ἅλας
English (LSJ)
ᾰτος, τό, = ἅλς, salt, Arist.Mir.844b16, Lycon ap. Hdn. Gr. 2.716, LXX Le.2.13, al., Ep.Col.44.6, Gal.14.327; ἅλας ἀμμωνιακόν POxy.1222.2 (iv A. D.).
Spanish (DGE)
-ατος, τό
sal Arist.Mir.844b16, PPetr.3.140a.2 (III a.C.), Ep.Col.4.6, Gal.14.327, PAnt.190a.23 (VI/VII d.C.), Gr.Naz.M.37.723
•tb. plu. ἁλάτων μέδιμνον Lyco 28, prov. ἅλασιν ὕει de una gran abundancia, Sud.
•fig. ref. a cualidades espirituales τὸ ἅλας τῆς γῆς Eu.Matt.5.13, ἅλας ἀμμωνιακόν sal amoniacal, POxy.1222.2 (IV d.C.).
German (Pape)
[Seite 89] ατος, τό (ἅλς), im Sprichwort, ἅλασιν ὕει, es regnet Salz, von großer Fruchtbarkeit, Suid.; nach E. M. ein Wort der gemeinen Sprache; sonst nur N.T., u. Sp., wie Diod. S. 1, 63; Plut. Symp. 4, 4, 3; φέρων ἅλας Theocr. 15, 17; s. ἅλς.
French (Bailly abrégé)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Russian (Dvoretsky)
ἅλας: ᾰτος (ᾰλᾰ) τό Arst., Theocr., Diod., Plut. = ἅλς II.
Middle Liddell
[ἅλς]
salt, NTest., Plut.
English (Strong)
from ἅλς; salt; figuratively, prudence: salt.
Greek Monolingual
ο
1. (άλογο) στικτό, με άσπρα στίγματα σε μαύρο βάθος
2. μάλλινος επενδύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ala «ποικιλόχρωμος»].
(-ατος), το (Α ἅλας) (νεοελλ. και αλάτι, το
αρχ. και ἅλς-ἁλός, ο)
1. το χλωριούχο νάτριο, το μαγειρικό αλάτι που χρησιμοποιείται στη μαγειρική και στη συντήρηση τροφίμων
(βλ. λ. άλατα)
2. η δύναμη που συντηρεί και κάνει νόστιμο κάτι, που το προφυλάσσει από τη σήψη ή τη διάλυση
«ο νοικοκύρης είναι τ' αλάτι του σπιτιού»
«ὑμεῖς ἐστε τὸ ἅλας τῆς γῆς ἐὰν τὸ ἅλας μωρανθῇ ἐν τίνι ἁλισθήσεται;» (ο Χριστός προς τους Αποστόλους, Κ.Δ.)
«φῶς ἔσμεν καὶ ἅλας» (Οι χριστιανοί μέσα στον αμαρτωλό κόσμο, Ιω. Χρυσ.)
«ἅλας αὐτοὶ ὑπάρχοντες ἤρτυον καὶ ἤλιζον πᾶσαν ψυχήν» (ο Μακάριος Αιγύπτου χαρακτηρίζει τους Αποστόλους)
3. η νοστιμιά, η χάρη τών λόγων ή του πνεύματος
«τα λόγια του δεν έχουν αλάτι» (είναι άνοστα και βαρετά), «ἀττικὸν ἅλας» — η χάρη και η λεπτότητα του αττικού πνεύματος, «λόγος ἅλατι ἠρτυμένος», «τὸ ἐπουράνιον ἅλας τοῦ πνεύματος»
νεοελλ.
«άλας αγγλικόν» ή «άλας της Αγγλιτέρας» — θειική μαγνησία, καθαρτικό τών εντέρων
αρχ.-μσν.
1. η σοφία
«τῷ θείῳ τῆς γραφῆς ἅλατι» — η θεϊκή (θεόπνευστη) σοφία της γραφής
2. το δόγμα, η αναμφισβήτητη αλήθεια
φράσεις: «δεν δίνει ούτε σπυρί αλάτι», «οὺ σὺ γ' ἄν... σῷ ἐπιστάτῃ οὐδ' ἅλα δοίης» (Ομ.)
για τον υπερβολικά τσιγκούνη
«φάγαμε ψωμί κι αλάτι», «πολλοὶ κοινωνήσαντες ἁλάτων καὶ τραπέζης» (Ωριγένης), «ὅρκον μέγαν, ἅλας τε καὶ τράπεζαν» (Αρχίλ.)
δείγμα φιλίας και οικειότητας που προέρχονται από παλιά γνωριμία ή μακρά συμβίωση
/ «όσα είπαμε νερό κι αλάτι» — όσα είπαμε να ξεχαστούν, να διαλυθούν οι παρεξηγήσεις, όπως τ' αλάτι μέσα στο νερό
/ «αλάτι να γίνεις» (κατάρα) να εξαφανιστείς, να χαθείς
/ «όπως λειώνει τ' αλάτι να λειώσουν οι κατάρες μου» — για κατάρες που ανακαλούνται, συνήθως από μητέρες για τα παιδιά τους
/ «σε ξένο φαΐ αλάτι μη ρίχνεις» — μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις
/ «το 'σπειρε αλάτι» — δεν κατόρθωσε τίποτα, έφερε καταστροφή
/ «τον έκανε τ' αλατιού» — τον έδειρε τόσο πολύ ώστε το πληγωμένο σώμα του χρειάζεται αλάτι για να μη σαπίσει
/ «αλάτι πάει στην αλυκή και φρύγανα στο λόγγο» — γι' αυτόν που φέρνει κάτι εκεί όπου υπάρχει αφθονία ή ενεργεί άσκοπα και ανόητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταγενέστερη λ. για το «αλάτι», που αρχικά απαντά στον Αριστοτέλη. Ο τ. προήλθε από την αιτιατ. πληθ. (τους) ἅλας της αρχαιότερης λ. (ὁ) ἃλς «αλάτι» με μεταπλασμό του γένους, πιθ. κατ' επίδραση λέξεων γένους ουδετέρου, με τις οποίες συνήθως συνεκφερόταν (πρβλ. κρέας, τὸ- ὄψον, τὸ- ὕδωρ, τὸ-ὄξος, τὸ- ἕλαιον, τὸ). Η λ. εξακολουθεί να χρησιμοποιείται και σήμερα υπό τον τύπο αλάτι < υποκορ. αλάτι(ον).
ΠΑΡ. αλατίζω, αλάτινος, αλατικόν
αρχ.-μσν.
ἁλάτιον
νεοελλ.
αλάτι.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλατο-δοχείο, αλατο-ειδής, αλατο-μιγής, αλατόπαστος, αλατο-πηγός, αλατο-ποιός, αλατο-πύκνωση, αλατουργός, αλατούχος, αλατο-φόρος, αλατο-φύλακας, αλατωρύχος].
Greek Monotonic
ἅλας: -ᾰτος, τό (ἅλς), αλάτι, σε Καινή Διαθήκη, Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
ἅλας: ᾰτος, τό, (ἅλς) ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν ἅλας, κατὰ δὲ Σουΐδ. μόνον ἐν χρήσει εἰς τὴν παροιμίαν ἅλασιν ὕει, ἀλλ’ ἡ ὀνομαστικὴ ἀπαντᾷ παρ’ Ἀριστ. Θαυμ. 138, συχνάκις δὲ καὶ παρὰ μεταγενεστέροις πεζοῖς, ὡς ἐν Πλουτ. 2. 668F· Εὐαγγ. κ. Ματθ. ε΄, 13, κτλ.
Chinese
原文音譯:¤laj 哈拉士
詞類次數:名詞(8)
原文字根:鹽 相當於: (מֶלַח)
字義溯源:鹽;源自(ἅλς)*=鹽)
出現次數:總共(8);太(2);可(3);路(2);西(1)
譯字彙編:
1) 鹽(7) 太5:13; 太5:13; 可9:50; 可9:50; 可9:50; 路14:34; 路14:34;
2) 用鹽(1) 西4:6
Translations
salt
Abaza: джькӏа; Abkhaz: аџьыка; Acehnese: sira; Afar: qasbó; Afrikaans: sout; Ahom: 𑜀𑜢𑜤𑜈𑜫; Ainu: ルル, シッポ; Akkadian: 𒁵; Aklanon: asin; Albanian: kripë; Amharic: ጨው; Arabic: مِلْح; Egyptian Arabic: ملح; Gulf Arabic: ملح; Aramaic Hebrew: מלחא; Syriac: ܡܠܚܐ; Armenian: աղ; Aromanian: sari, sare; Asi: asin; Assamese: লোণ, নিমখ; Asturian: sal; Avar: цӏан; Aymara: jayu; Azerbaijani: duz; Bahnar: 'boh; Balinese: ᬳᬸᬬᬄ; Baluchi: واد; Bashkir: тоҙ; Basque: gatz; Bavarian: Soiz; Belarusian: соль; Bengali: নুন, লবণ; Bhojpuri: 𑂢𑂴𑂢; Bole: manda; Breton: holen; Budukh: кьел; Bulgarian: сол; Burmese: ဆား; Buryat: дабһан; Cahuilla: íngill; Catalan: sal; Cebuano: asin; Central Atlas Tamazight: ⵜⵉⵙⵏⵜ; Cham Eastern Cham: ꨦꨣꨩ; Western Chamicuro: mamola; Chechen: туьха; Chepang: छेः; Cherokee: ᎠᎹ, ᎹᎹ; Chichewa: mchere; Chinese Cantonese: 鹽, 盐; Dungan: ян; Gan: 鹽, 盐; Hakka: 鹽, 盐; Jin: 鹹鹽, 咸盐, 鹽, 盐; Mandarin: 鹽, 盐, 食鹽, 食盐, 鹽巴, 盐巴; Min Bei: 鹽, 盐; Min Dong: 鹽, 盐; Min Nan: 鹽, 盐; Wu: 鹽, 盐; Xiang: 鹽, 盐; Chukchi: чоԓ; Chuvash: тӑвар; Coptic Bohairic: ⲙⲉⲗϩ, ϩⲙⲟⲩ; Sahidic: ⲙⲗϩ, ϩⲙⲟⲩ; Cornish: holan; Crimean Tatar: tuz; Czech: sůl; Danish: salt; Dargwa: зе; Daur: kataa; Dhivehi: ލޮނު; Dogri: लून; Dolgan: туус; Dongxiang: dansun; Drung: svla; Dutch: zout, keukenzout; Dzongkha: ཚྭ; Elfdalian: solt; Esperanto: salo; Estonian: sool; Even: так; Evenki: турукэ; Ewe: dze; Faroese: salt; Fijian: masima; Finnish: suola; Franco-Provençal: sal; French: sel; Friulian: sâl; Gagauz: tuz; Galician: sal; Georgian: მარილი; German: Salz, Kochsalz; Gothic: 𐍃𐌰𐌻𐍄; Greek: αλάτι; Ancient Greek: ἅλς, ἅλας; Greenlandic: taratsut; Gujarati: મીઠું, લૂણ, લવણ; Haitian Creole: sèl; Hausa: gishiri; Hawaiian: paʻakai; Hebrew: מֶלַח; Higaonon: asin; Hiligaynon: asin; Hindi: नमक, लोन, लवण; Hopi: öönga; Huichol: ꞌúna; Hungarian: só; Hunsrik: Sals; Hunzib: цаъᵸ; Icelandic: salt; Ido: salo; Ingrian: soola; Ingush: тух; Inuktitut: taratsut; Irish: salann; Old Irish: salann; Isan: หยิบ; Istriot: sal; Istro-Italian: sale; Iu Mien: nzauv; Japanese: 塩; Jarai: hra; Javanese: ꦲꦸꦪꦃ; Jingpho: jum; Kabuverdianu: sal; Kalmyk: давсн; Kannada: ಉಪ್ಪು, ಲವಣ; Kaqchikel: atz'am; Karachay-Balkar: туз; Karakalpak: duz; Karelian: suola; Kashubian: sòl; Kazakh: тұз; Khakas: тус; Khanty: сӑӆӆә; Khmer: អំបិល; Khvarshi: цийоᵸ; Kikuyu: cumbĩ; Komi-Permyak: сов, сол; Komi-Zyrian: сов; Komo: bɨl; Korean: 소금; Kumyk: туз; Kurdish Central Kurdish: خوێ; Laki: خووا; Northern Kurdish: xwê; Southern Kurdish: خوا; Kyrgyz: туз; Lak: цӏу; Lao: ເກືອ; Latin: sal; Latvian: sāls; Lawa Eastern Lawa: กิฮ; Western Lawa: กิฮ, คิฮ; Laz: mcumu; Lezgi: кьел; Lingala: móngwa; Lithuanian: druska; Lombard: sal, saa; Low German German Low German: Solt, Kaaksolt, Kooksolt; Luxembourgish: Salz; Macedonian: сол, кујнска сол; Magahi: 𑂢𑂴𑂢, 𑂢𑂲𑂧𑂍; Maguindanao: timus; Maithili: नून; Malagasy: sira, fanasina; Malay: garam; Brunei Malay: sira, garam; Indonesian: garam; Malayalam: ഉപ്പ്; Maltese: melħ; Manchu: ᡩᠠᠪᠰᡠᠨ; Mansaka: asin; Manx: sollan; Maori: tote; Maranao: asin; Marathi: मीठ, लवण; Mari; Eastern Mari: шинчал; Western Marshallese: jo̧o̧ļ; Mayo: oona; Mbyá Guaraní: juky; Mezquital Otomi: ú; Middle English: salt; Minangkabau: garam; Mingrelian: ჯიმუ; Mon: ၜဵု; Mongolian: давс, ᠳᠠᠪᠤᠰᠤ; Muong: bỏi, vỏi; Mòcheno: sòlz; Nafaanra: weŋge; Nahuatl: iztatl; Nanai: даосон; Navajo: áshįįh; Neapolitan: sale, sal, sool; Nepali: नून, लवण; Newar: चि, लवण; Nganasan: сыр; Ngazidja Comorian: shingo, mnyo; Nivkh: тафть; Nobiin: امييد, اوميد; Nogai: туз; Norman: saïl, sé; North Frisian: saalt; Northern Northern Sami: sálti; Northern Tepehuan: ónai; Northern Thai: ᨠᩖᩮᩥᩬᩋ; Northern Yukaghir: суоль; Norwegian: salt, bordsalt; Occitan: sal, sau; Old Church Slavonic Cyrillic: соль; Old East Slavic: соль; Old English: sealt; Old Frisian: salt; Old Javanese: wuyah; Oriya: ଲୁଣ; Oromo: soogidda; Ossetian: цӕхх; Ottoman Turkish: طوز, نمك, ملح; Pacoh: boi; Palauan: sar; Pali: loṇa; Pashto: مالګه; Pela: tʰa³⁵; Persian: نمک, سنج; Phu Piedmontese: sal; Plautdietsch: Solt; Polish: sól, sól kuchenna; Portuguese: sal; Punjabi: ਨਮਕ, ਲੂਣ, ਲਵਣ; Quechua: kachi, kaci; Rajasthani: लूण; Rohingya: nun; Romagnol: sêl; Romani: lon; Romanian: sare; Romansch: sal, sel; Russian: соль, поваренная соль; Rusyn: соль, сіль; Saho: mulxu; Samoan: masima; Sango: îngö; Sanskrit: लवण; Sardinian: sabi, sai, sale, sali, sari, sàui; Scottish Gaelic: salann; Serbo-Croatian Cyrillic: со, сол; Roman: so, sol; Shan: ၵိူဝ်; Shor: тус; Sichuan Yi: ꋂ; Sicilian: sali; Sindhi: لوُڻُ; Sinhalese: ලුණු, ලවණ; Skolt Sami: säʹltt; Slovak: soľ; Slovene: sol; Somali: milix, cusbo; Sorbian Lower Sorbian: sol; Upper Sorbian: sól; Sotho: letswai; Southeastern Tepehuan: on; Southern Altai: тус; Southern Spanish: sal; Sumerian: 𒁵; Sundanese: ᮅᮚᮂ; Svan: ჯიმ; Swahili: chumvi; Swedish: salt, koksalt, bordssalt; Tagalog: asin; Tai Dam: ꪹꪀ; Tai Tajik: намак; Tajio: osing; Tamil: உப்பு, லவண; Tatar: тоз; Tausug: asin; Tboli: kahì; Tedim Chin: ci; Telugu: ఉప్పు; Ternate: gasi; Tetum: masin; Thai: เกลือ; Tibetan: ཚྭ; Tigrinya: ጨው; Tlingit: éil'; Tocharian A: sāle; Tocharian B: salyiye; Tok Pisin: sol; Tongan: māsima; Tonkawa: mummun; Turkish: tuz; Turkmen: duz; Tuvan: дус; Tzotzil: atsʼam; Udi: ел; Udmurt: сылал; Ugaritic: 𐎎𐎍𐎈𐎚; Ukrainian: сіль; Ulch: давсу; Urdu: نمک; Uyghur: تۇز; Uzbek: tuz; Venetian: sàle, sałe, sal; Veps: sol; Vietnamese: muối; Vilamovian: zaołc; Volapük: sal; Votic: soola; Walloon: sé; Welsh: halen; West Coast Bajau: timus; West Frisian: sâlt; White Hmong: ntsev; Wolof: xorom; Yakan: asin; Yakkha: युम; Yakut: туус; Yaqui: oóna; Yiddish: זאַלץ; Yup'ik: taryuq; Zarma: ciri; Zazaki: sol; Zealandic: zout; Zhuang: gyu; Zou: chi; Zulu: itswayi, usawoti