ἐχῖνος

Revision as of 09:48, 10 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Proceß" to "Prozess")

English (LSJ)

ὁ (on the accent, v. Hdn.Gr.1.183),
A hedgehog (prop. ἐχῖνος χερσαῖος, as in Thphr.Sign.30), Erinaceus europaeus, Archil.118, Emp. 83, Ar.Pax1086, Ion Trag.38, S.Ichn.121, etc.
2 sea urchin, Epich.53, Archipp.24; ἐχῖνος θαλάττιος Pl.Euthd.298d.
II large wide-mouthed jar, Hp.Mul.2.172, Steril.230, Ar.V.1436, Eup.415, Men.Epit.Fr.10, Erot., Hsch., Poll.6.91.
2 vase in which the notes of evidence were sealed up by the διαιτηταί, in cases of appeal from their decision, D.45.17,48.48, Arist.Ath.53.2, Thphr.Char.6.8.
III hard case of beech-mast, chestnuts, etc., Id.HP3.10.1, Xenocr.43, Hsch.
2 neck vertebra of the κεστρεύς, Dorioap. Ath.7.306f.
IV third stomach of ruminating animals, Arist.PA 676a11, 674b15, HA507b6, Antig.Mir.17; βοῶν ἐχῖνος Call.Fr.250; also, gizzard of graminivorous birds, Ael.NA14.7.
V pl., sharp points at each end of a bit, X.Eq.10.6, Poll.1.148; but = τῶν ὑποστομίων τὰ κοῖλα, ib.184.
VI Archit., cushion of the Doric and Tuscan capital (prob. from its form), Vitr.4.3.4, 4.7.3.
2 = οἱ τῶν τειχῶν ἀγκῶνες, Hsch.
VII a kind of cake, Lync. ap. Ath.14.647a, Hsch.
VIII a plant, v.l. ἔρινος (q.v.), Dsc.4.141, Gal.11.880, Paul.Aeg.7.3. (Cf. OHG. igil, Slav. ježǐ, Lith. ežỹs.)

German (Pape)

[Seite 1126] ὁ (nach Dindorf Ar. frg. 251 zuweilen auch ἐχίνος), – 1) der Igel, Archil. 66; Ath. III, 95 a ff.; sowohl Land- als Meerigel, θαλάττιοι Plat. Euthyd. 298 d; πελάγιοι Arist. H. A. 4, 5; χερσαῖος Theophr. Auch die Schaale des Meerigels, Hippocr. – 21 der dritte Magen der wiederkäuenden Tiere, Arist. part. anim. 3, 14. Auch die innere dicke Haut im Magen der Vögel, Ael. H. A. 14, 7. – 3) eine Verzierung an den Säulen, echinus, Hesych., Vitruv. – 41 die stachlige Frucht der Buchen, Xenocr. – 5) ein metallenes od. irdenes Gefäß, in welches während der Vernehmung der Parteien alle Beweismittel gethan u. das am Schluß der Anakrisis versiegelt und bis zum Gerichtstage verwahrt und dann erst geöffnet wurde, Ar. Vesp. 1436 Dem. 45, 57. 58 u. öfter. Vgl. Meier und Schömann att. Prozess S. 691 ff. – Uebh. Gefäß, VLL. – 61 ein rauher Theil am Pferdezaume, wahrscheinlich die Stange, Xen. de re equ. 10, 6. – 7) bei Ath. XIV, 647 a eine Kuchenart.

French (Bailly abrégé)

ou ἐχίνος, ου (ὁ) :
1 hérisson, animal;
2 estomac de certains animaux ; particul. paroi interne de l'estomac des oiseaux.
Étymologie: DELG ἔχις.

Russian (Dvoretsky)

ἐχῖνος: v.l. ἐχίνος
1 (тж. ἐχῖνος χερσαῖος Arst., Plut.) еж (Erinaceus Europaeus L) Arst., Plat., Plut.;
2 (тж. ἐχῖνος θαλάττιος, πόντιος или πελάγιος Arst.) морской еж (Sphaerechinus esculentus) Plat., Arst.;
3 «еж» (сосуд, в котором хранились за печатями документы сторон, подлежавшие оглашению на судебном заседании) Dem.;
4 кувшин Arph.;
5 шип мундштучного грызла (ἐχῖνοι τοῦ χαλινοῦ Xen.);
6 «книжка» (omasum) (третий желудок жвачных) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχῖνος: ὁ, (οὐχὶ ἐχίνος ῐ, ὡς ἐν Ἀνεκδ. Ὀξ. 2. σ. 67. 170: ἐν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 251 ἐχίνου εἶναι ἡμαρτημένη γραφὴ ἀντὶ σχίνου, ἴδε Δινδ.). Ὁ ἀκανθόχοιρος (κυρίως ἐχῖνος χερσαῖος), Erinaceus Europaeus, Ἀρχίλ. 83, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1086, Ἴων παρ’ Ἀθην. 91Ε, Θεοφρ. Ἀποσπ. 175. 2) ὁ θαλάσσιος ἐχῖνος, «ἀχινός», Ἐπίχ. 26 Ahr., Ἄρχιππ. ἐν «Ἰχθύσιν» 5, Πλάτ. Εὐθύδικ. 298D· ἐκτὸς τῶν γνωστῶν ἐσθιομένων ἐχίνων ὑπάρχουσι καὶ «ἄλλα... δύο γένη τό τε τῶν σπατάγγων καὶ τὸ τῶν καλουμένων βρυσῶν· γίνονται δὲ οὗτοι πελάγιοι καὶ σπάνιοι» Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 5, 2, Ἀθήν. 91Α-Ε. ΙΙ. τὸ ὄστρακον τοῦ θαλασσίου ἐχίνου, ὅπερ πολλάκις ἐχρησίμευε ὡς δοχεῖονποτήριον ἐν ᾧ ἐτίθεντο φάρμακα ἰατρικά, Ἱππ. 663, 40, κ. ἀλλ.· ἐντεῦθεν, 2) ὡς τὸ Λατ. testa, ἀγγεῖον, δοχεῖον, ὑδρία, εἶδος χύτρας, Λατ. echinus, Ἀριστοφ. Σφ. 1436, Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 23, ἴδε Ἐρωτιαν. τῶν παρ’ Ἱππ. Λέξ. Συναγ., Ἡσύχ.· «ἐχῖνος δὲ χύτρας εἶδος» Πολυδ. Ϛ΄, 91, Ὁρατ. Σάτ. 1. 6, 117, πρβλ. κόγχη. 3) τὸ ἀγγεῖον ἐν ᾧ κλειόμεναι ἐσφραγίζοντο αἱ μαρτυρικαὶ ἀποδείξεις ὑπὸ τῶν διαιτητῶν, ὅπως ὑπάρχωσι πρόχειροι ἐν ᾗ περιπτώσει ἤθελε γίνῃ ἔφεσις τῆς ἀποφάσεως αὐτῶν, Δημ. 1180. 24., 1265. 15, Ἀριστ. Ἀθηναίων Πολιτ. 75. 11 καὶ 21. ΙΙΙ. τῶν ἀκανθῶδες κέλυφος καρπῶν τινων, οἷον τοῦ καστάνου, Ξενοκρ. 43, Ἡσύχ. Φώτ. 2) οἱ τραχηλικοὶ σπόνδυλοι τοῦ κεστρέως, Ἀθήν. 306F. IV. ὁ ἀληθὴς στόμαχος τῶν μυρηκαστικῶν ζῴων, ἔνθα κυρίως γίνεται ἡ πέψις, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 8· καλούμενος οὕτως ἐκ τῆς τραχείας αὐτοῦ ἐσωτερικῆς ἐπιφανείας, πρβλ. αὐτόθι 4· βοῶν ἐχ. Καλλ. Ἀποσπ. 250· ὡσαύτωςπρόλοβος, ἐπὶ τῶν ποηφάγων πτηνῶν, Αἰλ. π. Ζ. 14. 7. V. ἐν τῷ πληθ., τὰ πρὸς ἑκάτερα τὰ μέρη τοῦ χαλινοῦ ὀξέα ἄκρα, ἅπερ δι’ αἰφνιδίου συσπάσεως τῶν ἡνιῶν ἐπίεζον τὸ στόμα (Λατ. frena lupata), Ξεν. Ἱππ. 10. 6· πρβλ. ἐχήνια, ὑποστόμια. VI. ἐν τῇ ἀρχιτεκτονικῇ, ᾠοειδὲς κόσμηνα εἰς τὸ ἄνω μέρος Δωρικῶν καὶ Ἰωνικῶν κιονοκράνων (πιθαν. ἐκ τοῦ σχήματος αὐτοῦ), Βιτρούβ. 4. 3. VII. εἶδος πλακοῦντος, Ἀθήν. 647Α. (Πρβλ. Ἀρχ.-Ὑψηλ.-Γερμαν. igil (Γερμ. igel)· Σλαυ. jezi· Λιθ. ezys).

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ἐχῑνος, Μ και ἐχῑνος, ἡ και ἐχῑνα)
1. ζώο θηλαστικό εντομοφάγο, ακανθόχοιρος, σκαντζόχοιρος
2. αχινός («ἐχῖνοι... θαλάττιοι», Αριστοτ.)
3. το κέλυφος του καρπού τών κυπελλοφόρων φυτών, π.χ. της καστανιάς, της βαλανιδιάς κ.ά.
4. το τρίτο και κύριο μέρος του στομάχου τών μυρηκαστικών ζώων, όπου κυρίως γίνεται η πέψη
5. ο πρόλοβος τών φυτοφάγων πτηνών
6. αρχιτ. το κυκλικό, ωοειδές μέρος του δωρικού και ιωνικού κιονόκρανου
νεοελλ.
1. αμυντικό μέσο, με το οποίο φράσσονται οι έξοδοι τών συρματοπλεγμάτων
2. μηχανικό σύστημα που χρησιμεύει για τη μετάδοση της κίνησης από έναν άξονα σε άλλο παράλληλο άξονα
αρχ.
1. το όστρακο του θαλάσσιου αχινού που χρησιμοποιούσαν πολλές φορές ως δοχείο για την εναπόθεση ιατρικών φαρμάκων
2. μετάλλινο ή πήλινο δοχείο στο οποίο κλείνονταν και σφραγίζονταν από τους διαιτητές οι μαρτυρικές αποδείξεις ώς την ημέρα της δίκης ή της εφέσεως, οπότε το άνοιγαν («ἐχρῆν αὐτὸ τὸ γραμματεῖον εἰς τὸν ἐχῖνον ἐμβαλεῖν», Δημοσθ.)
3. αγγείο, δοχείο, υδρία, είδος χύτρας
4. οι τραχηλικοί σπόνδυλοι του κεστρέως (είδους ψαριού)
5. μέρος του χαλινού του αλόγου («τοὺς δ' ἐχίνους ὀξεῖς», Ξεν.)
6. (κατά τον Ησύχ.) «οἱ τῶν τειχῶν ἀγκῶνες»
7. είδος πλακούντος πίτας («ἐπὶ τῆς δευτέρας εἰσάγουσι τραπέζης ἐχῖνον», Αθήν.)
8. είδος φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ίσως < έχις «οχιά» + επίθημα -ίνο-, πιθ. «αυτός που τρώει τις οχιές». Η λ. εχίνος χρησιμοποιήθηκε ως υποκατάστατο της λ. χηρ για λόγους ευφημισμού. Συνδέεται με αρμ. ozni (< ΙΕ ogh-ĭn-yo-) με επίθημα -n- και άλλη μεταπτωτικη βαθμίδα ρίζας, λιθ. ežỹs, αρχ. σλαβ. ježĭ (< IE egh-yo-), αρχ. ανω γερμ. igil. Από το εχίνος προήλθε το νεοελλ. αχινός].

Greek Monotonic

ἐχῖνος: ὁ,
I. 1. αχινός, σκαντζόχοιρος, σε Αριστοφ. κ.λπ.
2. θαλάσσιος αχινός, σε Πλάτ.
II. όστρακο θαλασσίου αχινού, συχνά χρησιμ. ως ποτήρι· έπειτα, όπως Λατ. testa, αγγείο, δοχείο, κανάτα, υδρία, στάμνα, Λατ. echinus, σε Αριστοφ. κ.λπ.· αγγείο μέσα στο οποίο σφραγίζονταν οι μαρτυρικές αποδείξεις, σε Δημ.
III. στον πληθ., τα οδοντωτά άκρα του χαλιναριού, σε Ξεν.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: hedgehog, also sea-urchin, and metaph. as techn. term in several professions, e. g. vessel, esp. vessel to keep juridical documents, the third stomach of ruminants, the rounded part of the Dorian capital (Ion.-Att.).
Dialectal forms: Myc. ekino /Ekhinos/.
Compounds: As 1. member in ἐχινομήτρα the greatest kind of see-urchin, Echinus melo (Arist.; cf. Strömberg Wortstudien 23).
Derivatives: Dimin.: ἐχινίς vessel (Hp.), -ίσκος id., also hollow of the ear (Poll.); ἐχίνιον plant-name (Dsc.); ἐχινέα, -ῆ hedgehog-skin (Hdn.), also vessel (Delos IIIa); ἐχινέες m. pl. a kind of Libyan spinous mouse (Hdt.); Ἐχῖναι or -άδες f. pl. name of a group of islands in the Ionian Sea (Β 635); - ἐχινώδης rugged (Arist., Str.).
Origin: IE [Indo-European] [292] *h₁eǵʰi- hedgehog
Etymology: Prob. from ἔχις snake with suffixal -ινο- (i.e. -iHno-) (Chantraine Formation 204, Schwyzer 191 w. n. 2), so prop. "snake-animal" = "snake-eater" (Schulze in Lohmann Gnomon 11, 407) as tabu-word for χήρ (s. v.). An n-suffix also in the ablauting Arm. ozni hedgehog (IE *oǵh-īn-i̯o-, evtl. -ēn-i̯o-); beside it with -l- Germ., e. g. OHG igil < PGm. *eʒīla-. Balto-Slavic has a i̯o-deriv., e. g. Lit. ežỹs, Skr.-Csl. ježь, IE *eǵhi̯o-. Uncertain remains the interpretation of Phryg. εξις (= εζις?). - Litt. in Vasmer Russ. et. Wb. 1, 392, e. g. Specht KZ 66, 56f., Ursprung 39; Pok. 292; older litt. in Bq.

Middle Liddell

I. the urchin, hedgehog, Ar., etc.
2. the sea-urchin, Plat.
II. the shell of the sea-urchin, often used as a cup: then like Lat. testa, a pot, jug, pitcher, Lat. echinus, Ar., etc.:— the vase in which the notes of evidence were deposited, Dem.
III. in plural sharp points at each end of a bit, Xen.

Frisk Etymology German

ἐχῖνος: {ekhĩnos}
Grammar: m.
Meaning: Igel, auch Seeigel und übertr. als Fachausdruck in verschiedenen Berufssprachen, z. B. Gefäß, insbes. Gefäß zur Aufbewahrung gerichtlicher Dokumente, der dritte Magen der Wiederkäuer, der gerundete Teil des dorischen Säulenkapitells (ion. att.).
Composita: Als Vorderglied u. a. in ἐχινομήτρα die größte Art des Seeigels, Echinus melo (Arist.; vgl. Strömberg Wortstudien 23).
Derivative: Ableitungen. Deminutiva: ἐχινίς Gefäß (Hp.), -ίσκος ib., auch Ohrhöhle (Poll.); ἐχίνιον Pflanzenname (Dsk.); ἐχινέα, -ῆ Igelhaut (Hdn.), auch Gefäßname (Delos IIIa); ἐχινέες m. pl. eine Art libyscher Stachelmäuse (Hdt. u. a.); Ἐχῖναι od. -άδες f. pl. Ben. einer Inselgruppe im Ionischen Meere (seit Β 635); — ἐχινώδης igelhaft (Arist., Str.).
Etymology: Wahrscheinlich von ἔχις Schlange mit suffixalem -ινο- (Chantraine Formation 204, Schwyzer 191 m. A. 2), also eig. "Schlangentier" = "Schlangenfresser" (Schulze bei Lohmann Gnomon 11, 407) als Tabuwort für χήρ (s. d.). Ein n-Suffix erscheint auch in dem ablautenden arm. ozni Igel (idg. *oĝh-ī̆n-i̯o-, evtl. -ē̆n-i̯o-); daneben mit -l- germ., z. B. ahd. igil aus urg. *eʒīla-, das allenfalls für idg. *eĝhīno- (= ἐχῖνος) mit Suffixvertauschung stehen kann (nach Specht Ursprung 351 A. 1 alter Wechsele. Das Baltisch-Slavische hat eine i̯o-Ableitung, z. B. lit. ežỹs, skr.-ksl. ježь, idg. *eĝhi̯o-. Unsicher bleibt die Beurteilung von phryg. εξις (= εζις?). — Reiche Lit. bei Vasmer Russ. et. Wb. 1, 392, u. a. Specht KZ 66, 56f. (wo auch Lit.), Ursprung 39; auch WP. 1, 115, Pok. 292; ältere Lit. auch bei Bq.
Page 1,601

Translations

hedgehog

Afrikaans: krimpvarkie; Albanian: uriq, iriq, esh, eshk; Amharic: ጥርኝ; Arabic: قُنْفُذ‎; Gulf Arabic: دعلي‎; Egyptian Arabic: قنفد‎; Hijazi Arabic: قنفذ‎; Moroccan Arabic: قنفود‎; Armenian: ոզնի; Aromanian: ariciu, arici; Asturian: rezcayeru; Avar: гӏужрукъ; Azerbaijani: kirpi; Bashkir: терпе; Basque: triku; Belarusian: вожык; Bengali: কাঁটাচুয়া; Breton: heureuchin; Bulgarian: таралеж, еж; Burmese: ဖြူ, ဖြူကောင်; Buryat: заряа; Catalan: eriçó; Chichewa: kanungu; Chinese Cantonese: 刺蝟, 刺猬; Mandarin: 刺蝟, 刺猬; Chuvash: чӗрӗп; Coptic: ⲫⲩⲛⲟⲥ, ⲭⲓⲣⲟⲅⲣⲓⲗⲗⲓⲟⲛ; Cornish: sort; Czech: ježek; Danish: pindsvin; Dutch: egel; Esperanto: erinaco; Estonian: siil; Faroese: tindasvín, igulkøttur; Finnish: siili; French: hérisson; Friulian: riç, rič; Galician: ourizo, ourizo cacho; Georgian: ზღარბი; German: Igel; Greek: σκαντζόχοιρος; Ancient Greek: ἀκανθίας, ἀκανθίων, ἀκανθόνωτος, ἀκανθόχοιρος, ἀρκήλα, βρύσσος, γυλιός, γύλιος, γύλλιον, ἐχῖνος, ἐχῖνος χερσαῖος, σχῦρ, χήρ; Hebrew: קִפּוֹד / קיפוד‎; Hindi: साही; Hungarian: sün, sündisznó; Icelandic: broddgöltur; Indonesian: landak; Irish: gráinneog; Italian: riccio, porcospino; Japanese: 針鼠, ハリネズミ; Kalmyk: зараа; Kazakh: кірпі; Korean: 고슴도치; Kurdish Central Kurdish: ژیژۆک‎; Kyrgyz: кирпи; Ladin: igl; Lao: ຫອນ, ເໝັ້ນ; Latgalian: ezs; Latin: erinaceus, ericius; Latvian: ezis; Lithuanian: ežys; Low German German Low German: egel, swienegel, scharphaas; Luxembourgish: Kéisécker, Däreldéier, Igel; Macedonian: еж; Malay: landak; Maltese: qanfud; Manx: arkan sonney, graynoge; Maori: tuatete; Mari Eastern Mari: шоҥшо; Western Mari: шӱлӹ; Mazanderani: ارمجی‎; Middle English: yrchoun; Mongolian: зараа, зожиг хүн; Navajo: adijiłii; Ngazidja Comorian: lanɗa; Nogai: кирпи; Norman: hérisson; Norwegian Bokmål: piggsvin, pinnsvin; Nynorsk: piggsvin, bustyvel; Occitan: eriç, eiriçon; Old East Slavic: ожь, ежь; Old English: iġil, hattefagol; Ossetian: уызын; Ottoman Turkish: كرپی‎; Pashto: جږګی‎; Persian: جوجه‌تیغی‎, ژوژ‎; Plautdietsch: Schwienhunt; Punjabi: ਕੰਡਿਆਲ਼ਾ, ਕੰਡੇਰਨਾ, ਝਾਹਾ; Polish: jeż; Portuguese: ouriço; Romani: arichi; Romanian: arici; Romansch: erizun; Russian: ёж, ёжик, ежиха, ежак; Sami Northern Sami: biikagoašku; Sardinian: arritzoni, grixoni, berittu; Scots: hurcheon; Scottish Gaelic: gràineag; Serbo-Croatian Cyrillic: је̑ж; Roman: jȇž; Sicilian: rizzu; Slovak: jež; Slovene: jež; Sorbian Lower: jež; Upper: jěž, jěžik; Spanish: erizo; Sundanese: landak; Swahili: kalunguyeye; Swedish: igelkott; Tagalog: eriso; Tajik: хорпушт; Tatar: керпе; Thai: เม่น; Turkish: kirpi; Turkmen: kirpi; Udi: цацнагъаъгъаъл; Ukrainian: їжак; Uyghur: كىرپە‎; Uzbek: kirpi; Vietnamese: nhím; Vilamovian: ejggl; Volapük: reinad; Votic: siili; Walloon: lurson, nierson, irson; Welsh: draenog; West Frisian: ychelbaarch, ychel; Wolof: suññéel bi; Yiddish: שטעכלער‎, יאָזש‎; Zulu: inhloli