μηχανάομαι

English (LSJ)

fut. μηχανήσομαι A. Th.1043, Pl.Lg.965e: aor. ἐμηχανησάμην ib.904b, etc.: pf. μεμηχάνημαι (v. infr. B): used by Hom. only in Ep. forms,
A μηχανάασθε Od.20.370, μηχανόωνται 3.207, al., -ωντο 22.432, al. (subj. -άᾱται Hes.Op. 241); opt. -όῳτο Od. 16.196; inf. -άασθαι 3.213, 16.93: the Ion. form ἐμηχανέοντο is found in codd. of Hdt.8.7 (ἐμηχανῶντο should be read for -έατο in 5.63, and μηχανῴατο for -οίατο in 6.46): (μηχανή):—make by art, construct, build, τείχεα μηχανόωντο Il.8.177; πλοῖα Hdt.1.94, cf. Th.4.47; of any work requiring skill or art, μ. λαγόν prepare a hare, Hdt.1.123; μ. σκιάς X.Cyr.8.8.17: generally, prepare, make ready, τάφον καὶ κατασκαφάς τινι A. Th.1043; ψυχῆς κόμιστρα τῇδε Id.Ag.965; ἐσβάσεις E.IT101.
2 more freq. contrive, devise, by art or cunning, freq. in bad sense, ἀτάσθαλα, κακά, ἀεικέα μηχανόωνται, Od.3.207, 17.499, 22.432; θάνατόν τινος Antipho 1.3; but in good sense, γέλωτα μ. τοῖς συνοῦσι X.Cyr.2.2.12; τισὶ μ. δύναμιν εἰς σωτηρίαν Pl.Prt. 320e; simply, bring about, effect, Hdt.2.21; πόσα σε δέοι ἂν μηχανᾶσθαι τοῦ δοκεῖν ἕνεκα X.Cyr.1.6.22:—Constr.: μ. τί τινι contrive something against a person, Od.3.207; πατρὶ θάνατον Antipho 1.9; πᾶν ἐπί τινι Hdt.4.154, cf. 6.88, etc.; τι εἴς τινα ib. 121, E.Ph.1614; ἐπί τινα X.Mem.2.3.10: abs., form designs or plots, πολλοὶ ἐπ' αὐτῷ μηχανόωνται Od.4.822; μ. τι ἐπί τινι for a purpose, Hdt.1.60; πρός τι X.Cyr.8.2.26; ἐκ τῶν ἐσθλῶν αἰσχρὰ μ. E.Hipp.331: in Prose freq. followed by ὅπως, how or in order that, μ. ὅπως τι ἔσται Hdt.2.121.γ, Pl.Ap.39a, etc.; πᾶσαν μηχανὴν μ. ὅπως… Id.R.460c: c. acc. et inf., contrive that a thing may be, ib. 519e.
II Med., procure for oneself, S.Ph.295, X.Cyr.3.2.15.
B Act. μηχανάω used by Hom. only in Ep. part., ἀτάσθαλα μηχανόωντας contriving dire effects, Od.18.143, cf. A.R.3.583; inf. μηχανᾶν S.Aj.1037: pf. μεμηχάνημαι in pass. sense, Hdt.1.98, 2.95, S. Tr.586, X.Cyr.8.3.1, Isoc.3.6; λόγοι πρὸς τὸ φενακίζειν ὑμᾶς μεμηχανημένοι D.22.35 (but also in act. sense, Pl.Grg. 459d, Lg.904b, X. Hier.11.4, Is.11.36, etc.): plpf. in pass. sense impers., οὕτως ἐμεμηχάνητο αὐτοῖς Antipho 5.55: aor. ἐμηχανήθην in pass, sense, Epicur. Nat.2.2, D.H.12.14, J.AJ18.2.4.

Greek (Liddell-Scott)

μηχᾰνάομαι: Ἰων. -έομαι (ἴδε ἐν τέλ.)· ἀποθ.: μέλλ. -ήσομαι Αἰσχύλ., Πλάτ.· ἀόρ. ἐμηχανησάμην Ἀττ.· πρκμ. μεμηχάνημαι (ἴδε κατωτ. Β)· - ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τοῖς Ἐπικ. τύποις, μηχανάασθε Ὀδ. Υ. 370· μηχανόωνται, -ωντο, συχν.· (ὑποτ. -άᾱται Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 239)· εὐκτ. -όῳτο Ὀδ. Π. 196 ἀπαρ. -άασθαι Γ. 213., Π. 93· - οἱ Ἰων. τύποι εἶναι πιθ. ἐμηχανέοντο, μηχανεόμενος, ὡς Ἡρόδ. 5. 63., 6. 133., 7. 172., 8. 7· ἂν καὶ τὰ Ἀντίγραφ. ποικίλλουσι μεταξὺ τῶν τύπων -έοντο, -έωντο, -ῶντο, -έατο, -εώμενος· ἐν 6. 46, μηχανῴατο ἔδει νὰ γραφῇ ἀντὶ -οίατο· Dind. De. Dial. Hdt. XXXIϏ (μηχανή, μῆχος). Ὡς τὸ Λατ. machinari, κατασκευάζω διὰ τέχνης, συναρμόζω, κατασκευάζω, οἰκοδομῶ, τείχεα μηχανόωντο Ἰλ. Θ. 177· πλοῖα Ἡρόδ. 1. 94, πρβλ. Θουκ. 4. 47· καὶ οὕτως ἐπὶ παντὸς ἔργου ἀπαιτοῦντος δεξιότητα ἢ τέχνην, λαγὸν μηχανησάμενος, μετὰ τέχνης παρασκευάσας λαγόν, Ἡρόδ. 1. 123· μ. σκιὰς Ξεν. Κύρ. 8. 8, 17· καθόλου παρασκευάζω, κάμνω ἕτοιμον, τάφον καὶ κατασκαφάς τινι Αἰσχύλ. Θήβ. 1038· κόμιστρα ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 965· ἐσβάσεις Εὐρ. Ι. Τ. 101. 2) συχνότερον, ἐπινοῶ, τεχνάζομαι, Ὅμ., κτλ.· συχνάκις ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἀτάσθαλα, κακά, ἀεικέα μηχανόωνται Ὀδ. Γ. 207., Ρ. 499., Χ. 432· - ὡσαύτως ἁπλῶς, προξενῶ, ἐπιφέρω, Ἡρόδ. 2. 21· θάνατόν τινος Ἀντιφῶν 111, ἐν τέλ.· ἐλευθερίαν Ξεν. Κύρ. 3. 2, 15, κτλ. -Συντάσσ.: μηχανῶμαί τινι, μηχανῶμαι, ἐπινοῶ, τεχνάζομαί τι ἐναντίον τινός, Ὅμ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀντιφῶν 112. 25· τι· ἐπί τινι Ἡρόδ. 4. 154., 6. 88, κτλ.· ὡσαύτως, τι εἴς τινα ὁ αὐτ. ἐν 6. 121, Εὐρ. Φοίν. 1612· ἐπί τινα Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 10· πρός τινα Ἡρόδ. 2. 95· -ἀπολ., βυσσοδομῶ, σχεδιάζω κακὰ ἐναντίον τινός, πολλοὶ ἐπ’ αὐτῷ μηχανόωντο Ὀδ. Δ. 822· - μετ’ αἰτ. πράγμ., ἴδε ἀνωτ.·Ϗ μ. τι ἐπί τινι, διὰ τινα σκοπόν, Ἡρόδ. 1. 60· οὕτω, εἴς τι Πλάτ. Πρωτ. 320 Ε· πρός τι Ξεν. Κύρ. 8. 2, 26· ἐκ τῶν ἐσθλῶν αἰσχρὰ μ. Εὐρ. Ἱππ. 331· - παρὰ πεζογράφοις, συχνάκις ἀκολουθεῖ τὸ ὅπως, «πῶς νά», «διὰ νά», μ. ὅπως τι ἔσται Ἡρόδ. 2. 121, 3, Πλάτ. Ἀπολ. 39Α, κτλ.· ὅπως ἄν τι γένηται ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 481Α· ὡσαύτως, πᾶσαν μηχανὴν μ. ὅπως... ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 460C·Ϗ - μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ἐπινοῶ πῶς νὰ κάμω τι, ἢ πῶς νὰ γείνῃ τι, ὁ αὐτ. ἐν 519Ε, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 22. ΙΙ. ὡς μέσ., προμηθεύω δι’ ἐμαυτόν, Σοφ. Φιλ. 295, Ξεν. Κύρ. 3. 2, 15. Β. τὸ ἐνεργ. μηχανάω εἶναι ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῇ Ἐπικ. μετοχ., ἀτάσθαλα μηχανόωντας, μηχανωμένους κακὰ πράγματα, Ὀδ. Σ. 143, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 583· καὶ παρὰ Σοφ. ἐν Αἴ. 1037 ἐν τῷ ἀπαρ. μηχανᾶν· ἀλλ’ ὁ πρκμ. μεμηχάνημαι κεῖται ἐπὶ παθ. σημασ. παρ’ Ἡροδ. 1. 98, Σοφ. Τρ. 586, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 1, Ἰσοκρ. 27Ε, Δημ. 604. 7, κτλ.· ἂν καὶ εἶναι ἐν χρήσει καὶ ἐπὶ ἐνεργ. σημασίας, Πλάτ. Γοργ. 459D, Νόμ. 904Β, Ξεν., κτλ.· -ὑπερσ. ἐπὶ παθ. σημασ. ἀπροσ., οὕτως ἐμεμηχάνητο αὐτοῖς Ἀντιφῶν 135. 43· - ἀόρ. ἐμηχανήθην ἐπὶ παθ. σημασ., Διον. Ἁλ. 12. 14, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 18. 2, 4.

English (Autenrieth)

(μηχανή), part. μηχανόωντας, ind. 3 pl. μηχανόωνται, opt. μηχανόῳτο, ipf. μηχανόωντο: contrive, set at work, perpetrate, freq. in unfavorable sense.

Greek Monotonic

μηχᾰνάομαι: (μηχανή
Α. Ιων. -έομαι, μέλ. -ήσομαι, αόρ. αʹ ἐμηχανησάμην, παρακ. μεμηχάνημαι· Επικ. τύποι, βʹ πληθ. μηχανάασθε, γʹ πληθ. ενεστ. και παρατ. μηχανόωνται, -ωντο, γʹ ενικ. ευκτ. μηχανόῳτο, απαρ. -άασθαι, αποθ.· όπως το Λατ. machinari,
I. 1. κάνω (κάτι) με τέχνη, συναρμολογώ, χτίζω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· γενικά, προετοιμάζω, ετοιμάζω, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.
2. επινοώ, μηχανεύομαι, με τέχνασμα ή δόλο, σε Όμηρ. κ.λπ.· επίσης, απλώς, προκαλώ, έχω ως αποτέλεσμα, σε Ηρόδ., Αττ.· αμτβ., καταστρώνω σχέδια, σε Ομήρ. Οδ.· με αιτ. και απαρ., επινοώ ώστε να κάνω ή να μπορεί να γίνει κάτι, σε Ξεν.
II. Μέσ., προμηθεύομαι για τον εαυτό μου, σε Σοφ., Ξεν. Β. το Ενεργ. μηχανάω χρησιμ. από τον Όμηρ. μόνο στην Επικ. μτχ., ἀτάσθαλα μηχανόωντας, επινοώντας ολέθρια αποτελέσματα, σε Ομήρ. Οδ., και από τον Σοφ. στο απαρ. μηχανᾶν· αλλά ο παρακ. μεμηχάνημαι χρησιμοποιείται με Παθ. σημασία από τον Ηρόδ. και στους Αττ.· επίσης με Ενεργ. σημασία, σε Πλάτ., Ξεν.

Middle Liddell

μηχανή
I. like Lat. machinari, to make by art, put together, construct, build, Il., Hdt., etc.; generally to prepare, make ready, Hdt., Aesch., etc.
2. to contrive, devise, by art or cunning, Hom., etc.;—also simply to cause, effect, Hdt., Attic:—absol. to form designs, Od.:—c. acc. et inf. to contrive to do or that a thing may be, Xen.
II. Mid. to procure for oneself, Soph., Xen.
B. the Act. μηχανάω is used by Hom. only in epic part., ἀτάσθαλα μηχανόωντας contriving dire effects, Od., and by Soph. in inf. μηχανᾶν: but perf. μεμηχάνημαι is used in pass. sense by Hdt. and in Attic; but also in act. sense, Plat., Xen.

Translations

build

Afrikaans: bou; Albanian: ndërtoj; Amharic: መገንባት; Arabic: بَنَى‎; Algerian Arabic: بْنى‎; Moroccan Arabic: بْنى‎; South Levantine Arabic: بْنى‎; Armenian: կառուցել, շինել, սարքել, կերտել; Assamese: সাজ, বনা; Azerbaijani: qurmaq; Basque: eraiki; Belarusian: будаваць, пабудаваць; Bengali: নির্মাণ করা; Breton: sevel; Bulgarian: строя, градя; Burmese: ဆောက်; Catalan: construir, edificar; Chechen: хьал да; Cherokee: ᎠᏁᏍᎨᎭ, ᎠᏐᏲᎭ; Chinese Mandarin: 建設/建设, 建造; Classical Nahuatl: chīhua; Cornish: gwruthyl, byldya, derevel, drehevel; Czech: stavět, postavit, budovat, vybudovat; Danish: bygge; Dutch: bouwen; Esperanto: konstrui; Estonian: ehitama; Ewe: tu; Faroese: byggja; Finnish: rakentaa; French: construire, édifier, ériger, bâtir; Ge'ez: ሐነጸ; Georgian: აშენება, აგება; German: bauen; Gothic: 𐍄𐌹𐌼𐍂𐌾𐌰𐌽; Greek: χτίζω; Ancient Greek: οἰκοδομέω, δέμω, μηχανάομαι, πήγνυμι, ποιέω, τεύχω; Hebrew: בָּנָה‎; Hindi: तामीर करना, निर्माण करना; Hungarian: épít; Icelandic: byggja; Ido: konstruktar; Indonesian: membangun, mendirikan; Ingrian: rakentaa, stroittaa; Ingush: хьал де; Irish: tóg; Old Irish: con·utaing; Italian: costruire, edificare; Japanese: 建てる, 築く, 建設する, 構築する; Karachay-Balkar: этерге, кураргъа; Kashubian: bùdowac; Kazakh: салу, құру; Khmer: សង់, កសាង; Kituba: tunga, kutunga; Korean: 만들다, 짓다, 건설하다; Kurdish Central Kurdish: دروستکردن‎; Northern Kurdish: ava kirin; Kyrgyz: куруу, салуу; Ladino: fraguar; Lao: ກໍ່ສ້າງ, ກໍ່, ສ້າງ; Latin: munio, aedifico, struo, construo; Latvian: celt; Lingala: tónga; Lithuanian: statyti; Low German: boen; Macedonian: гради; Malay: membina; Malayalam: നിർമ്മിക്കുക; Maltese: bena; Maori: hanga; Marathi: बांधणे; Mongolian Cyrillic: барих, босгох; Nepali: निर्माण गर्नु; Norman: construithe, bâti; Norwegian Bokmål: bygge; Nynorsk: byggja; Occitan: construire; Old English: timbran; Old Norse: byggja; Oromo: ijaaruu; Persian: ساختن‎; Polish: budować, zbudować, wybudować, stawiać, postawić, wznosić, wznieść; Portuguese: construir; Romanian: clădi, construi; Russian: строить, построить; Scots: build, big; Scottish Gaelic: tog; Serbo-Croatian Cyrillic: градити, изградити; Roman: gráditi, izgráditi; Shan: ၵေႃႇသၢင်ႈ; Slovak: stavať, postaviť; Slovene: graditi; Sorbian Lower Sorbian: twariś; Sotho: haha; Southern Altai: јазаар, тӧзӧӧр, эдер; Spanish: construir, edificar; Swahili: kujenga; Swedish: anlägga, bygga, förfärdiga, uppföra, uppresa, upprätta; Sylheti: ꠛꠣꠘꠣꠘꠤ, ꠢꠣꠎꠣ; Tajik: сохтан; Tatar: төзү, ясау; Thai: ก่อ, สร้าง, ก่อสร้าง; Tibetan: བརྒྱབ, བཟོས; Turkish: yapmak, inşa etmek, kurmak; Ukrainian: будувати, збудувати; Urdu: تعمیر کرنا‎; Uyghur: سالماق‎, قىلماق‎; Uzbek: qurmoq, solmoq; Venetian: costruir; Vietnamese: xây, xây dựng; Volapük: bumön; Walloon: basti; Welsh: codi, adeiladu; White Hmong: kho; Yiddish: בויען‎, אויסבויען‎; Zhuang: hwnj, caux