λυγίζω
English (LSJ)
Dor. fut. inf.
A λυγιξεῖν Theoc.1.97: (λύγος):—bend or twist as one does a withe, πλευρὰν λυγίσαντος ὑπὸ ῥώμης, of a dancer, Ar.V.1487; νεῦρα λελυγισμένα twisted, Hp.Mochl.4; τὰ λυγισθέντα τῶν ἄρθρων twisted joints, Gal.Protr.11; λυγίζειν ἀλλήλους, of wrestlers, Luc.Anach.1, cf. Philostr.Im.2.32: metaph., λ. μέλος Ael.NA2.11; cf. λύγισμα, λυγισμός.
2 throw, master, Ἔρωτα Theoc.l.c.:—Pass., to be thrown or be mastered, Id.1.98; οὐδ' ἐλυγίχθη τὰν ψυχάν Id.23.54.
II Pass., bend or twist oneself like a withe, bend aside, so as to avoid a blow, λυγίζεται καὶ συστρέφει τὸν αὐ χένα Eup.339, cf. Pl. R.405c; στρέφου λυγίζου τε μύθοις S.Ichn.362 (lyr.); ἐλυγίσθησαν κατὰ τροχῶν Phalar.Ep.147.3; also of dancers, Luc.Salt.77, etc.; ὑπ' ὀρχησμῶν λελυγισμένον ἴχνος AP6.33 (Maec.): metaph., in pf. part. λελυγισμένος, effeminate, Anon. ap. Suid. s.v. ἁβρός; ἐπέων κόσμος λελ. AP11.20 (Antip. Thess.).
2 turn, play, as a joint in the socket, ἄρθρον ᾗ λυγίζεται S.Tr.779.
French (Bailly abrégé)
f. λυγίσω, ao. ἐλύγισα, pf. inus.
Pass. ao. ἐλυγίσθην, pf. λελύγισμαι;
1 courber comme on fait d'une baguette d'osier ; fig. λ. μέλος ÉL moduler un chant ou des inflexions ; Pass. ἄρθρον ᾗ λυγίζεται SOPH là où s'infléchit l'articulation ; particul. se mouvoir avec des inflexions en parl. de danseurs;
2 assouplir les membres ; assouplir, soumettre, dompter.
Étymologie: λύγος.
German (Pape)
biegen, winden, drehen; ἄρθρον ᾗ λυγίζεται Soph. Trach. 776, vom Fußgelenk; κόσμος λελυγισμένος Antip.Thess. 45 (XI.120), von künstlichen Schnörkeleien des Gesanges und Liedes; bes. in der Sprache der Ringer, dem Gegner durch geschickte Biegungen und Wendungen entgehen od. ihn zu Boden werfen, vgl. Luc. Gymn. 1, Salt. 77; πλευρὰν λυγίσαντος ὑπὸ ῥώμης Ar. Vesp. 1487; ἀποστραφῆναι λυγιζόμενος ὥστε μὴ παρέχειν δίκην, sich drehend, wendend, Plat. Rep. III.405c, v.l. λογιζόμενος, wo der Schol. βασανίζειν erkl.; Theocr. 1.98 sagt αὐτὸς ἔρωτος ὑπ' ἀργαλέω ἐλυγίχθης; λυγιξεῖν ib. 97, vgl. 23.54.
Russian (Dvoretsky)
λῠγίζω: (дор. aor. pass. ἐλυγίχθην; дор. inf. fut. λυγιξεῖν)
1 сгибать, изгибать, тж. крутить, закручивать (πλευράν Arph.): ἄρθρον ᾗ λυγίζεται Soph. в месте сгиба (сочленения); λ. ἀλλήλους Luc. (о борцах) гнуть друг друга; ἐπέων κόσμος λελυγισμένος Anth. затейливые словесные завитушки; ἀποστραφῆναι λυγιζόμενος Plat. старающийся увернуться (от кары);
2 перен. скручивать, покорять, укрощать (ὑπ᾽ Ἔρωτος ἐλυγίχθης Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
λῠγίζω: Δωρ. μέλλ. λυγιξῶ Θεόκρ. 1. 97· (λύγος). Λυγίζω, κάμπτω ἢ συστρέφω τι οἷον κλάδον ἰτέας, πλευρὰν λυγίσαντος ὑπὸ ῥώμης, ἐπὶ ὀρχηστοῦ, Ἀριστοφ. Σφ. 1487· λ. ἀλλήλους, ἐπὶ παλαιστῶν, Λουκ. Ἀνάχ. 1· - μεταφορ., λ. μέλος Αἰλ. π. Ζ. 2. 11· πρβλ. λύγισμα, λυγισμός. 2) ῥίπτω, καταβάλλω, κυριεύω, ἔρωτα Θεόκρ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Λουκ. Ἀνάχ. 1, κτλ., ἴδε κατωτ. ΙΙ. 3. ΙΙ. Παθ., κάμπτομαι, λυγίζομαι, συστρέφομαι ὡς κλάδος ἰτέας, κάμπτομαι ἢ συστρέφομαι πρὸς ἀποφυγὴν κτυπήματος, λυγίζεται καὶ συστρέφει τὸν αὐχένα Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 44, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 405C· ἐλυγίσθησαν κατὰ τροχῶν Φαλάρ. Ἐπιστ. 147· ὡσαύτως ἐπὶ ὀρχηστῶν, Λουκ. περὶ Ὀρχήσ. 77, κτλ.· ὑπ’ ὀρχησμῶν λελυγισμένον ἴχνος Ἀνθ. Π. 6. 33· - μεταφορ., ἐν τῇ μετοχ. τοῦ παθ. πρκμ. λελυγισμένος, ἐκτεθηλυμμένος, Ἀνώνυμος παρὰ Σουΐδ.· ἐπέων κόσμος λελυγ. Ἀνθ. Π. 11. 20. 2) στρέφομαι, «παίζω» ὡς τὸ ὀστοῦν ἐντὸς τῆς κοτύλης, ἄρθρον ᾖ λυγίζεται Σοφ. Τρ. 779· νεῦρα λελυγισμένα Ἱππ. Μοχλ. 847. 3) μεταφορ., κάμπτομαι, καταβάλλομαι, ἡττῶμαι, ἦ ρ’ οὐκ αὐτὸς ἔρωτος ὑπ’ ἀργαλέω ἐλυγίχθης Θεόκρ. 1. 98· οὐδ’ ἐλυγίχθη τὰν ψυχὰν ὁ αὐτ. 23. 54.
Greek Monolingual
και λυγώ, -άω (AM λυγίζω, Μ και λυγῶ, -άω) λύγος
1. (μτβ.) κάνω κάτι να καμφθεί, κάμπτω, κυρτώνω (α. «λυγίζω τά γόνατα» β. «πλευρὰν λυγίσαντος ὑπὸ ῥώμης, οἷον μυκτὴρ μυᾱται καὶ σφόνδυλος ἀχεῖ», Αριστοφ.)
2. καταβάλλω, νικώ
3. (αμτβ.) κάμπτομαι, γέρνω, κυρτώνομαι, διπλώνομαι (α. «λύγισαν τα κλαδιά απ' τον άνεμο» β. «οἱ μὲν αὐτῶν περιπλεκόμενοι ἀλλήλους ύποσκελίζουσιν, οἱ δ' ἄγχουσι καὶ λυγίζουσι», Λουκιαν.)
4. (μτβ.) μεταβάλλω γρήγορα και με ευστροφία τον ήχο της φωνής εναλλάσσοντας τους τόνους του άσματος
5. μέσ. λυγίζομαι και λυγιέμαι
κάνω χαριτωμένες κινήσεις, κουνιέμαι με χάρη, ακκίζομαι (α. «σειέσαι και λυγιέσαι σαν την πάπια στο γιαλό», δημ. τραγούδι
β. «τὸν αὐχένα λυγίζοιτο ὑπὸ τρυφῆς καὶ ἀκρασίας», Θεμίστ.)
νεοελλ.
1. (αμτβ.) υποχωρώ, υποκύπτω, ενδίδω («ύστερα από τόσες πιέσεις λύγισε και τον παντρεύτηκε»)
2. (αμτβ.) χάνω το κουράγιο μου, κουράζομαι («λύγισα πια απ' τα βάσανα»)
3. (μτβ.) καταβάλλω κάποιον ηθικά
4. φρ. α) (μτβ.) «αυτός λυγάει και τα σίδερα» — λέγεται για κάποιον που έχει μεγάλη μυϊκή δύναμη
β) (αμτβ.) «λυγίζουν τα γόνατά μου» — αισθάνομαι να κόβονται τα πόδια μου από μεγάλο φόβο ή μεγάλη αμηχανία
5. παροιμ. «βέργα που λυγά δεν τσακίζεται» — όποιος ξέρει και μπορεί να ελίσσεται βγαίνει κερδισμένος
αρχ.
φρ. «τὰ λυγισθέντα τῶν ἄκρων» — τα άκρα που έχουν υποστεί διάστρεμμα (Γαλ.).
Greek Monotonic
λῠγίζω: Δωρ. μέλ. λυγιξῶ, παρακ. λελύγισμαι — Παθ., Δωρ. αόρ. ἐλυγίχθην (λύγος)·
I. 1. λυγίζω, κάμπτω ή συστρέφω κάτι, όπως κάνει κάποιος το κλαδί ιτιάς, πλευρὰν λυγίζω, λέγεται για χορευτή, σε Αριστοφ.· λυγίζω ἀλλήλους, λέγεται για παλαιστές, σε Λουκ.
2. ρίπτω, καταβάλλω, κυριεύω, σε Θεόκρ.
II. 1. Παθ., κάμπτομαι, λυγίζομαι, συστρέφομαι σαν κλαδί ιτιάς, κάμπτομαι ή συστρέφομαι έτσι ώστε να αποφύγω το χτύπημα, σε Πλάτ., Λουκ.· μεταφ., σε μτχ. παρακ., λελυγισμένος, θηλυπρεπής, σπασμένος, σε Ανθ.
2. στρέφομαι, «παίζω», όπως το κοίλο μέρος του οστού στην άρθρωση, σε Σοφ.
3. μεταφ., κάμπτομαι, καταβάλλομαι, ηττώμαι, νικιέμαι, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
λῠγίζω, λύγος
I. to bend or twist as one does a withe, πλευρὰν λ. of a dancer, Ar.; λ. ἀλλήλους, of wrestlers, Luc.
2. to throw, master, Theocr.
II. Pass. to bend or twist oneself like a withe, to bend aside or writhe, so as to avoid a blow, Plat., Luc.:—metaph., in perf. part. λελυγισμένος, broken, effeminate, Anth.
2. to turn, play, as a joint in the socket, Soph.
3. metaph. to be thrown or mastered, Theocr.
Mantoulidis Etymological
(=κάμπτω, κυριεύω). Ἀπό τό λύγος (=λυγαριά).
Παράγωγα: λύγισμα, λυγισμός, λυγιστής, λυγιστικός, λυγιστός, λυγηρός (=εὐλύγιστος).