ῥᾳστώνη

English (LSJ)

Ion. ῥῃστώνη, ἡ, (ῥᾷστος)
A easiness of doing anything, Pl.R.460d, Lg. 684d; opp. χαλεπότης, Id.Criti.107c; ῥᾳστώνῃ or μετὰ ῥᾳστώνης with ease, easily, lightly, Id.Epin.991c, Lg.625b; ῥᾳστώνην παρασκευάζειν τινός find an easy way of doing a thing, ib.720c; πολλὴ ῥ. γίγνεται, c. inf., one has great ease in doing, Id.Grg.459c; ὄχλῳ ῥᾳστώνην φυγῆς παρέσχον afforded an easy opportunity of escape, Plu.Cam.20; πρὸς τὰς ῥᾳστώνας for the conveniences of getting food, Arist.Pol.1256a26.
II easiness of temper, good nature, mildness, c. gen. objecti, ἐκ ῥῃστώνης (dub. l.) τῆς Δημοκήδεος from kindness to Democedes, Hdt.3.136; χάριτι καὶ ῥ. Plb.38.11.11.
III relief from anything unpleasant, μηδεμίαν διδόντα ῥ. [τοῖς ἀδικοῦσι] D.24.69, cf. Lys.13.85; relief from pain, Hp.Epid.3.17.θ; ῥ. τῆς πόσεως recovery from the effects of drinking, Pl.Smp.176b; ἐκ τῶν πόνων Id.Lg.779a; ἀσφάλεια καὶ ῥᾳστώνη τισὶ ἀπὸ Λακεδαιμονίων Plb.18.14.15.
2 abs., rest, leisure, ease, ἐμαυτῷ ῥᾳστώνην ἐξηῦρον found recreation, Lys.24.10, cf. Pl.Plt.310c, etc.; ὀλίγοις πόνοις πολλὰς ῥ. κτώμενος Isoc.9.45; ἔχει τινὰ ῥᾳστώνην τὸ λέγειν it brings a certain relief, D.Ep.3.44; ἀναπνοὴν καὶ ῥ. ἐν τῷ καύματι παρέχειν Pl.Ti. 70d; διὰ ῥᾳστώνην for the sake of resting, X. An.5.8.16; πρὸς ῥ. καὶ διαγωγήν Arist.Metaph.982b23.
b luxurious ease, indolence, τῆς ῥ. τὸ τερπνόν Th.1.120; ῥ. καὶ ῥαθυμία nonchalance, carelessness, D.10.7, cf. 18.45 (interchanged with ῥαθυμία in Isoc. l.c.).
c resting-time, season of calm and tranquillity, ἐν ἀπεριστάτοις ῥ. σφάλλεσθαι Plb.6.44.8. Ῥαιστώνη as name of an Athenian trireme, IG22.1608.52; ῥαιστ- also in Phld.D.3.8.]

German (Pape)

[Seite 835] ἡ, ion. ῥῃστώνη, 1) Leichtigkeit, Gegensatz χαλεπότης, Plat. Critia. 107 b; ῥᾳστώνῃ παραλαβεῖν, leicht, Epinom. 991 c, u. öfter; vgl. π ολλὴν ῥᾳστώνην λέγεις τῆς παιδοποιΐας ταῖς τῶν φυλάκων γυναιξίν, Rep. V, 460 d; ῥᾳστώνην οὕτω τῷ δεσπότῃ παρασκευάζει τῶν καμνόντων τῆς ἐπιμελείας, Legg. IV, 720 c; vgl. Isocr. 4, 36, ὥςτε καὶ τοῖς ὕστερον βουληθεῖσιν ἀποικίσαι πολλὴν ῥᾳστώνην ἐποίησαν; Sp.; bes. Fertigkeit, Gewandtheit im Handeln, ῥ. ἐπιμελείας θεοῖς τῶν πάντων, Plat. Legg. X, 903 e, Anstelligkeit. Auch Gefälligkeit, Bereitwilligkeit, die Gabe, sich leicht in Anderer Wunsch, Willen zu fügen, ἐκ ῥῃστώνης τῆς Δημοκήδεος, aus Gefälligkeit gegen den Dem., Her. 3, 136; καὶ χάρις, Pol. 38, 3, 11. – 2) leichter, glücklicher Fortgang, Gedeihen, Glück, die Alten erkl. auch ἄδεια, was etwa auf Lys. 13, 85 paßt, ἔνοχος ὤν, ῥᾳστώνην τινὰ οἴεται αὑτῷ εἶναι, ῥᾳστώνην δοῦναί τινι τῶν ἀδικούντων, Dem. 24, 69; καὶ ἀσφάλεια, Pol. 17, 14, 15 u. öfter. – 3) Erleichterung od. Linderung des Schmerzes, πολλὴν ῥ. παρέχει, Xen. Mem. 3, 13, 5; Genesung von der Krankheit, καὶ μεταβολὴ τοῦ νοσήματος, Plut. Cat. min. 5; auch Erholung des Geistes von Anstrengung und Sorgen, u. übh. Muße, Ruhe, ἀνάπαυσις, VLL.; ἐκ τῶν πόνων, Plat. Legg. VI, 779 a; ὑπολειπόμενόν που διὰ ῥᾳστώνην, um sich zu erholen, od. aus Lässigkeit, Xen. An. 5, 8, 16; ῥᾳστώνην τινὰ ζητεῖν τοὺς ἔχοντάς τι δυστύχημα, Lys. 24, 10; auch tadelnd, Unthätigkeit, Thuc. 1, 120; ἡ καθ' ἡμέραν ῥᾳστώνη καὶ ῥᾳθυμία, Dem. 10, 7; καὶ σχολή, 18, 45.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
I. 1 facilité ; aisance, bonne grâce, bon vouloir ; τινός, pour qqn;
2 existence facile, vie douce et heureuse;
II. en mauv. part mollesse, indolence, inertie.
Étymologie: ῥᾷστος.

Greek Monolingual

η, / ῥᾳστώνη, ΝΜΑ, και ιων. τ. ῥῃστώνη Α
1. νωθρότητα, νωχέλεια, αδράνεια (α. «πρέπει να βάλετε τα δυνατά σας, γιατί πέρασε η περίοδος της ραστώνης» β. «ἡ καθ' ἡμέραν ῥᾳστώνη καὶ ῥαθυμία», Δημοσθ.)
2. ραθυμία, μαλθακότητα, αποχαύνωση (α. «ῥᾳστώνη = ἀνάπαυσις, τέρψις, τρυφή, εὐκολία, ῥαθυμία, ἡδυπάθεια, χαυνότης, ἀργία», Φώτ.
β. «ἄν ἀφαιρεθείη τῆς ῥᾳστώνης τὸ τερπνόν», Θουκ.)
αρχ.
1. ευκολία, ευχέρεια («τῷ μὲν ἐκπίπτοντι τῆς πόλεως ὄχλῳ ῥᾳστώνην φυγῆς παρέσχον», Πλούτ.)
2. πραότητα, ηπιότητα (α. «ἐκ ῥηστώνης τῆς Δημοκήδεος», Ηρόδ.
β. «χάριτι καὶ ῥᾳστώνῃ», Πολ.)
3. ανακούφιση του ασθενούς, χαλάρωση τών πόνων («δυσεντεριώδεα μετὰ πόνου, τῶν δὲ ἄλλων ῥᾳστώνη», Ιπποκρ.)
4. ανάπαυση, ελεύθερος χρόνος («ἐν ἀπεριστάτοις ῥᾳστώναις σφάλλεσθαι», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥᾷστος / ῥήιστος με δυσερμήνευτο επίθημα -ώνη (πρβλ. χελ-ώνη: χέλυς)].

Greek Monotonic

ῥᾳστώνη: Ιων. ῥῃστώνη, ἡ (ῥᾷστος
I. ευχέρεια ή ευκολία στην εκτέλεση ενός πράγματος, σε Πλάτ.· ῥᾳστώνη ή μετὰ ῥᾳστώνης, με ευκολία, εύκολα, με ελαφρότητα, με ευχέρεια, στον ίδ.· ῥᾳστώνην φυγῆς παρέχειν, παρέχω εύκολο τρόπο διαφυγής, σε Πλούτ.
II. πραότητα, ήρεμη φύση, ευμενής διάθεση, ηπιότητα, Λατ. facilitas· τινός, σε ή προς κάποιον, ἐκ ῥῃστώνης τῆς Δημοκήδεος, σε Ηρόδ.
III. ανακούφιση ή ανάρρωση από ασθένεια ή πόνο· ῥᾳστώνη τῆς πόσεως, ανάνηψη από τις συνέπειες της οινοποσίας, της μέθης, σε Πλάτ.· απόλ., ανάπαυση, ανάπαυλα, χουζούρι, ξεκούραση, ησυχία, στον ίδ.· διὰ ῥᾳστώνην, χάριν ανάπαυσης, ξεκούρασης, με σκοπό την ανάπαυλα, σε Ξεν.· επίσης, ανάπαυση με πολυτέλεια, νωθρότητα, ραθυμία, οκνηρία, αδιαφορία, αμέλεια, σε Θουκ., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ῥᾳστώνη: ион. ῥῃστώνη
1 легкость, нетрудность: ῥᾳστώνῃ и μετὰ ῥᾳστώνης Plut. с легкостью, без труда; πολλὴ ῥ. γίγνεται μηδὲν ἐλαττοῦσθαί τινος Plat. оказывается, что весьма легко не уступать кому-л.;
2 легкий способ, удобное средство (τινὶ ῥᾳστώνην φυγῇς παρέχειν Plut.): πρὸς τὰς ῥᾳστώνας Arst. в целях удобства;
3 расположение, любезность: ἐκ τῆς ῥῃστώνης τινός Her. из расположения к кому-л.;
4 снисхождение (ῥᾳστώνην τινὶ διδόναι Dem.);
5 облегчение, отдохновение, передышка (ἐκ τῶν πόνων Plat.): ῥ. τῆς πόσεως Plat. передышка в попойке;
6 беззаботность, беспечность, нерадение (ῥ. καὶ ῥᾳθυμία Dem.);
7 pl. спокойствие, покой: ἐν ταῖς ἀπεριστάτοις ῥᾳστώναις Polyb. в условиях полного спокойствия.

Greek (Liddell-Scott)

ῥᾳστώνῃ: Ἰων. ῥῃστώνη, ἡ, (ῥᾷστος) εὐχέρεια, εὐκολία περὶ τὸ πράττειν τι, Πλάτ. Πολ. 460D, κ. ἀλλ.: ἀντίθετον τῷ χαλεπότης, ὁ αὐτ. Κριτί. 107Β· ῥᾳστώνῃμετὰ ῥᾳστώνης, μετ’ εὐκολίας, εὐχερῶς, εὐκόλως, ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιν. 991C, Νόμ. 625Β· ῥᾳστώνην παρασκευάζεσθαί τινος, τὸ εὑρίσκειν τρόπον εὔκολον εἰς τὸ ποιεῖν τι, αὐτόθι 720C, πρβλ. 684D· πολλὴ ῥ. γίγνεται, μετ’ ἀπαρ., ἔχει τις μεγάλην εὐκολίαν ἐν τῷ ποεῖν τι, ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 459C· ὄχλῳ ῥᾳστώνην φυγῆς παρέχειν, παρέχειν εὔκολον τρόπον ἐκφυγῆς, Πλουτ. Κάμιλλ. 20· πρὸς τὰς ῥ., πρὸς τὴν εὐκολίαν τοῦ πορίζεσθαι τροφήν, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 8, 5. ΙΙ. πραότης, εὐμενὴς διάθεσις, ἠπιότης, Λατ. facilitas, μετὰ γενικῆς τοῦ ἀντικειμένου, ἐκ ῥῃστώνης τῆς Δημοκήδεος, ἐξ ἀγαθῆς διαθέσεως πρὸς τὸν Δημοκήδην, Ἡρόδ. 3. 136, πρβλ. Πολύβ. 38. 3, 11· μηδεμίαν ῥ. διδόναι τοῖς ἀδικοῦσι Δημ. 722. 21, πρβλ. Λυσ. 138Α. ΙΙΙ. ἀνακούφισις ἀπὸ πράγματος δυσαρέστου, ἀνακούφισις ἀπὸ πόνου, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1107· ῥ. τῆς πόσεως, ἀνάνηψις ἐκ τῶν ἀποτελεσμάτων τῆς πόσεως, Πλάτ. Συμπ. 176Β· ἐκ τῶν πόνων ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 779C· ἀσφάλεια καὶ ῥᾳστώνη τισὶν ἀπὸ Λακεδαιμονίων Πολύβ. 17. 14, 15. 2) ἀπολ., ἀνάπαυσις, ἀνάπαυλα, ἡσυχία, ῥᾳστώνην τινὰ ζητεῖν, ζητεῖν ἀνάπαυσίν τινα, Λυσ. 169. 8, Πλάτ., κλ.· ὀλίγοις πόνοις πολλὰς ῥᾳστώνας κτώμενος Ἰσοκρ. 198Α· ῥᾳστώνην τινὰ ἔχει τὸ λέγειν, παρέχει ἀνακούφισίν τινα, Δημ. 1485. 22· ἀναπνοὴν καὶ ῥ. ἐν τῷ καύματι παρέχειν Πλάτ. Τίμ. 70C· διὰ ῥᾳστώνην, χάριν ἀναπαύσεως, πρὸς ἀνάπαυλαν, Ξεν. Ἀνάβ. 5. 8, 16· πρὸς ῥ. καὶ διαγωγὴν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 2, 11. β) ἡ μετὰ τρυφῆς ἀνάπαυσις καὶ ἡσυχία, τῆς ῥ. τὸ τερπνὸν Θουκ. 1. 120· ῥ. καὶ ῥᾳθυμία, νωχέλεια, ἀδράνεια, ὀλιγωρία, Δημ. 133. 12, πρβλ. 241. 2 (ἀλλ’ ἀντίθετον τῷ ῥᾳθυμία παρ’ Ἰσοκρ. ἔνθ’ ἀνωτ.) γ) χρόνος ἀναπαύσεως, ἐποχὴ ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας, ἐν ἀπεριστάτοις ῥ. σφάλλεσθαι Πολύβ. 6. 44, 8. ― Κατὰ Φώτ.: «ῥᾳστώνη: ἀνάπαυσις, τέρψις· τρυφή· εὐκολία· ῥᾳθυμία· ἡδυπάθεια· χαυνότης· ἀργία».

Frisk Etymological English

See also: s. ῥα̃.

Middle Liddell

ῥᾳστώνη, Ionic ῥῃστώνη, ἡ, ῥᾷστος
I. easiness or an easy way of doing anything, Plat.; ῥᾳστώνῃ or μετὰ ῥᾳστώνης with ease, easily, lightly, Plat.; ῥᾳστώνην φυγῆς παρέχειν to provide an easy way of escape, Plut.
II. easiness of temper, good nature, kindness, Lat. facilitas, τινός to or towards a person, Hdt.
III. relief or recovery from, τῆς πόσεως from the effects of drinking, Plat.: absol. rest leisure, ease, Plat.; διὰ ῥᾳστώνην for the sake of resting, Xen.: —also luxurious ease, indolence, carelessness, Thuc., Dem.

Frisk Etymology German

ῥᾳστώνη: {rhāistṓnē}
See also: s. ῥα̃.
Page 2,644

English (Woodhouse)

comfort, ease, idleness, indolence, leisure, recreation, relief, remissness, heedlessness

Lexicon Thucydideum

res commodae, advantages, benefits, 1.120.4.