θυγάτηρ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ, gen. θυγᾰτέρος contr. θυγατρός; dat. θυγᾰτέρι, θυγατρί; acc. θυγᾰτέρα Ep.
A θύγατρα Il.1.13; voc. θύγᾰτερ: nom. pl. θυγατέρες, Ep. and lyr. θύγατρες 9.144, Sapph.Supp.20a.16: gen. pl. -τέρων IG22.832.19, Pl.R.461c, poet. -τρῶν: dat. pl. -τράσι Ep. -τέρεσσι Il.15.197; both sets of forms are found in poetry, θυγατρός, -τρί, -τράσι are used in Prose:—daughter, Il.9.148,290, Od.4.4, etc.; θύγατρες ἵππων, of mules, Simon.7; θ. ταύρων, of bees, Philo Tars. ap. Gal.13.269: metaph., Μοισᾶν θυγατέρες, of Odes, Pi.N.4.3; πλάστιγξ ἡ χαλκοῦ θ. Critias 1.9D.; θ. Σειληνοῦ, of the vine, Jul. Caes.25; ψήφου συμβολικῆς θ., of a λάγυνος, AP6.248 (Marc. Arg.); of villages dependent on a city, LXXJd.1.27, 1 Ma.5.8. II later, maidservant, slave, Phalar.Ep.142.3. [ῡ in Ep. in the longer forms, metri gr.] (Cf. Skt. duhitár-, Engl. daughter, etc.)
German (Pape)
[Seite 1221] die Tochter, Curtius Grundz. d. Gr. Et. 2. Aufl. S. 233; nach Prisc. 1. 6, 36 äol. θουγάτηρ; θυγατέρος u. θυγατρός, so auch dat. u. acc., voc. θύγατερ, plur. θύγατρες, Il. 9, 144; in Prosa im gen. u. dat. sing. nur die syncop. Formen; – von Hom. an überall; Pind. nennt N. 4, 3 seine Gesänge Töchter der Musen. Allgemeiner, ein Mädchen, Soph. O. R. 1101, ch.; auch wohl Magd, Lennep zu Phalar. p. 360. [Υ wird in allen viersylbigen Casus von den Ep. lang gebraucht.]
Greek (Liddell-Scott)
θῠγάτηρ: ἡ, γεν. θυγᾰτέρος, καὶ κατὰ συγκοπ. θυγατρός∙ δοτ. θυγᾰτέρι, θυγατρί∙ αἰτ. θυγᾰτέρα, καὶ Ἐπικ. θύγατρα∙ κλητ. θύγᾰτερ∙ ὁ Ὅμηρ. καὶ οἱ Ἀττ. ποιηταὶ χρῶνται ἀμφοτέροις τοῖς τύποις∙ παρὰ δὲ τοῖς πεζοῖς ἀπαντῶσι μόνον οἱ τρισύλλ. τύποι. τὸ υ γίνεται μακρὸν παρὰ τοῖς Ἐπικ. ποιηταῖς ἐν ταῖς τετρασυλλάβοις πτώσεσι χάριν τοῦ μέτρου.
French (Bailly abrégé)
θυγατρός (ἡ) :
dat. θυγατρί, acc. θυγατέρα, voc. θύγατερ;
pl. θυγατέρες, gén. θυγατέρων, dat. θυγατράσι (épq. θυγατέρεσσιν), acc. θυγατέρας (épq. θύγατρας);
fille (lat. filia).
Étymologie: cf. all. Tochter, angl. daughter.
English (Autenrieth)
gen. θῦγατέρος and θυγατρός: daughter.
English (Slater)
θυγᾰτηρ (-τηρ, -τρός, -τρί, -τέρι, -τρα, -τέρα, -τηρ, -τερ; -τρες.)
1 daughter ἀναβάλλεται γάμον θυγατρός Hippodameia (O. 1.81) Λατοῦς ἱπποσόα θυγάτηρ Artemis (O. 3.26) ὠκεανοῦ θύγατερ Καμάρινα (O. 5.2) Ἑρμᾶ δὲ θυγατρὸς Ἀγγελίας (O. 8.81) Θέμις θυγάτηρ τέ οἱ Εὐνομία (O. 9.15) θύγατρ' ἀπὸ γᾶς Ἐπειῶν Ὀπόεντος Protogeneia (O. 9.58) θυγάτηρ Ἀλάθεια Διός (voc., cf. Kambylis, Anredeformen, 139̆{1}) (O. 10.3) ὑπεροχωτάτᾳ πρέπεν Οὐρανιᾶν θυγατέρι Κρόνου Hera (P. 2.39) εὐίππου Φλεγύα θυγάτηρ Koronis (P. 3.8) τὸν μὲν (sc. Κάδμον) ὀξείαισι θύγατρες ἐρήμωσαν πάθαις εὐφροσύνας μέρος αἱ τρεῖς Ino, Semele, Agaue (P. 3.97) “Εὐρώπα Τιτυοῦ θυγάτηρ” (P. 4.46) τὰν Ἐπιμαθέος ἄγων ὀψινόου θυγατέρα Πρόφασιν (P. 5.28) Ἡσυχία, Δίκας ὦ μεγιστόπολι θύγατερ (P. 8.2) Κρέοισ' Γαίας θυγάτηρ (P. 9.17) πατὴρ δὲ θυγατρὶ φυτεύων κλεινότερον γάμον daughter of Antaios (P. 9.111) ἄρχε δ' οὐρανοῦ πολυνεφέλα κρέοντι, θύγατερ, δόκιμον ὕμνον (ἄρχε δ, οὐρανοῦ πολυνεφέλᾳ κρέοντι θύγατερ Boeckh e Σ: the Muse.) (N. 3.10) ἀγλαόκολπον Νηρέος θύγατρα Thetis (N. 3.57) πατρὸς οὕνεκα δίδυμαι γένοντο θύγατρες Ἀσωπίδων ὁπλόταται Theba, Aigina (I. 8.17) “Νηρέος θυγάτηρ” Thetis (I. 8.42) Οὐρανοῦ τ' εὐπέπλῳ θυγᾰτρὶ Μναμοσύνᾳ Πα. 7B. 15. ]Κοίου θυγάτηρ π[ Asteria Πα. 7B. 44. ἀγανόφρων Κοίου θυγάτηρ Leto. (Pae. 12.13) τὶν γὰρ εὔφρων ἕψεται πρώτα θυγάτηρ ὁδοῦ daughter of Andaisistrota, and/or Pagondas. Παρθ. 2. 68. met., αἱ δὲ σοφαὶ Μοισᾶν θύγατρες ἀοιδαὶ θέλξαν νιν ἁπτόμεναι (Er. Schmid: θυγατέρες codd.) (N. 4.3) πόντου θύγατερ Delos fr. 33c. 3. κλῦθ' Ἀλαλὰ πολέμου θύγατερ fr. 78. 1. frag. ]δε θυγατερ[ fr. 111. 8.
English (Strong)
apparently a primary word (compare "daughter"); a female child, or (by Hebraism) descendant (or inhabitant): daughter.
English (Thayer)
genitive θυγατρός, dative θυγατρί, accusative θυγατέρα, vocative θύγατερ, plural θυγατέρες, accusative θυγατέρας, ἡ (of the same root as Gothic dauhtar, English daughter, German Tochter (Curtius, § 318; Vanicek, p. 415)); Hebrew בַּת; (from Homer down); a daughter: properly, Winer s Grammar, § 29,2; Buttmann, § 129a. 5; WH's Appendix, p. 158) in kindly address: L Tr WH θυγάτηρ); Tr WH θυγάτηρ) (see υἱός 1a. at the end, τέκνον, b. α.).
b. in phrases modeled after the Hebrew: α. a daughter of God i. e. acceptable to God, rejoicing in God's peculiar care and protection: υἱός τοῦ Θεοῦ 4, τέκνον b. γ.). β. with the name of a place, city, or region, it denotes collectively all its inhabitants and citizens (very often so in the O. T., as ἡ θυγάτηρ Σιών, i. e. inhabitants of Jerusalem: Σιών, 2). γ. θυγατέρες Ἱερουσαλήμ, women of Jerusalem: δ. female descendant: αἱ θυγατερς Ἀαρών, women of Aaron's posterity, θυγαττερ Ἀβραάμ daughter of Abraham, i. e. a woman tracing her descent from Abraham, Isaiah 16:2, etc.).
Greek Monolingual
Greek Monotonic
θῠγάτηρ: ἡ, γεν. θυγᾰτέρος, συνηρ. θυγατρός, δοτ. θυγᾰτέρι, θυγατρί, αιτ. θυγᾰτέρα αλλά Επικ. θύγατρα, κλητ. θύγᾰτερ· κόρη, σε Όμηρ., κ.λπ.