εὐαγής
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
English (LSJ)
(A), ές, (ἄγος A)
A free from pollution, pure: 1 of persons, guiltless, ὁ δὲ ἀποκτείνας τὸν ταῦτα ποιήσαντα . . ὅσιος ἔστω καὶ εὐ. Lex ap.And.1.96, cf. Porph.VP15; εὐαγεστάτων ἱππέων, v.l. for εὐγενεστάτων, D.H.10.13; of bees, chaste (cf. Virg.G.4.198), AP9.404.7 (Antiphil.). 2 of actions, holy, lawful, τίς οἶδεν εἰ κάτωθεν εὐαγῆ τάδε; S.Ant.521; εὐαγές ἐστι τὸ ἀποκτεῖναι D.9.44, cf. Arist.Fr.538, App.BC2.148; τοῦτο δ' οὐκ εὐαγές μοι ἀπέβη wellomened, favourable, Pl.Ep.312a. Adv. εὐαγέως, ἔρδειν h.Cer.274,369, cf. A.R.2.699, POxy.1203.5 (i A.D.), etc.; οὐκ εὐαγῶς Ph.2.472: Sup.-έστατα Jul.Or.7.230d. 3 of offerings or services, undefiled: hence, lawful, ἐλέφας . . οὐκ εὐ. ἀνάθημα Pl.Lg.956a; θυηλαί A.R.1.1140, etc.; ὕμνοι AP7.34 (Antip. Sid.); λύσις a solution free from defilement, S.OT921; οὐκ εὐ. ἀπολογίαι Porph.Abst.2.10. (Εὐηάγης as pr. n., IG12(9).56.118 (Styra, v B.C.).)
εὐᾰγής (B), ές, (ἄγνυμι)
A = καλῶς κεκλασμένος, Suid., cf. EM266.3.
εὐᾱγής, ές, (v. fin.)
A bright, clear, εὐᾱγέος ἠελίοιο (cf. ἁγής 11) Parm. 10.2; καθαρὰ καὶ εὐαγέα, of the sun and heavenly bodies, Hp. Insomn.89, cf. Democr. ap. Thphr.Sens.73,78; λευκῆς χιόνος . . εὐαγεῖς βολαί E.Ba.662; εὐαγέστερον γίγνεσθαι, opp. σκοτωδέστερα φαίνεσθαι καὶ ἀσαφῆ, Pl.Lg.952a; εὐαγέστατος, opp. θολερώτατος, of air, Id.Ti.58d; χεύων ὁλκὰν εὐαγῆ Lyr.Alex.Adesp.35.19; σὺν . . εὀαγεῖ (also εὐαγεῖ, εὐαυγεῖ) Υγιείᾳ Pae.Erythr.15, al.; ὀφθαλμοί Aret.SA2.4, Adam.1.13. 2 metaph., alert, ἄνθρωποι Hp.Vict.2.62 (v.l. γίνεται εὐαγής (sc. ἥ τε ὄψις καὶ ἡ ἀκοή), cf. εὐαγέα (v.l. εὐπαγέα) καὶ εὐήκοα ibid.). II far-seen or conspicuous, πέτρα Pi.Pae.Fr.19.25; ἕδραν παντὸς εὐαγῆ στρατοῦ a seat in full view of the army, A.Pers.466; ἔστην θεατὴς πύργον εὐαγῆ λαβών E.Supp.652. (ᾱ Parm.l.c., Lyr. Alex.l.c.,AP6.204 (Leon., s.v.l.).—Perh. fr. εὐ-ᾱυγής (ᾰὐγήlengthd., cf. εὐᾱγορέω, εὐᾱής, etc.), as ἑᾱτοῦ fr. ἑᾱυτοῦ: εὐαυγ- is a correction in Pi.l.c., v.l. in Pae.Erythr.l.c., and may be the original spelling; cf. εὐαυγής.)
German (Pape)
[Seite 1054] ές, 1) (ἅγος – ἅγιος), eigtl. von Blutschuld rein, schuldlos, heilig, im Solon. Gesetz ὁ ἀποκτείνας τὸν ταῦτα ποιήσαντα εὐαγὴς ἔστω, καὶ ὅσιος, Andoc. 1, 97, wie Dem. 9, 44, εὐαγὲς ἦν τοῦτον ἀποκτεῖναι, wo nachher καθαρός dafür steht, den Geächteten zu tödten steht frei, ohne daß man Anklage u. Buße zu fürchten hat; τίς οἶδεν εἰ κάτωθεν εὐαγῆ τάδε Soph. Ant. 517, Schol. εὐσεβῆ, wer weiß, ob das in der Unterwelt als heilig, fromm gilt; einzeln bei Sp., wie θυηλαί Ap. Rh. 1, 1140, λοιβαί 2, 715; εὐαγέεσσιν ἅδοιμι Theocr. 26, 30; in Prosa, z. B. App. B. Civ. 2, 148; εὐαγέστατοι ἱππεῖς D. Hal. 10, 13. – Daher glücklich, günstig, ὅπως τίν' ἧμιν λύσιν εὐαγῆ πόρῃς Soph. O. R. 921, wo Andere mit Rücksicht auf den zu entsühnenden Oedipus erklären ὥστε εὐαγῆ αὐτὸν εἶναι; bei Plat. τοῦτο δ' οὐκ εὐαγές μοι ἀπέβη, Ep. II, 312 a. – Adv. εὐαγέως, nach heiligem Brauch, H. h. Cer. 275. 370 u. sp. D., wie Ap. Rh. 2, 699 u. öfter; Opp. H. 5, 418. – Auf körperliche Dinge übertr., rein klar, hell, ἕδραν γὰρ εἶχε παντὸς εὐαγῆ στρατοῦ Aesch. Pers. 458, einen das ganze Heer überschauenden Sitz, oder weit sichtbar, wie πύργος Eur. Suppl. 652, an welchen beiden Stellen man εὐαυγής hat schreiben wollen, wie χιόνος εὐαγεῖς βολαί Bacch. 661, v. l. εὐαυγεῖς; Hippocr. vrbdt καθαρὰ καὶ εὐαγέα, von der Sonne u. den Sternen; ἀέρος τὸ εὐαγέστατον ἐπίκλην αἰθὴρ καλούμενος Plat. Tim. 58 d; übertr., ἃ μαθοῦσι εὐαγέστερον γίγνεσθαι, μὴ μαθοῦσι δὲ σκοτωδέστερα φαίνεσθαι Legg. XII, 952 a; κόσμος λαμπρότητι εὐαγέστατος Arist. de mund. 5, wo Bekker εὐαυγέστατος liest. – 2) (ἄγω), sich leicht bewegend, leicht, behend; so von den Bienen, χαίροιτ' εὐαγέες Antiphil. 29 (IX, 404); γίνονται εὐαγέες οἱ ἄνθρωποι Hippocr.; ὀφθαλμοί, Sp., wie Adamant. physiogn. 1, 9. – Auch εὐαγής (vgl. περιαγής u. περιηγής), gutgedreht, wohl abgerundet, εὐαγέος ἠελίοιο Parmenid. bei Clem. Al. 5 p. 732 (s. unter 1); ῥυκάνη Leon. Tar. 28 (VI, 204); auch übertr., εὐαγέες ὕμνοι [mit kurzem α], Antip. Sid. 79 (VII, 34). – 3) (ἄγνυμι), leicht zu zerbrechen, zerbrechlich, VLL.
French (Bailly abrégé)
1ής, ές :
1 exempt de souillure ; pur, saint;
2 p. ext., au propre pur, clair, lumineux;
3 d’où la vue porte au loin;
Cp. εὐαγέστερος, Sp. εὐαγέστατος.
Étymologie: εὖ, ἄγος.
2ής, ές :
bien conduit ; régulier ; particul. de forme arrondie.
Étymologie: εὖ, ἡγέομαι.
3ής, ές :
qui se meut facilement ; souple, agile.
Étymologie: εὖ, ἄγω.
English (Slater)
εὐᾱγής
1 conspicuous εὐαγέα πέτραν (εὐαυγέα Π̆{S}: i. e. Delos) Πα. 7B. 47.
Greek Monolingual
(I)
-ές (Α εὐαγής, -ές)
1. αυτός που είναι απαλλαγμένος από το άγος
2. (για πρόσωπα) αγνός, καθαρός, άψογος, ανεπίληπτος, ευσεβής
νεοελλ.
φρ. «ευαγή ιδρύματα» — τα φιλανθρωπικά ιδρύματα, αυτά που έχουν ιδρυθεί για ευσεβείς και φιλανθρωπικούς σκοπούς
αρχ.
1. (για μέλισσες) αγνός, παρθένος
2. (για πράξεις) άμεμπτος, δίκαιος
3. (για προσφορές ή υπηρεσίες) αμόλυντος, άμωμος, αγνός («εὐαγεῑς ἀπολογίαι», Πορφ.).
επίρρ...
ευαγώς (ΑΜ εὐαγῶς και εὐαγέως)
με αγνό, άμεμπτο τρόπο, ευσεβώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αγής (< άγος), πρβλ. δυσ-αγής, εν-αγής].———————— (II)
εὐαγής, -ές (Α)
1. (για τον ήλιο ή άλλα ουράνια σώματα ή για φυσικά φαινόμενα) φωτεινός, λαμπρός
2. αυτός που βρίσκεται σε λαμπρή κατάσταση, καθαρός, υγιής, ισχυρός, έντονος
3. άγρυπνος, προσεκτικός («γίνονται εὐαγέες oἱ ἄνθρωποι», Ιπποκρ.)
4. αυτός που είναι ορατός από μακριά, περιφανής, κάτοπτος («ἕδραν γὰρ εἶχε παντὸς εὐαγῆ στρατοῦ» — είχε στρατιωτική θέση που ήταν ορατή από μακριά, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευαυγής (< ευ + αυγή), με ανομοίωση του δεύτερου -υ- και ᾱ από τη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει». Από το σύνθετο αποσπάστηκε και δημιουργήθηκε ο άπαξ λεγόμενος από τον Εμπεδοκλή τ. αγέα, ο οποίος αναφέρεται στον ήλιο. Με ποιητική παρέκταση του τ. ευαγής, δημιουργήθηκε πιθ. το επίθ. ευάγητος «λαμπρός», το οποίο, από άλλους, συνδέεται προς το ηγούμαι ή και προς το άγω].