υποπίπτω

Revision as of 14:50, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ὑποπίπτω, ΝΜΑ πίπτω
νεοελλ.
1. υποκύπτω σε αδυναμία, διαπράττω ακουσίως σφάλμα
2. (η μτχ. αρσ. πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) οι υποπίπτοντες
εκκλ. τάξη μετανοούντων της πρωτοχριστιανικής εκκλησίας που είχαν την υποχρέωση να προσεύχονται γονυκλινείς μέσα στον ναό και να παρακολουθούν μόνον τη λειτουργία τών κατηχουμένων
3. φρ. α) «υποπίπτω στην αντίληψη» — γίνομαι αντιληπτός
β) «υποπίπτω σε δυσμένεια» — βρίσκομαι σε δυσμένεια, παύουν να μέ συμπαθούν
αρχ.
1. πέφτω κάτω ή πέφτω κάτω από κάτι
2. α) ζαρώνω μπροστά σε κάποιον από δειλία ή δουλοπρέπεια
β) υποκύπτω στη δύναμη ή στην εξουσία κάποιου, υποτάσσομαι («ἁπάσης γὰρ τῆς Ἑλλάδος ὑπὸ τὴν πόλιν ἡμῶν ὑποπεσούσης», Ισοκρ.)
γ) (για κόλακα, για ικέτη ή για σκύλο) πέφτω στα πόδια κάποιου (α. «ὃς εὐτυχούντων ἐστί κόλαξ... τοῖς... τοιούτοις ἐθελοντής ὑποπίπτει», Δημοσθ.
β. «προσδέχονται καὶ ὑποπίπτουσι τοὺς ἥκοντας», Φιλόστρ.)
3. εισδύω από κάτω, χώνομαι («καὶ ἔς τε τοὺς ταρσοὺς ὑποπίπτοντες τῶν πολεμίων νεῶν καὶ ἐς τὰ πλάγια παραπλέοντες», Θουκ.)
4. (σχετικά με πρόσ.) συναντώ
5. (για αφηρημένες έννοιες) γίνομαι κατανοητός
6. (για πρόσ.) πέφτω κάτω υφιστάμενος τη δύναμη ή την επίδραση κάποιου («τῷ δ' ὀστράκῳ πᾶς ὁ διὰ δόξαν ἢ γένος ἢ λόγου δύναμιν ὑπὲρ τοὺς πολλοὺς νομιζόμενος ὑπέπιπτεν», Πλούτ.)
7. (για κτίσμα) πέφτω σε πολλά κομμάτια, γκρεμίζομαι
8. (για τόπο) α) βρίσκομαι σε χαμηλότερο, σε σχέση με κάποιον άλλο, ύψος εδάφους
β) βρίσκομαι πίσω («ὁ δ' ὑπὸ τὰς τῶν χιλιάρχων σκηνὰς ὄπισθεν τόπος ὑποπεπτωκώς», Πολ.)
γ) εκτίθεμαι στην επίθεση κάποιου («ἀπὸ τῶν ὁρῶν ἱκανὸν τόπον ἀφιστάναι πρὸς τὸ μὴ τοῖς πολεμίοις ὑποπεπτωκέναι τοῖς κατέχουσι τὰς παρωρείας», Πολ.)
9. (για ιδέα, γνώμη) εισέρχομαι στον νου
10. υποχωρώ, ενδίδω
11. (για γεγονότα) επέρχομαι, συμβαίνω
12. εκκλ. υποβάλλομαι σε κανόνα μετανοίας
13. (για πρόσοδο) προστίθεμαι, συσσωρεύομαι
14. (για πρόσ.) είμαι επιρρεπής σε κάτι
15. μτφ. α) υφίσταμαι μείωση («ταῦτα τῶν στρατιωτῶν ἀκουόντων, τὸ θράσος ὑπέπιπτε», Πλούτ.)
β) περιλαμβάνομαι σε τάξη ή σε σύστημα, κατατάσσομαι («τοῖς τοιούτοις ὑποπίπτειν ὀνόμασιν», Αριστοτ.)
16. (η μτχ. ουδ. πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ υποπίπτοντα
αυτά που κάθε φορά συμβαίνουν
17. φρ. «κατὰ τὸ ὑποπῖπτον» — σύμφωνα με την περίσταση (Αρχιμ.).