αἰδοῖος
English (LSJ)
α, ον, (αἰδώς)
A having a claim to regard, reverence, or compassion (cf. αἰδώς), in Hom., Hes. only of persons, sometimes of gods, θεῶν γένος Hes.Th.44, cf. Op.257, Il.18.394; more freq. of human beings, as kings, Il.4.402, members of family, esp. wife, 21.460, servants, ταμίη Od.1.139, women generally, παρθένος Il.2.514; then of the helpless or those needing protection, guests, Od.9.271, suppliants, 7.165: abs., αἰδοίοισιν ἔδωκα 15.373: Comp. αἰδοιότερος καὶ φίλτερος II.360 (later αἰδοιέστερος D.P.172):—after Hom. of things, ξείνων αἰ. λιμένες Emp.112.3: Sup. αἰδοιότατον, γέρας Pi.P.5.18; but αἰδοιέστατος… χρυσός O.3.42, cf. Alcm.74A. Adv. αἰδοίως, ἀπέπεμπον, of a guest, Od. 19.243.
II Act., bashful, shamefaced, κακὸς δ' αἰ. ἀλήτης Od.17.578.
2 showing reverence or compassion, πνεῦμα A.Supp.28 (anap.); Ζεὺς Αἰδοῖος = the god of mercy, ib.192.
3 claiming compassion, λόγοι ib.455.—Poet.: used by Pl. in quotations.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Morfología: [sup. αἰδοιέστατος Pi.O.3.42; αἰδοιαίτατα Philox.Gramm.337; ép. gen. αἰδοίοιο Il.4.402]
I respetable, digno de respeto o veneración, venerable de diosas: Tetis αἰδοίη θεός Il.18.394, Deméter y Core h.Cer.486, Dike, Hes.Op.257, Hera, Tyrt.1.31, θεῶν γένος Hes.Th.44, Temis, Hes.Th.16, Afrodita, Hes.Th.194, cf. A.R.3.1123
•de cosas en rel. c. ellas αἰδοῖ[αι] ... ὠ[δ] ῖνες del parto de Leto, Simon.14.32.3
•de pers. de raza divina, de los Dióscuros, Alcm.2.4.4, c. sent. enfático, de Aquiles αἰδοῖος νεμεσητὸς ὅ με προέηκε es respetable (e.e. es temible), encolerizado, el que me manda, Il.11.649
•tb. de pers., de reyes βασιλεύς Il.4.402, βασίλεια Od.18.314, cf. Hes.Th.80, Fr.43a.89, 361, Theoc.17.74
•de miembros de la familia αἰδοῖός τέ μοί ἐσσι, φίλε ἑκυρέ, δεινός τε Il.3.172, esp. de la esposa ἄλοχος Il.6.250, Od.10.11, παράκοιτις Od.3.381, Hes.Sc.14, 46, IMEG 106.3 (imper.)
•de la madre Il.2.514
•de los huéspedes y suplicantes ξείνους Od.19.316, γουνοῦμαι σ' Ἀχιλεῦ· σὺ δέ μ' αἴδεο καί μ' ἐλέησον· ἀντί τοί εἰμ' ἱκέταο ... αἰδοίοιο me postro de rodillas ante ti, Aquiles: tú concédeme el respeto debido y compadéceme, pues soy para ti como un suplicante al que se debe respeto, Il.21.75, αἰ. μέν τ' ἐστι ... ὅς τις ἵκηται Od.5.447
•de siervos ancianos ταμίη Od.1.139
•gener. ἀνήρ Pi.P.4.29
•digno de respeto, apreciado εἶναι ... φίλοισι ... αἰδοῖος Sol.1.6
•aplicado a cosas ref. a todo lo anterior γέρας Pi.P.5.18, βουλευτήριον A.Eu.705, λόγοι palabras de súplica, que merecen compasión A.Supp.455, ἔπη A.Supp.194
•gener. κτεάνων δὲ χρυσός αἰδοιέστατος Pi.O.3.42
•subst. plu. según el contexto los huéspedes, Od.15.373.
II 1que tiene vergüenza, tímido, retraído κακὸς δ' αἰδοῖος ἀλήτης mala cosa es un mendigo que tiene vergüenza, Od.17.578, παρθένος Hes.Th.572, κούρη Hes.Fr.180.13, A.R.4.1491.
2 que se muestra benévolo, compasivo, pío πνεῦμα de Zeus que acoge a los suplicantes, A.Supp.28
•hospitalario πρόξενος A.Supp.491, fig. τράπεζα Pi.Fr.187, c. gen. ξείνων αἰ. λιμένες Emp.B 112.3.
III subst. τὸ αἰ
1 órgano sexual externo, gener. plu. ref. al varón las vergüenzas, e.e., partes sexuales αἰδοίων τε μεσηγὺ καὶ ὀμφάλου entre las vergüenzas y el ombligo, Il.13.568, cf. Hes.Op.733, Archil.176.5, Tyrt.6.25, Hp.Aër.9, D.C.68.27.3
•op. ὑστέραι Pl.Ti.91b, ᾄσματα αἰδοίοισιν cantos fálicos Heraclit.B 15
•de animales machos, Hdt.3.103, 7.57, Gp.19.5.4
•de la mujer, Hdt.1.108
•del hombre esférico εἶχε ... αἰδοῖα δύο tenía órganos de ambos sexos Pl.Smp.190a, cf. 191b
•tb. en sg. τὸ αἰ. del varón pene Hdt.2.30, IKibyra 82.2 (imper.), op. ὑστέρα Arist.HA 493a25
•pero ref. a la mujer vulva Hp.Aër.9.6, Arist.HA 493b2
•gener. órgano reproductor humano, Arist.HA 541a25, o animal, Arist.GA 716b26
•en ofrendas o exvotos IG 22.1534.107, 286 (III a.C.), IOropos 324.70 (III a.C.), αἰ. ἀργυροῦν ID 1442A.60 (II a.C.).
2 ict. τὸ θαλάσσιον αἰ. animal marino no identificado, quizá la pennátula Arist.HA 532b23.
IV adv. αἰδοίως = con toda consideración ἀπόπεμπον (a un huésped) Od.19.243.
• Etimología: Cf. αἰδώς.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
I. 1 vénérable, digne de respect;
2 honteux;
II. respectueux, déférent.
Étymologie: αἰδώς.
German (Pape)
(αἰδώς),
1 ehrwürdig, von Vornehmeren und im Schutz der Götter Stehenden, βασιλεύς Il. 4.402, ἑκυρά 22.451, ξεῖνοι Od. 19.316, ἄλοχοι Il. 21.460, ταμίη Od. 1.139, mit φίλος verb. 19.254, mit δεινός 14.234, φίλος πάντεσσι γένοιτο δεινός τ' αἰδοῖός τε 8.22; Plat. Theaet. 183e; παρθένος κυδρή τ' αἰδοίη τε Hes. O. 257. Ähnl. Pind. und Aesch., Ζεύς Suppl. 189, πόσις Ag. 586.
2 verschämt, blöde, ἀλήτης Od. 17.578; wie Plat. Legg. XII.943e; Aesch. Suppl. 28; ἔπη 191; πρόξενος 486, mitleidig; – τὸ αἰδοῖον θαλάσσιον, ein Meertier, Nic. Ath. III.105c. – Komp. αἰδοιότερος Od. 11.360; αἰδοιότατον γέρας Pind. P. 5.18, αἰδοιέστατος Ol. 3.42. – Das Neutrum τὸ αἰδοῖον und häufiger τὰ αἰδοῖα das Schamglied, die Scham, Il. 13.568 Hes. O. 731; von Frauen Her. 1.108 und öfter in Prosa.
• Adv. αἰδοίως Od. 19.243.
Russian (Dvoretsky)
αἰδοῖος:
1 внушающий уважение, почтенный (βασιλεύς, ξεῖνοι, ἑκυρά Her.; γέρας Pind.; πόσις Aesch. ): α. Ζεύς Aesch. великий Зевс;
2 застенчивый, стыдливый, робкий (ἄλοχοι, παρθένος, ἀλήτης Hom.);
3 почтительный (πνεῦμα, λόγοι Aesch.);
4 сострадательный, милостивый (πρόξενος Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
αἰδοῖος: -α, -ον, (αἴδομαι), ὁ θεωρούμενος μετὰ φόβου καὶ σεβασμοῦ, σεβαστός, σεβάσμιος, σεμνοπρεπής, παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ. μόνον ἐπὶ προσώπων, ὡς τῶν ἀνωτέρων ἢ πρεσβυτέρων, ἢ προσώπων διατελούντων ὑπὸ τὴν θείαν προστασίαν, ἰδίως ἐπὶ τῆς συζύγου ἢ τῆς οἰκοδεσποίνης· ἀκολούθως καθόλου ἐπὶ γυναικῶν, ἀξία σεβασμοῦ καὶ συμπαθείας, τρυφερά, παρθένος αἰδοίη, Ἰλ. Β. 514, σπαν. ἐπὶ τῶν θεῶν, Σ. 394, 425, Ἡσ. Θ. 44, ἐπὶ ξένων καὶ ἱκετῶν, συχνάκις συναπτόμενον μετὰ τοῦ φίλος καὶ δεινὸς παρ’ Ὁμ.: - ὡσαύτως αἰδοῖος, ἀπολ. ἀντὶ ἱκέτης, Ὀδ. Ο. 373, ἔνθα ἴδε Σχόλ. 2) μετέπειτα καὶ ἐπὶ πραγμάτων, = ἄξιον σεβασμοῦ καὶ ὑπολήψεως· γέρας, Πινδ. Π. 5, 22· αἰδοιέστατος κτεάνων χρυσός, ὁ αὐτ. Ο. 3. 76. ΙΙ. ἐνεργ. αἰδήμων, αἰσχυντηλός, Ὀδ. Ρ. 578, Πλάτ. Νόμ. 943Ε: - Ἐπίρρ. -ως, μετὰ σεβασμοῦ, Ὀδ. Τ. 243. 2) ἐπὶ πραγμάτων: πλήρης σεβασμοῦ, δεικνύων σεβασμόν· χάρις, Πινδ. Ο. 7. 164· αἰδ. πνεῦμα, λόγοι, διάθεσις, λόγοι σεβασμὸν ἐνέχοντες, Αἰσχύλ. Ἱκ. 29. 455. ΙΙΙ. συγκρ. αἰδοιότερος, Ὀδ. Λ. 360. -έστερος, Διον. Π. 172: - ὑπερθ. αἰδοιέστατος, Πινδ. Ο. 3. 76. - Λέξις ποιητική, διότι τὰ ὀλίγα χωρία, ἐν οἷς ὁ Πλάτων μεταχειρίζεται αὐτήν, εἶναι εἰλημμένα ἐκ ποιητῶν.
English (Autenrieth)
(αἰδώς): (1) modest, bashful, Od. 17.578.—(2) honored, respected, of those who by their relationship, position, or circumstances have a claim to deference or merciful treatment, as the gods, kings, suppliants, mendicants, and the ‘housekeeper’ (ταμίη).—As subst. neut. pl. αἰδοῖα, ‘the parts of shame,’ ‘privy parts,’ Il. 13.568†.—Adv., αἰδοίως ἀπέπεμπον, ‘with due honor,’ ‘fitting escort,’ Od. 19.243.
English (Slater)
αἰδοῑος (superl. αἰδοιέστατος, αἰδοιότατος coni.)
1 revered, honoured κτεάνων δὲ χρυσὸς αἰδοιέστατος (v. 1. -έστατον.) (O. 3.42) αἰδοία Χάρις (O. 6.76) αἰδοίαν χάριν (O. 7.89) “ἀνδρὸς αἰδοίου.” (P. 4.29) αἰδοιότατον γέρας (Er. Schmid.: αἰδοιέστατον codd.) (P. 5.18) αἰδοῖος μὲν ἧν ἀστοῖς ὁμιλεῖν (ἀμφίβολον. ἤτοι γὰρ αὐτὸς ἦν ἐντροπῆς ἄξιος ὁμιλῶν τοῖς ἀστοῖς, ἢ αὐτὸς ἐνετρέπετο ἐν τῷ τοῖς ἀστοῖς ὁμιλεῖν. Σ.) (I. 2.37) ἥρωες αἰδοίαν ἐμείγνυντ' ἀμφὶ τράπεζαν θαμά fr. 187.
Greek Monotonic
αἰδοῖος: -α, -ον (αἰδέομαι),
I. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που περιβάλλεται με σεβασμό, αξιοσέβαστος, σεβάσμιος· λέγεται και για γυναίκες, αυτές που αξίζουν σεβασμό, τρυφερότητα, στοργή, σε Όμηρ.
II. Ενεργ., ντροπαλός, ταπεινός, ευλαβής, σε Ομήρ. Οδ.· επίρρ. -ως, με σεβασμό, στο ίδ.
III. συγκρ. αἰδοιότερος, σε Ομήρ. Οδ.· υπερθ. αἰδοιέστατος, σε Πίνδ.
Middle Liddell
αἰδέομαι
I. of persons, regarded with reverence, august, venerable, and of women, deserving respect, tender, Hom.
II. act. shamefaced, reverent, Od.:—adv. -ως, reverently, Od.
III. comp. αἰδοιότερος, Od.; Sup. αἰδοιέστατος, Pind.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=σεβαστός). Ἀπό τό αἰδοῦμαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
modest
Arabic: مُتْوَاضِع; Armenian: համեստ, պարկեշտ; Azerbaijani: təvazökar, təvazölü; Belarusian: скромны, сці́плы; Bulgarian: скромен; Catalan: modest; Chinese Mandarin: 謙虛, 谦虚, 謙讓, 谦让, 謙遜, 谦逊, 謙恭, 谦恭, 虛心; Czech: skromný; Danish: beskeden; Dutch: bescheiden, ingetogen; Finnish: vaatimaton; French: modeste; German: bescheiden, maßvoll; Greek: ταπεινός, μετριόφρων, σεμνός; Ancient Greek: αἰδήμων, αἰδοῖος; Hebrew: צָנוּעַ; Hungarian: szerény; Irish: náireach, náiriúil, adhnáireach, modhúil; Italian: modesto; Japanese: 謙虚な, 謙遜した; Korean: 겸손하다; Latin: modestus; Latvian: pieticīgs; Macedonian: скромен; Maori: whakamōwai, pōrearea; Old English: sċamfæst; Plautdietsch: bescheiden; Polish: skromny; Portuguese: modesto; Romanian: modest; Russian: скромный; Serbo-Croatian Cyrillic: скро̏ман; Roman: skrȍman; Slovak: skromný; Slovene: skromen; Spanish: modesto, humilde; Swedish: blygsam; Thai: ถ่อมตัว; Turkish: kalender, alçak gönüllü, mütevazı; Ukrainian: скромний; Vietnamese: khiêm tốn; Yiddish: באַשיידן
bashful
Arabic: خَجُول; Aromanian: arushinos; Belarusian: сарамлі́вы; Bulgarian: плах, свенлив, срамежлив; Cherokee: ᎤᏕᎰᏌᏘ; Chinese Mandarin: 害羞; Dutch: verlegen, timide; Finnish: ujo; French: timide; Galician: recatado, recatada; German: schüchtern, verlegen, scheu; Greek: ντροπαλός; Ancient Greek: αἰδήμων, αἰδοῖος, αἰσχυντηλός, θρυπτικός, καταπλήξ; Irish: náireach, náiriúil, faiteach; Italian: vergognoso, timido, modesto; Japanese: 恥ずかしがり屋の, 恥ずかしい; Khmer: អៀន; Korean: 부끄럼을 타다; Latin: pudens, verecundus; Latvian: kaunīgs; Malayalam: ലജ്ജയുള്ള; Maori: konekone, numinumi; Norwegian Bokmål: beskjeden, sky, forlegen, unnselig; Nynorsk: beskjeden, sky, forlegen; Portuguese: tímido, recatado; Romanian: rușinos; Russian: застенчивый, робкий, скромный; Spanish: tímido; Turkish: utangaç; Ukrainian: соромливий, сором'язливий, сором'язний; Welsh: swil