γαυλός
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
ὁ,
A milk-pail, Od.9.223, AP6.35 (Leon.); water-bucket, Hdt.6.119; machine for raising water, IG 11.146A29 (Delos): generally, any round vessel, beehive, AP9.404 (Antiphil.); drinking-bowl, Antiph.224.5, Theoc.5.104, Longus3.4. 2 = ὁ ἐξ ἀλλοτρίων ζῶν, Hsch., Cyr.; also, = εὐεξαπάτητος, Id. II γαῦλος (on the accent cf. Hdn. Gr.1.156, Eust.1625.3), ὁ, round-built Phoenician merchant vessel, opp. μακρὰ ναῦς, γαύλοισιν ἐν Φοινικικοῖς Epich.54, cf. Hdt.3.136, 137, Ar.Av.602, Call.Sos.9.7, etc.
German (Pape)
[Seite 476] ὁ, rundes Gefäß, a) Melkeimer, Od. 9, 223, ἅπαξ εἰρημέν.; Theocr. 5, 58. – b) Schöpfeimer, Her. 6, 119. – c) Bienenkorb, Antiphil. 29 (IV, 404); übh. Krug u. dgl., s. Antiphan. Ath. XI, 500 f.
Greek (Liddell-Scott)
γαυλός: ὁ, σκεῦος πρὸς ὑποδοχὴν τοῦ γάλακτος κατὰ τὸ ἄμελγμα, «καρδάρι», Ὀδ. Ι. 223· κάδος πρὸς ἄντλησιν ὕδατος, «κουβᾶς», Ἡρόδ. 6. 119· καθόλου, πᾶν στρογγύλον σκεῦος, ἡ τῶν μελισσῶν κυψέλη, Ἀνθ. ΙΙ. 9. 404, πρβλ. ἐπὶ πᾶσιν Ἀντιφ. Χρυσ. 1· εἶδος
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
vase ou panier arrondi, particul.
1 vase à traire le lait;
2 seau à puiser;
3 tasse en gén.
Étymologie: DELG cf. γύαλον, γυρός.
English (Autenrieth)
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Alolema(s): γαῦλος Sud.
I ref. a obj.
1 cubo o balde para ordeñar, colodra, Od.9.223, AP 6.35 (Leon.)
•cubo para sacar agua de un pozo, Hdt.6.119, hecho de bronce forrado de madera IG 11(2).146A.29, 147A.7 (ambas Delos IV/III a.C.), 165.61 (Delos III a.C.), cf. Theoc.5.58, 104, Alex.Aet.3.20, A.R.3.758, Plaut.Rud.1319, Colluth.127, Hsch., AB 230.22, Sud.
2 cuenco o copa para beber agua o vino, Antiph.223.5, Longus 3.4.3.
3 tonel o barril de madera para el vino, Sud.
4 fig. celdilla de un panal AP 9.404 (Antiphil.).
II ref. a pers. parásito Hsch., Sud., quizás uso figurado de I.
III orn. n. de un pájaro desconocido, Isid.Etym.12.7.34.
• Etimología: Gener. interpr. como prést. sem., cf. hebr. gulla, ugarít. gl ‘vaso redondo’, pero quizá rel. c. γύαλον, etc. y gener. c. la r. *geHu̯- ‘curvo’.
Greek Monolingual
γαυλός, ο (Α)
1. αμολγεύς, καρδάρα
2. κουβάς για άντληση νερού
3. οποιοδήποτε σκεύος με στρογγυλό σχήμα
4. κούπα του κρασιού
5. κυψέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τα γαυλός και γαύλος θα μπορούσαν να έχουν κοινή προέλευση. Εάν ανάγονται σε ινδοευρ. ρίζα, συνδέονται με τα ελλ. γωλεός «κρύπτη», γύαλον «το κοίλον, η κοιλότητα», γυρός «καμπύλος, κυρτός», αρχ. άνω γερμ. kiol «αγγείο», κ.λπ. Η γλώσσα του Ησυχίου «και τα φοινικικά πλοία γαύλοι καλούνται» δεν οδηγεί απαραίτητα σε φοινικική και σημιτική προέλευση της λ. Αλλά ο γαυλός ως ονομασία βάζου, αγγείου θα μπορούσε να είναι δάνειο από τη Σημιτική (πρβλ. εβρ. gŭllᾱ, ουγγαρ. gl «στρογγυλό βάζο»].
Greek Monotonic
γαυλός: ὁ,
I. καρδάρα για γάλα, σε Ομήρ. Οδ.· κουβάς νερού, σε Ηρόδ.· κάθε στρογγυλό αγγείο, η κυψέλη των μελισσών, σε Ανθ.· είδος μεγάλου ποτηριού, σε Θεόκρ.
II. γαῦλος, κοίλο, φοινικικό εμπορικό πλοίο, αντίθ. προς το μακρὰ ναῦς, που χρησιμ. για τον πόλεμο, σε Ηρόδ. (αμφίβ. προέλ.).