ἔχμα

English (LSJ)

-ατος, τό, (ἔχω)
A that which holds; and so,
I hindrance, impediment, Il.21.259 (pl.).
2 c. gen., bulwark, defence against, ἐπηλυσίης h.Merc.37; βολάων A.R.4.201.
II holdfast, stay, ἔχματα πέτρης the grip of the rock (viz. the river-bed), Il.13.139; ἔχματα πύργων buttresses of the fortifications, 12.260; ἔχματα νηῶν props or cradles for the ships, 14.410; ἔχματα γαίης, of the earth which holds fast the roots of a tree, A.R.1.1200; ἔχματα γούνων, of muscles, Nic.Th.724:—also ἐχμός, ὁ, Eust.1411.24.

German (Pape)

[Seite 1126] τό (ἔχω), das Anhaltende, Hindernis; ἀμάρης ἐξ ἔχματα βάλλειν Il. 21, 259, den Schutt aus dem Kanale wegräumen, der das Abfließen des Wassers hindert; das Abhaltende, die Schutzwehr, πύργων, Schutzwehren für die Mauerthürme, Il. 12, 260; ἐπηλυσίης, gegen das Andringen, H. h. Merc. 37; ἀσπίδας δηΐων θοὸν ἔχμα βολάων προσχόμενοι Ap. Rh. 4, 201; – Il. 13, 139 ῥήξας ἀσπέτῳ ὄμβρῳ ἀναιδέος ἔχματα πέτρης, die Bänder, das, was den Stein am Felsen festhielt, sprengend, wie Ap. Rh. 1, 1199 Herakles einen Baum ausreißt σὺν αὐτοῖς ἔχμασι γαίης, mit der in den Wurzeln haftenden u. sie festhaltenden Erde; Nic. Th. 724 ἰσχία δ' αὔτως μάλκη ἐνισκίμπτουσα κατήριπεν ἔχματα γούνων, vom Schol. τοὺς δεσμοὺς τῶν μελῶν καὶ γονάτων, νεῦρα καὶ μύας erkl. – So sind auch Il. 14, 410 ἔχματα νηῶν nach dem Schol. ἐρείσματα πρὸς τὸ μὴ ἔνθα καὶ ἔνθα κλίνεσθαι, die Stützen unter den aufs Land gezogenen Schiffen, die sie halten.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 barrière, obstacle ; p. ext. défense, soutien : τινος, pour qch ou contre qch;
2 ancre, amarre;
3 lien, nœud, jointure.
Étymologie: ἔχω.

Russian (Dvoretsky)

ἔχμα: ατος τό ἔχω
1 pl. досл. помеха, препятствие, перен. мусор, щебень (ἀμάρης ἐξ ἔχματα βάλλειν Hom.);
2 защита, охрана (ἐπηλυσίης HH);
3 pl. опоры, подпоры, устои (νηῶν, πέτρης, πύργων Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔχμα: τό, (ἔχω) τὸ ἐμφράσσον· ἑπομένως, Ι. ἔμφραγμα, χερσὶ μάκελλαν ἔχων ἀμάρης ἐξ ἔχματα βάλλων Ἰλ. Φ. 259· ἴδε ἐν λ. ἀμάρη. 2) μετὰ γεν., ὀχύρωμα, σκέπη ἐναντίον τινός, ἐπηλυσίης Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 37· ἔχμα βολάων, «εἴρηκε τὰς ἀσπίδας· ἔχμα γὰρ τὸ κώλυμα» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 201. ΙΙ. ὑποστήριγμα, ἔρεισμα, ἔχματα πέτρης, πᾶν τὸ συγκρατοῦν τὴν πέτραν (δηλ. τὸν βράχον), Ἰλ. Ν. 139 (οὕτως, ἔχματα γούνων Νικ. Θ. 724)· ὡσαύτως, ἔχματα πύργων, ὑποστηρίγματα, «ἐρείσματα» (Σχόλ.), Ἰλ. Μ. 260· ἔχματα νηῶν, ὑποστηρίγματα τῶν πλοίων, δι᾿ ὧν ταῦτα μένουσιν ἀκλινῆ ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, Ἰλ. Ξ. 410· ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Α. 1200· τὸ ἐξήειρε σὺν αὐτοῖς ἔχμασι γαίης σημαίνει, μετ᾿ αὐτῶν τῶν περὶ τὴν ῥίζαν (τῆς ἐλάτης) χωμάτων.

English (Autenrieth)

(ἔχω), pl. ἔχματα: props, supports, bearers; νηῶν, πύργων, Ξ, Il. 12.260; of the earth under a mass of rock, πέτρης, Il. 13.139; also of the mud or rubbish from a canal, holding back the flow of water, Il. 21.259.

Greek Monolingual

τὸ (Α ἔχμα)
καθετί που συγκρατεί κάτι, το στήριγμα, το έρεισμα («ἔχματα πύργων», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
1. σιδερένιο τεμάχιο με κεκαμμένα και τα δύο αιχμηρά άκρα που χρησιμοποιείται κυρίως στους ξύλινους σκελετούς τών οικοδομών, για να συνδέσει δύο δοκούς
2. ναυτ. μικρό τεμάχιο από ισχυρό σχοινί με το οποίο συγκρατείται κάτι στο κατάστρωμα του πλοίου, κν. μπότσος
αρχ.
1. καθετί που συγκρατεί κάτι στερεά ή πίσω, το κώλυμα, το εμπόδιο («χερσὶ μάκελλαν ἔχων ἀμάρης ἐξ ἔχματα βάλλων», Ομ. Ιλ.)
2. καθετί που χρησιμεύει για υπεράσπιση, οχύρωση, άμυνα εναντίον κάποιου
3. φρ. α) «ἔχματα πέτρης» — τα στηρίγματα του βράχου
β) «ἔχματα νηῶν» — τα δοκάρια με τα οποία κρατιόταν όρθιο το πλοίο όταν ανασυρόταν στην ξηρά
γ) «ἔχματα γαίης» — τα προσκολλημένα στις ρίζες του δέντρου χώματα που το συγκρατούν στερεά στη γη
δ) (για τους μυς του σώματος) «ἔχματα γούνων» — τα στηρίγματα τών γονάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. έχ-μα < έχω].

Greek Monotonic

ἔχμα: -ατος, τό (ἔχω)· αυτό που συγκρατεί, εμποδίζει, αναχαιτίζει· απ' όπου:
I. 1. κώλυμα, εμπόδιο, σε Ομήρ. Ιλ.
2. με γεν., προπύργιο, προμαχώνας, προστασία, άμυνα, οχύρωση, οχύρωμα, με γεν., σε Ομηρ. Ύμν.
II. υποστήριγμα, στήριγμα, έρεισμα, ἔχματα πέτρης, οτιδήποτε συγκρατεί τις πέτρες, τους βράχους, σε Ομήρ. Ιλ.· ἔχματα πύργων, υποστηρίγματα πύργων, στο ίδ.· ἔχματα νηῶν, υποστηρίγματα για τα πλοία, για να κρατιούνται χωρίς κλίση στην ξηρά, στο ίδ.

Middle Liddell

ἔχμα, ατος, τό, [ἔχω]
that which holds; and so,
I. a hindrance, obstacle, Il.
2. c. gen. a bulwark, defence against a thing, c. gen., Hhymn.
II. a hold-fast, stay, ἔχματα πέτρης bands of rock, Il.; ἔχματα πύργων stays of the towers, Il.; ἔχματα νηῶν props for the ships, to keep them upright, Il.