷ θυμομαχεῖν ἔ. ὑπομένων τὸ δεινόν D.S.8.12.
Greek Monolingual
-ον (AM ἔμφρων, -ον)
φρόνιμος, γνωστικός, μυαλωμένος («οἱ ἄφρονες ἀπεδείχθησαν ἔμφρονες»)
αρχ.
1. μυαλωμένος, αυτός που έχει σώες και ακέραιες τις φρένες ή τις αισθήσεις του («ἕως δ' ἔτ' ἔμφρων εἰμί» — όσο έχω τα λογικά μου, Αισχ.)
2. αυτός που προέρχεται από λογική σκέψη, από φρόνηση
3. ιατρ. αυτός που συνέρχεται από λιποθυμία ή λήθαργο (σε αντίθεση με τον νεκρό)
4. ξύπνιος (σε αντίθεση με τον κοιμισμένο)
5. λογικός, μετρημένος («περὶ τὴν ἀργυρίου κτῆσιν ἔμφρων», Δίων Χρυσ.)
6. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔμφρον
η σύνεση.
επίρρ...
εμφρόνως
συνετά, φρόνιμα, λογικά.
Greek Monotonic
ἔμφρων: -ον, γεν. -ονος (ἐν, φρήν),·
I. 1. αυτός που βρίσκεται στο μυαλό ή στη λογική κάποιου, σε Αισχύλ., Σοφ.
2. ζωντανός, στον ίδ.
II. 1. λογικός, ευφυής, έξυπνος, μυαλωμένος, σε Ξεν., Πλάτ.
2. νοήμων, εχέφρων, λογικός, αγχίνους, έξυπνος, ευφυής, συνετός, σώφρων, σε Θέογν., Σοφ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἔμφρων: 2, gen. ονος
1) находящийся в сознании: ἔτ᾽ ἔ. Soph. еще не потерявший сознания, еще живой; πάλιν ἔ. Sext. и ἔ. γενόμενος Plut. пришедший в себя, очнувшийся; ἔμφρονα τιθέναι τινά Aesch. приводить кого-л. в чувство; ἔ. καθίστασθαι Soph. приходить в чувство;
2) сопровождаемый сознанием, сознательный (ἕξις Plat.; ῥαστώνη Arst.);
3) (благо)разумный, рассудительный (ἀνήρ Pind., Soph., Arst., Plut.; σωφροσύνη Thuc.; ζῷα Xen.; βίος Plat.; τέχνη Arst.; τόλμαι Plut.).
Middle Liddell
ἔμ-φρων, ονος, n [ἐν, φρήν
I. in one's mind or senses, Aesch., Soph.
2. alive, Soph.
II. rational, intelligent, Xen., Plat.
2. sensible, shrewd, prudent, Theogn., Soph., etc.
English (Woodhouse)
clever, conscious, prudent, sane, sensible, wise, in one's right mind, in one's senses