κίβδηλος

English (LSJ)

κίβδηλον,
A adulterated, base, especially of coin, χρυσοῦ κιβδήλοιο καὶ ἀργύρου Thgn.119, cf. E.Med.516; στατῆρες κ. IG22.1388.61; κ. λόγος τοῦ τόκου Pl.R. 507a; τιμαί, opp. ἀληθεῖς, Id.Lg.728d; ἐν δὲ κιβδήλῳ τόδε this may prove false, E.El.550; τὸ σὰν κίβδαλον spurious, Pi.Dith.2.3; ἱμάτιον ἐκ δύο ὑφασμένον κ. LXX Le.19.19.
II metaph., fraudulent, dishonest, opp. ἀληθής, of men, Thgn.117; κίβδηλον (cj. -λοι)… ἦθος ἔχοντες Id.965; τοῦτο θεὸς κιβδηλότατον ποίησε Id.123; κ. καὶ ἀπατεών, κ. καὶ ἀγαθοφανέες, Democr.63, 82; δίκαιον Arist.Rh.1375b6; of oracles, etc., deceitful, Hdt.1.66,75,5.91, Max.Tyr.28.3 (Sup.); of women, κ. ἀνθρώποις κακόν E.Hipp.616; κ. ἐπιτηδεύματα Pl.Lg.918a. (Poll.7.99 cites κίβδος = dross or alloy of gold; Sch.Ar.Av.158 expl. κιβδηλία as the dross of silver; Hsch. also cites κίβδης, = κακοῦργος, κάπηλος, χειροτέχνης, and Poll. κίβδωνες (v.l. κιβδῶνες Phot.), = μεταλλεῖς, miners.)

German (Pape)

[Seite 1436] eigtl. von unreinem, von den Schlacken nicht gehörig gesäubertem Metall, wodurch bes. das Gold an Gehalt u. Ansehen verliert, dah. verfälscht, unächt; χρυσός Theogn. 119; Eur. Med. 516; νόμισμα, falsche Münze, Xen. Hem. 3, 1, 9; bei Suid. u. Schol. Ar. Av. 158 wunderlich abgeleitet παρὰ τὸ ὑπὸ Χίων δεδηλῆσθαι, also für χίβδηλος. – Übertr. von Menschen, betrügerisch, falsch, bes. im Handel u. Wandel; Theogn. 117. 459; κίβδηλον κακόν nennt Eur. Hipp. 616 die Weiber; κίβδηλόν τι πωλεῖν Plat. Legg. XI, 916 d; κίβδηλα ἐπιτηδεύματα 918 a; τὴν πόλιν κίβδηλον καὶ ἄπιστον ποιεῖν, unzuverlässig, Dem. Lpt. 167; zweideutig, Theogn. 123; χρησμός, ein doppelsinniges Orakel, Her. 1, 66. 75. – Auch = unächt von Seiten der Geburt, = νόθος, Theogn. 123; Gegensatz von ἀληθεῖς, τιμαί Plat. Legg. V, 728 d; νόθα καὶ κίβδηλα θωπεύματα Plut. reip. ger. praec. 31; ὅσα κ. καὶ νόθα καὶ παρακεκομμένα Luc. adv. ind. 2; μηδὲν κάβδηλον ἑαυτῇ συνειδυῖα Hermot. 51. – Adv. κιβδήλως, falsch, Phryn. 415.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. de mauvais aloi, altéré, falsifié;
II. fig.
1 mensonger, illégitime;
2 faux, trompeur, déloyal;
3 équivoque en parl. d'oracles.
Étymologie: κίβδος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κίβδηλος -ον [~ κίβδος: afval?] vervalst, vals, m. n. van munten:. χρυσοῦ... ὅς κίβδηλος ᾖ τεκμήρια kenmerken van goud dat vals is Eur. Med. 516. overdr. onbetrouwbaar; vaak van orakels:; χρησμῷ κιβδήλῳ πίσυνες vertrouwend op een onbetrouwbaar orakel Hdt. 1.66.3; ἐν δὲ κιβδήλῳ τόδε dit blijft onbetrouwbaar Eur. El. 550; bedrieglijk:; κίβδηλον ἀνθρώποις κακόν een bedrieglijk kwaad voor de mensheid Eur Hipp. 616; onecht:. ἀληθεῖς καὶ... κίβδηλοι echte en onechte (eerbewijzen) Plat. Lg. 728d.

Russian (Dvoretsky)

κίβδηλος: дор. κίβδᾱλος 2
1 поддельный, фальшивый (χρυσός Eur.; νόμισμα Xen.);
2 фальсифицированный: κίβδηλόν τι Plat. какая-л. подделка, фальсификация;
3 ненастоящий, обманчивый, ложный (τιμαί Plat.);
4 притворный, лицемерный (θωπεύματα Plut.);
5 плутовской, нечестный (ἐπιτηδεύματα Plat.);
6 недостоверный, двусмысленный, сомнительный (χρησμός Her.);
7 не внушающий доверия, ненадежный (πόλις Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

κίβδηλος: -ον, νενοθευμένος, νόθος, ἀχρεῖος, ἰδίως ἐπὶ νομίσματος, χρυσοῦ κιβδήλοιο καὶ ἀργύρου Θέογν. 119, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 516· στατῆρες κ. Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 10· ἐπὶ ἐμπορευμάτων, Πλάτ. Νόμ. 916E· κ. λόγος τοῦ τόκου ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 507A· τιμαί, ἀντίθετ. τῷ ἀληθεῖς, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 728D· ἐν δὲ κιβδήλῳ τόδε, τοῦτο δυνατὸν ν’ ἀποδειχθῇ μὴ ἀληθές, Εὐρ. Ἠλ. 550· τὸ σὰν κίβδαλον, δηλ. προφερόμενον μετὰ νὸθου ἤχου, Πινδ. Ἀποσπ. 47, ἔνθα ἴδε Donalds. ΙΙ. μεταφορ., χαμερπής, ψευδής, νόθος, ἀπατηλός, ἀντίθετ. τῷ ἀληθής, ἐπὶ ἀνθρώπων, Θέογν. 117· κίβδηλον... ἦθος ἔχοντες ὁ αὐτ. 965· τοῦτο θεὸς κιβδηλότατον ποίησε ὁ αὐτ. 123· δίκαιον Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 7· ἐπὶ χρησμῶν, ἀπατηλός, Ἡρόδ. 1. 66, 75., 5. 91· ἐπὶ γυναικῶν, κίβδηλον ἀνθρώποις κακὸν Εὐρ. Ἱππ. 616· κ. ἐπιτηδεύματα Πλάτ. Νόμ. 918A. (Πολυδ. Ζ΄, 99, Ἡσύχ., ἀναφέρουσιν ὡς ἀρχικὸν τύπον κίβδος = ἡ σκωρία δι’ ἧς ἐνοθεύετο ὁ χρυσός· καὶ ὁ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 158 ἑρμηνεύει τὸ κιβδηλία ὡς τὴν σκωρία δι’ ἧς ἐνοθεύετο ὁ ἄργυρος· ὁ Πολυδ. καὶ ὁ Ἡσύχ. ὡσαύτως ἀναφέρουσι κίβδης = πανοῦργος, ὁ κιβδηλεύων ἢ ἀποτρίβων τὰ νομίσματα, καὶ κίβδωνες (οὐχὶ κιβδῶνες, κατὰ Φώτ.), = μεταλλεῖς, οἱ ἐν τοῖς μεταλλείοις ἐργαζόμενοι).

English (Slater)

κίβδηλος counterfeit met., impure (but cf. Eustath., opusc., 133, 20.) πρὶν μὲν ἕρπε σχοινοτένειά τ' ἀοιδὰ διθυράμβων καὶ τὸ σὰν κίβδηλον ἀνθρώποισιν ἀπὸ στομάτων (either a reference to ἄσιγμοι ᾠδαί Athen. 455C, al., or to mispronunciation of sigma, Wil., 342) Δ. 2. 3.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ κίβδηλος, -ον)
1. (για ευγενή μέταλλα και για νομίσματα που προήλθαν από αυτά) νοθευμένος με ευτελή μέταλλα, κάλπικος, παραχαραγμένος, παραποιημένος («χρυσοῦ κιβδήλοιο καὶ ἀργύρου», Θέογν.)
2. μτφ. δόλιος, ανειλικρινής, ψεύτικος, απατηλός («νόθα και κίβδηλα θωπεύματα», Πλούτ.)
νεοελλ.
(για χαρτονομίσματα) πλαστός, κάλπικος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τo κίβδηλον
η δολιότητα, η απάτη
αρχ.
ο μη γνήσιοςἱμάτιον ἐκ δύο ὑφασμένον κίβδηλον οὐ ἐπιβαλεῖς σεαυτῷ», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίβδος (κράμα μετάλλων με το οποίο νοθευόταν ο χρυσός). Η αρχική σημ., που ήταν «από νοθευμένο πολύτιμο μέταλλο», γενικεύθηκε σε «νοθευμένος, παραχαραγμένος, πλαστός, ψεύτικος».
ΠΑΡ. κιβδηλεύω, κιβδηλία
αρχ.
κίβδηλις, κιβδηλιώ
μσν.
κιβδήλιος
νεοελλ.
κιβδηλότητα.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. κιβδηλοποιείο, κιβδηλοποιία, κιβδηλοποιός].

Greek Monotonic

κίβδηλος: -ον, I. νοθευμένος, νόθος, αχρείος, πλαστός, λέγεται για νόμισμα, σε Θέογν., Ευρ.
II. μεταφ., χαμερπής, ψευδής, νόθος, απατηλός, λέγεται για ανθρώπους, σε Θέογν., Ευρ.· λέγεται για χρησμούς, παραπλανητικός, σε Ηρόδ.· ἐν κιβδήλῳ, σε Ευρ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: false, adulterated, of gold, coins etc., fraudulent (Thgn.); negated ἀ-κίβδηλος unadalterated (Hdt., Pl. Lg.; vgl. Frisk Adj. priv. 14f.).
Other forms: also Pi. Dith. 2, 3. Fur. 316 further quotes κίβαλος ὁ λῃστής Su. (but διάκονος H.)
Derivatives: κιβδηλία, -ίη falsification, deceit (Hp., Ar.) and denomin.: 1. κιβδηλεύω falsify (E., Ar., Arist.) with κιβδήλευμα, -λεία falsification (Pl. Lg.), 2. κιβδηλιάω look like adulterated gold, have jaundice (Arist.; after the verbs of illness in -ιάω). - Beside it κίβδης κακοῦργος, <κά>πηλος, χειροτέχνης H., κίβδωνες = μεταλλεῖς, miners (Poll., Moer.), κιβδῶνες (Phot.). - Basis κίβδος dross of metal (Poll.); in the same meaning also κίβδηλις H. s. κιβδηλιῶντας; on the suffix ηλο- Chantraine Formation 242, Schwyzer 484. - It remains uncertain whether κίβαλος belongs here; I see no basis to connect κίβον. - The word is of course Pre-Greek (Fur. 316). Clearly the root is κιβδ- (on the suffix -ηλο- Fur. 115 n. 5); this shows that -βδ- most probably is one phoneme; I propose it was (the voiced representative of) *py.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Term of miners without etymology (cf. on μέταλλον). Bq (with Solmsen) compares κίβον ἐνεόν. Πάφιοι H. which is also unexplained and recalls Fr. (pierre) sourde i. e. dull, without reflex; Grošelj Živa Ant. 3, 200f. mentions NHG taub, Slov. gluh also without metall (of minerals). For -δος compare, λύγδος white marble (on now see s.v. μόλυβδος lead); s. Fraenkel Nom. ag. 2, 175 n. 1 (p. 176; partly diff.), Grošelj l. c. with a quite hypothetical etymology. Older wrong or doubtful explanations from IE and Semit. in Bq; s. also WP. 1, 349. - A related verb Blumenthal finds in κίψει κακοποιεῖ H. (?).

Middle Liddell

κίβδηλος, ον
I. adulterated, spurious, base, of coin, Theogn., Eur.
II. metaph. base, false, spurious, fraudulent, of men, Theogn., Eur.; of oracles, deceitful, Hdt.; ἐν κιβδήλῳ Eur. [from κίβδος

Frisk Etymology German

κίβδηλος: (auch Pi. Dith. 2, 3)
{kíbdēlos}
Meaning: verfälscht, unecht, vom Golde, Münzen usw., trüglich, lügnerisch (seit Thgn.); negiert ἀκίβδηλος unverfälscht (Hdt., Pl. Lg. u. a.; vgl. Frisk Adj. priv. 14f.).
Derivative: Davon κιβδηλία, -ίη Verfälschung, Trug (Hp., Ar. u. a.) und die Denominativa: 1. κιβδηλεύω verfälschen (E., Ar., Arist. u. a.) mit κιβδήλευμα, -λεία Fälschung (Pl. Lg.), 2. κιβδηλιάω wie verfälschtes Gold aussehen, Gelbsucht haben (Arist.; nach den Krankheitsverben auf -ιάω). — Daneben κίβδης· κακοῦργος, <κά>πηλος, χειροτέχνης H., κίβδωνες = μεταλλεῖς, Bergwerksarbeiter (Poll., Moer.). — Gemeinsames Grundwort κίβδος Metallschlacke (Poll.); in derselben Bed. auch κίβδηλις H. s. κιβδηλιῶντας; zum ηλο-Suffix Chantraine Formation 242, Schwyzer 484.
Etymology: Ausdruck des Bergbaus ohne Etymologie (vgl. zu μέταλλον). Bq (mit Solmsen) vergleicht das ebenfalls dunkle κίβον· ἐνεόν. Πάφιοι H. und erinnert an frz. (pierre) sourde d. h. terne, sans reflet; Grošelj Živa Ant. 3, 200f. zieht noch heran nhd. taub, slov. gluh auch ohne Metall (von Mineralien). Zum Ausgang -δος wären dann die sinnverwandten μόλυβδος Blei, λύγδος weißer Marmor zu vergleichen; s. noch Fraenkel Nom. ag. 2, 175 A. 1 (S. 176; z. T. abweichend), Grošelj a. a. O. mit einer ganz hypothetischen Etymologie. Ältere verfehlte oder ganz fragwürdige Erklärungsversuche aus dem Idg. und dem Semit. bei Bq; s. auch WP. 1, 349. — Ein verwandtes Verb will v. Blumenthal in κίψει· κακοποιεῖ H. wiederfinden (?).
Page 1,847-848

English (Woodhouse)

counterfeit, spurious, of coin, of money, palmed off, false

Mantoulidis Etymological

(=νοθευμένος, ἀπατηλός). Ἀπό τό κίβδος (=σκουριά μέ τήν ὁποία νόθευαν τό χρυσό).
Παράγωγα: κίβδωνες (=μεταλλωρύχοι), κίβδης (=κακοῦργος), κιβδηλεία (=νόθευση), κιβδήλευμα, κιβδηλεύω.