ξύνω
Greek Monolingual
και ξύω και ξυώ (ΑΜ ξύω, Μ και ξύνω)
1. κάνω κάτι ομαλό και λείο με ξέση, ξέω, λειαίνω («ξύειν κώπας», Θεόφρ.)
2. τρίβω με τα άκρα των νυχιών ή με όργανο μέρος της επιφάνειας του δέρματος (α. «ξύνω το χέρι μου» β. «ξυόμενοι ἥδονται», Δημόκρ.)
3. αποξέω, αφαιρώ το εξωτερικό στρώμα μιας επιφάνειας με ξέση χρησιμοποιώντας τα νύχια ή αιχμηρό όργανο (α. «ξύνω το πάτωμα» β. «καὶ τοῦ πηλοῦ ξυσθέντος», Αριστοτ.)
4. θρυμματίζω («ξύνω το τυρί»)
νεοελλ.
1. καθαρίζω κάτι με ξέση («ξύνω τις πατάτες»)
2. (σχετικά με ψάρια) αφαιρώ τα λέπια, απολεπίζω
3. κάνω κάτι αιχμηρό με ξύσιμο («ξύνω το μολύβι»)
4. μτφ. αποπέμπω, απολύω κάποιον από μια θέση ή υπηρεσία («τόν ξύσανε από την υπηρεσία»)
5. μέσ. ξύνομαι
αναζητώ αφορμή για να μαλώσω
6. φρ. α) «άι ξύσου» ή «άι ξύσε πατσιές» — λέγεται με αγανάκτηση ή περιφρόνηση σε κάποιον που αποπέμπεται, διώχνεται
β) «ξύνει τα νύχια του για καβγά» — είναι φιλόνικος
γ) «τά ξύνει...» — λέγεται για οκνό άτομο που δεν ασχολείται με κάτι δημιουργικό
7. παροιμ. α) «ξ(υ)εί (ή ξύνει) κοιλιές και φτειάνει φανάρια» — λέγεται για οκνηρούς και ανίκανους να κάνουν την παραμικρή εργασία
β) «ξύσου και κακοπόρεψε, την Πασχαλιά αλλάζεις» — λέγεται για άτομα που ζουν άθλια λόγω μεγάλης φιλαργυρίας
γ) «αλί του που δεν έχει νύχια να ξυστεί και περιμένει από τους άλλους» — αυτός που δεν έχει δικούς του πόρους για να ζήσει είναι καταδικασμένος
δ) «όταν θέλει η προβατίνα ξύλο, ξυέται στού τσοπάνη τη μαγκούρα» — λέγεται για φιλόνικο ο οποίος προκαλεί με κάθε τρόπο τους άλλους
αρχ.
1. (για αστέρα) περνώ ξυστά, αγγίζω σχεδόν τον ορίζοντα στο πέρασμα μου, αλλά δεν δύω
2. χαράζω, σκαλίζω («γέροντα κωνείῳ ξύοντα τὴν γῆν», Καλλ.)
3. καθιστώ λείο και στιλπνό ένα ύφασμα μετά την ύφανση
4. μτφ. αποβάλλω κάτι κακό («ξῡσαι ἀπὸ γῆρας ὀλοιόν» — να αποβάλει το ολέθριο γήρας, Ύμν. Αφρ.)
5. παροιμ. «τὸν ξύοντα ἀντιξύειν» — λεγόταν για ανταποδιδόμενη ευεργεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ξύω και τα παράγωγά του δεν έχουν —εκτός από το ξυρόν— ακριβή αντίστοιχα στις υπόλοιπες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. Συγγενή μπορούν να θεωρηθούν το λιθουαν. sku-t-u «ξυρίζω, ξέω, γκρεμίζω» (με αντιμετάθεση των -ks-), το αρχ. ινδ. ksnauti «τρίβω, ξύνω, ακονίζω». Η οικογένεια του ξύω καλύπτει κατά ένα μέρος τη σημ. του ξέω, αλλά επικράτησε σ' αυτό η σημ. «τρίβω, αφαιρώ το εξωτερικό στρώμα με ξέση, ξυρίζω». Διακρίνεται, τέλος, από το ρ. ξαίνω, που χρησιμοποιήθηκε ειδικά για την ξέση, το λανάρισμα του μαλλιού. Ο νεοελλ.-μσν. τ. ξύνω έχει σχηματιστεί από τον αόρ. ἔξυσα, κατά το σχήμα ἔχυσα —χύνω, ἔφθασα —φθάνω.
ΠΑΡ. ξύσις, ξύσμα, ξυστήρ(ας), ξύστης, ξυστός, ξύστρα, ξύστρο(ν)
αρχ.
ξυρόν, ξυσμός, ξύστωρ
αρχ.-μσν.
ξύσιλος, ξυσμή
νεοελλ.
ξυσιά, ξύσιμο, ξυσμάρα, ξυσούρα, ξυστήρι.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αποξύω
αρχ.
αναξύω, αντιξύω, διαξύω, εκξύω, επικαταξύω, επιξύω, καταξύω, παραξύω, περιξύω, προαποξύω, προκαταξύω, προπεριξύω, προσαναξύω, προσαποξύω, προσκαταξύω, συναποξύω, υποξύω].