μάργος

Revision as of 11:57, 1 March 2024 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

μάργη, μάργον, also μάργος, μάργον (A.Eu.67, Pl.Lg.792e):—poet. Adj. (used once by Pl.),
A mad, μάργε = madman! Od.16.421; μαῖα φίλη, μάργην σε θεοὶ θέσαν 23.11, cf. Pi.O.2.96, etc.; θυμὸς μ. Thgn.1301; λύσσης πνεύματι μάργῳ A.Pr.884 (anap.); τάσδε τὰς μάργους, of the Furies, Id.Eu.l.c.; μάργοι ἡδοναί Pl.l.c.; of horses, rampant, furious, μάργων ἐπιβήτορες ἵππων Hom.Epigr.4.4, cf.A.Th.475; of wine, οἶνος δέ οἱ ἔπλετο μάργος Hes.Fr.121.
2 of appetite, greedy, gluttonous, μετὰ δ' ἔπρεπε γαστέρι μάργῃ Od.18.2; τὸ μάργον σῆς γνάθου E.Cyc.310: metaph., οἴδματι μάργῳ Emp.100.7; μάργοις φλὸξ ἐδαίνυτο γνάθοις Phryn.Trag.5.4.
3 lewd, lustful, Thgn.581, A.Supp.741, E.El.1027, etc.

German (Pape)

[Seite 95] att. auch 2 Endgn, rasend, wüthend, ἄνδρες, Pind. Ol. 2, 106; unsinnig, Od. 16, 421; töricht, unbesonnen, μάργην σε θεοὶ θέσαν, 23, 11; vom Magen, γαστήρ, gierig, gefräßig, 18, 2, wie πάρες τὸ μάργον σῆς γνάθου Eur. Cycl. 309; μάργοις φλὸξ ἐδαίνυτο γνάθοις Phryn. bei Schol. Lycophr. 434; λύσσης πνεύματι μάργῳ vrbdt Aesch. Prom. 884; von den Furien, Eum. 67 u. sp. D.; auch in Prosa, ὅπως μήτε ἡδοναῖς τισι πολλαῖς ἅμα καὶ μάργοις προσχρήσεται ὴ κύουσα Plat. Legg. VII, 792 e; Sp.; – wollüstig, üppig, Aesch. Suppl. 741; Ἑλένη, Eur. El. 1027.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
déréglé :
1 insensé, fou, furieux;
2 insolent, présomptueux, orgueilleux;
3 impudique, libertin;
4 glouton, vorace.
Étymologie: R. Μαργ, désirer.

Russian (Dvoretsky)

μάργος: 3, редко
1 бешеный, яростный, неистовый (πνεῦμα λύσσης Aesch.; ἡδοναί Plat.; ἵπποι Eur.);
2 безумный (μάργον θεῖναί τινα Hom.);
3 крепкий, пьянящий (οἶνος Hes.);
4 жадный, прожорливый (γαστήρ Hes.);
5 похотливый, распутный (Ἑλένη Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

μάργος: -η, -ον, ὡσαύτως ος, ον (Αἰσχύλ. Εὐμ. 67)· - ποιητ. ἐπίθετ. (ἐν χρήσει παρὰ Πλάτ. ἅπαξ), ἐμμανής, μαινόμενος, Λατιν. furiosus, μάγρε, μαινόμενε, Ὀδ. Π. 421· μαῖα φίλη, μάργην σε θεοὶ θέσαν Ψ. 11· οὕτως ἐν Πινδ. Ο. 175, κτλ.· θυμὸς μ. Θέογν. 1301· λύσσης πνεύματι μάργῳ Αἰσχύλ. Πρ. 884· τάσδε τὰς μάργους, ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμεν. 67· μάργαι ἡδοναὶ Πλάτ. Νόμ. 792E· - ἐπί ἵππων, ἐμμανής, ὁρμητικός, μάργων ἐπιβήτορες ἵππων Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 4. 4, πρβλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 745· ἐπὶ οἴνου, μάργος δὲ οἱ ἔπλετο οἶνος Ἡσ. Ἀποσπ. 43. 2) ἄπληστος, «ἀχόρταγος», μετὰ δ’ ἔπρεπε γαστέρι μάργῃ Ὀδ. Σ. 2· τὸ μ. τῆς γνάθου Εὐρ. Κύκλ. 310· - μεταφορ., οἴδματι μάργῳ Ἐμπεδ. 349· μάργοις φλὸξ ἐδαίνυτο γνάθοις Φρύνιχ. Τραγ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Λυκόφρ. 433. 3) αἰσχρός, ἀσελγής, Θέογν. 581, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 741, Εὐρ. Ἠλ. 1027, κτλ.

English (Autenrieth)

mad, raving, raging. (Od.)

English (Slater)

μάργος intemperate ἀλλ' αἶνον ἐπέβα κόρος, οὐ δίκᾳ συναντόμενος, ἀλλὰ μάργων ὑπ ἀνδρῶν (O. 2.96)

Greek Monolingual

μάργος, -ον, θηλ. και μάργη (Α)
1. μανιακός, παράφρονας, τρελός («θυμὸς μάργος», Θέογν.)
2. (για άλογο) ορμητικός («μάργων ἐπιβήτορες ἵππων», Ομ. Επίγρ.)
3. (για κρασί) δυνατόςοἶνος δὲ oἱ ἔπλετο μάργος», Ησίοδ.)
4. μτφ. αισχρός, ασελγής, χυδαίος («ἐξῶλές ἐστι μάργον... γένος», Αισχύλ.)
5. (για όρεξη) άπληστος, αδηφάγος, αχόρταγος («μετὰ δ' ἔπρεπε γαστέρι μάργῃ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. της αρχ. προφορικής γλώσσας, άγνωστης ετυμολ.].

Greek Monotonic

μάργος: -η, -ον, και -ος, -ον,
1. αυτός που βρίσκεται σε έξαρση παραφροσύνης, Λατ. furiosus, μάργε, τρελέ! σε Ομήρ. Οδ.· έπειτα σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.
2. λέγεται για όρεξη, λαίμαργος, ακόρεστος, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.
3. λάγνος, ασελγής, σε Θέογν., Ευρ.

Frisk Etymological English

Zie COMP
Grammatical information: adj.
Meaning: mad, furious, greedy (Od.; on the meaning v. Wilamowitz Eur. Her. v. 1082);
Other forms: Also μόργος ἄπληστος, μοργίας γαστριμαργίας, καὶ ἀκρασίας H. And ἄμαργος; μαρικᾶς κίναιδος H. (but see under the names); ἄβαρκνα λιμός H. which points to *ἄβαρκ-ος. ἄβαρτος ἄπληστος, οἱ δε ἄμαργος H., ἀβαρτία ἀπληστία H. PN Βάργος, Βάργη, Βρόγγος, Βάργασος, Μάργασος. ῎Αβαρτος (Paus. 7, 3, 10).
Compounds: as 1. member e.g. in γαστρίμαργος = gluttonous (Pi., Arist., Ph.) with γαστριμαργία (Hp., Pl.), γαστριμαργέω (Ph.); here also στόμαργος (Alain Blanc RPh. 70(1996)??).
Derivatives: Μαργίτης m. name of the principal character of a satirical ep. poem (Arist., Plb.; Redard 229 w. the critical notes of Bloch Mus. Helv. 12, 59), -ιτεία f. fury, madness (Phld.); μαργότης f. madness, gluttony, wantonness (Pl., trag.), μαργοσύνη id. (Anacr., Thgn.; Wyss μαργοσύνη 33, Porzig Satzinhalte 225); μαργηέντων λυσσώντων H. Verbs: 1. μαργαίνω rage, be furious, only pres. (E 882, Democr.); 2. μαργάω, only ptc. pres. μαργῶν, μαργῶσα furious, wanton (trag., Call.); 3. μαργόομαι, only ptc. μαργούμενος, μεμαργωμένος id. (Pi., A.). -- With unclear e- vowel: μέργιζε ἀθρόως ἔσθιε H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unexplained. Wrong Prellwitz s. v. and Carnoy Ant. class. 24, 20. - The many variants are typically Pre-Greek (Fur.). Also the form with -ɛ- will be a Pre-Greek variant, Fur. 217 n. 72.

Middle Liddell

μάργος, η, ον
1. raging mad, Lat. furiosus, μάργε, madman! Od.; then in Pind., Aesch., etc.
2. of appetite, greedy, gluttonous, Od., Eur.
3. lewd, lustful, Theogn., Eur.

Frisk Etymology German

μάργος: {márgos}
Meaning: verrückt, rasend, lüstern, gierig (poet. seit Od.; zur Bed. v. Wilamowitz Eur. Her. v. 1082);
Composita: als Vorderglied z.B. in γαστρίμαργος gefräßig (Pi., Arist., Ph. u. a.) mit γαστριμαργία (Hp., Pl. u. a.), γαστριμαργέω (Ph.).
Derivative: Daneben (äolisch) μόργος· ἄπληστος, μοργίας· γαστριμαργίας, καὶ ἀκρασίας H. — Ableitungen: Μαργίτης m. N. der Hauptperson eines satirischen ep. Gedichts (Arist., Plb. usw.; Redard 229 m. den kritischen Bemerkungen von Bloch Mus. Helv. 12, 59), -ιτεία f. Wut, Verrücktheit (Phld.); μαργότης f. Verrücktheit, Gefräßigkeit, Lüsternheit (Pl., Trag.), μαργοσύνη ib. (Anakr., Thgn. u.a.; Wyss μαργοσύνη 33, Porzig Satzinhalte 225); μαργηέντων· λυσσώντων H. Verba: 1. μαργαίνω rasen, wüten, nur Präs. (Ε 882, Demokr.); 2. μαργάω, nur Ptz. Präs. μαργῶν, μαργῶσα wütend, lüstern (Trag., Kall.); 3. μαργόομαι, nur Ptz. μαργούμενος, μεμαργωμένος ib. (Pi., A. in lyr.). — Mit unklarem e-Vokal: μέργιζε· ἀθρόως ἔσθιε H.
Etymology: Unerklärt. Abzulehnen Prellwitz s. v. und Carnoy Ant. class. 24, 20.
Page 2,175

English (Woodhouse)

gluttonous, incontinent, intemperate, mad

Mantoulidis Etymological

(=μανιασμένος, ὁρμητικός, ἀχόρταγος). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του.
Παράγωγα: μαργαίνω (=εἶμαι τρελός), μαργάω, Μαργίτης (=μανιακός), μαργότης.

Translations

horny

Afrikaans: jags; Albanian: epshor; Armenian: գրգռված, ղզղնած; Bulgarian: възбуден, надървен; Catalan: calent; Chinese Mandarin: 欲火焚身, 慾火中繞/欲火中绕, 想要, 慾求不滿/欲求不满, 發春/发春, 騷/骚; Czech: nadržený; Danish: liderlig, kåd; Dutch: geil, opgewonden; Esperanto: amorema, voluptema; Faroese: graður, gessigur; Finnish: kiihottunut, kiimainen, panettaa; French: chaud, excité; Galician: saído; Georgian: აღგზნებული; German: geil, heiß, erregt, spitz, rollig; Greek: καυλωμένος; Ancient Greek: ἀπεψωλημένος, μάργος, ἀσελγής, ὑβριστικός; Greenlandic: tiingavoq; Hebrew: ⁧חרמן⁩, ⁧חרמנית⁩; Hindi: कामोत्तेजित, उत्तेजित; Hungarian: kanos, begerjedt, felizgult; Icelandic: graður; Indonesian: sange, gatal; Irish: adharcach, áilíosach, macnasach; Italian: eccitato, infoiato, arrapato; Japanese: むらむら, 性的興奮; Latin: lascivus, libidinosus; Macedonian: запален, возбуден, напален, попален; Norwegian Bokmål: karsk, kåt, tent; Old English: wrǣne; Persian: ⁧شهوتی⁩; Polish: napalony; Portuguese: excitado; Romanian: excitat, în călduri; Russian: возбуждённый,; Scottish Gaelic: drùiseil; Serbo-Croatian: napaljen, напаљен, narajcan, nadražen, uzbudjen; Slovak: nadržaný; Slovene: potrében; Spanish: jodontón, cachondo, caliente, arrecho, excitado; Swahili: nyege; Swedish: kåt, tänd; Tagalog: nalilibugan, libóg, tigáng; Thai: เงี่ยน, เสี้ยน; Turkish: abazan, azgın; Vietnamese: nứng, cương

madman

Arabic: ⁧مَعْتُوه⁩, ⁧مَجْنُون⁩, ⁧مُخَبَّل⁩; Bashkir: иҫәр, диуана, алйот, тиле, йүләр, тинтәк, һантый; Belarusian: шаленец, вар'ят, бязумец; Bulgarian: луд, побъ́ркан; Catalan: boig; Chinese Mandarin: 瘋子/疯子, 狂人, 瘋人/疯人; Czech: šílenec, blázen; Danish: galning; Dutch: dolleman, gek, krankzinnig, waanzinnig; Esperanto: frenezulo; French: fou, insensé; Galician: tolo, louco; German: Irrer, Wahnsinniger, Verrückter; Greek: τρελός; Ancient Greek: μανείς, μάργος; Hindi: दीवाना, पागल, पगला; Irish: fear mire; Italian: matto, pazzo; Japanese: 狂人, 気違い; Kikuyu: mũgũrũki; Kongo: kilawu; Korean: 광인(狂人), 미치광이; Latin: homo furiosus, demens; Latvian: ārprātīgais, neprātis; Macedonian: луд, лудак; Maori: ō; Nandi: kipiyuo; Norman: fo; Norwegian Bokmål: galning; Persian: ⁧دیوانه⁩; Polish: szaleniec, psychol, świr, szajbus, świrus, obłąkaniec, pomyleniec, postrzeleniec, popierdoleniec, jebnięty, czubek, oszołom, pojebaniec, wariat; Portuguese: doido, louco, maluco; Russian: безумец, сумасшедший, чокнутый; Serbo-Croatian Cyrillic: лу̀ђа̄к, лудак; Roman: lùđāk, ludak; Slovak: šialenec, blázon; Slovene: norec, blaznež; Spanish: loco; Sranan Tongo: lawman; Swahili: chizi; Swedish: dåre, galning; Ukrainian: варіят, безумець, божеві́льний, шаленець, божеві́лець; Urdu: ⁧دیوانہ⁩, ⁧پاگل⁩