χελιδών
εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war
English (LSJ)
όνος, ἡ (even of the male, S.E.M.1.151); but masc., metaph. of men, Ion Trag.33, cf. Hdn.Gr.1.25: voc. χελιδοῖ, as if from a nom. χελιδώ, Anacr.67, Simon.74, Ar.Av.1411 (anap.), AP9.70 (Mnasalc., with
A v.l. χελιδόν, as in Anacreont.9.2 cod.):—swallow, Od.21.411, 22.240, Hes.Op.568, Hdt.2.22, Democr.14, etc.: πέδοικος χ. A.Fr.53, cf. Ar.Av.714 (anap): prov., μία χ. ἔαρ οὐ ποιεῖ Cratin.33 (cf. Arist.EN1098a18); δεῖσθαι δ' ἔοικεν οὐκ ὀλίγων χ. Ar.Av.1417, cf. 1681; χ. λευκή, of a rare event, Thphr.Sign.39; the twittering of the swallow was prov. used of barbarous tongues by the Greeks, εἴπερ ἐστὶ μὴ χελιδόνος δίκην ἀγνῶτα φωνὴν βάρβαρον κεκτημένη A.Ag.1050: hence ὁ χ., = ὁ βάρβαρος, Ion l.c.; Θρῃκία χ. ἐπὶ βάρβαρον ἑζομένη πέταλον Ar.Ra.681 (lyr.); χελιδόνων μουσεῖα bowers that ring with poetasters' twitterings, ib.93 (parodied from ἀηδόνων μουσεῖα in E., v. Fr.88). 2 metaph. of letters, τῶν σῶν χ. αἱ ἡμέτεραι πλείους Lib.Ep.46.2. II flying-fish, Dactylopterus volitans, hirondelle de mer, Ephipp.12.5 (anap.), Speus. ap. Ath.7.324f; χ. θαλάττιαι Arist.HA535b27. III frog in the hollow of a horse's foot (expld. by Hsch. τὸ κοῖλον τῆς ὁπλῆς), so called from its being forked like the swallow's tail, X.Eq. 1.3, 4.5, 6.2, Poll.1.188. 2 the like part of a dog's foot, Suid. 3 = λειχήν 4, Cael.Aur.TP1.138 (pl.); a growth on the knee in horses, Sch.Nic.Th.945. 4 hollow above the bend of the elbow, Hsch. 5 pudenda muliebria (with play on Ar.Lys.770 (hex.)), Suid., cf. Juv.6.365(6). 6 a kind of ship, Suid. 7 a Peloponnesian silver coin, Id. (Χελιδφών as pr.n., IG92(1).86 (Corinthian, found at Thermon); cf. Assyr. hinundu, Lat. hirundo.)
German (Pape)
[Seite 1348] όνος, ἡ, voc. χελιδοῖ, Simonds. frg. 118 bei Schol. Ar. Av. 1406, bei Gramm. χελιδόν, vgl. Anacr. 9, 2 u. Jac. A. P. p. LXVII, – 1) die Schwalbe; Il. 21, 411. 22, 240; Hes. O. 570; Her. 2, 22; εἴπερ ἐστὶ μὴ χελιδόνος δίκην ἀγνῶτα φωνὴν βάρβαρον κεκτημένη Aesch. Ag. 1020 (vgl. χελιδονίζω); Ar. oft, βαδίζειν ὥςπερ αἱ χελιδόνες Av. 1679, οὐκ ὀλίγων δεῖσθαι χελιδόνων 1417, mit Bezug auf das Sprichwort μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ, wie der Schol. anführt (s. Arist. eth. 1, 7); ὅταν χελιδὼν ἠρινὰ φωνῇ κελαδῇ Pax 774. – 2) ein fliegender Meerfisch von der Farbe der Schwalbe, exocoetus volitans oder evolans Linn.; Ephipp. bei Ath. VII, 322 d; Arist. H. A. 4, 9; Ael. N. A. 2, 50. – 3) die Höhlung unten im Hufe der Pferde od. im eigentlichen Strahle, rana, Xen. equit. 1, 6; – eine ähnliche Höhlung unter dem Fuße des Hundes, Suid.; – eine Höhlung über dem Ellenbogen im Buge, id.
Greek (Liddell-Scott)
χελῑδών: -όνος, ἡ, (καὶ ἐπὶ τῆς ἄρρενος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 151· ἀλλ’ ὡς ἀρσ. μεταφ. ἐπὶ ἀνδρῶν, Ἴων ἐν τοῖς Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1680, ἴδε Ἠρῳδιαν. π. μον. λέξ. 9)· - κλητ. χελιδὸν Ἀνακρεόντ. 9. 2, Ἀνθ. Παλατ. 9. 70, ἀλλὰ χελιδὼν Σαπφ. 99 Ahr., καὶ χελιδοῖ, ὥσπερ ἐξ ὀνομ. χελιδώ, Ἀνακρ. 67, Σιμωνίδ. 74, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1411· (ἴδε ἐν λ.). Ὡς καὶ νῦν, κοιν. «χελιδόνι», Ὀδ. Φ. 411, Χ. 240, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 566, Ἡρόδ. 2. 22, καὶ Ἀττ.· - ἡ λαλιὰ τῆς χελιδόνος ἦτο παροιμιώδης καὶ ἐλέγετο ἐπὶ βαρβάρων γλωσσῶν παρὰ τοῖς Ἕλλησιν, εἴπερ ἐστὶ μὴ χελιδόνος δίκην ἀγνῶτα φωνὴν βάρβαρον κεκτημένη Αἰσχύλ. Ἀγ. 1050· - καθ’ Ἡσύχ.: «χελιδόνος δίκην· τοὺς βαρβάρους χελιδόσιν ἀπεικάζουσι διὰ τὴν ἀσύνθετον λαλιάν»· - ἐντεῦθεν, ὁ χελιδὼν = ὁ βάρβαρος, Ἴων ἔνθ’ ἀνωτ.· χελιδονίζω = βαρβαρίζω, Αἰσχύλ. Ἀπόσπ. 408, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 680· (οὕτως αἱ φωναὶ τῶν πτηνῶν καθόλου παραβάλλονται πρὸς βάρβαρον γλῶσσαν, Ἡρόδ. 2. 57)· - χελιδόνων μουσεῖα, «ἀντὶ τοῦ βάρβαρα καὶ ἀσύνετα· καὶ γὰρ παροιμία ἐπὶ τῶν βαρβάρων καὶ πολυλόγων καὶ ἐπαχθῶν ἐστὶ ταττομένη» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Βάτρ. 93 (κατὰ παρῳδίαν τοῦ ἀηδόνων μουσεῖα παρ’ Εὐρ., ἴδε Ἀποσπ. 89)· - ἡ χελιδὼν εἶναι πτηνὸν ἀποδημητικόν, Ἡρόδ. 2. 22· πέδοικος χ. (δηλ. μέτοικος) Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 48, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 714 κἑξ.· ἐντεῦθεν αἱ παροιμίαι μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 7, 15 (ἐκ τοῦ Κρατίνου κατὰ τὰ Κραμήρου Παρισ. Ἀν. 1. 182)· δεῖσθαι δ’ ἔοικεν οὐκ ὀλίγων χελιδόνων Ἀριστοφ. Ὄρν. 1417, πρβλ. 1681 (ἔνθα ἴσως δεκτέα ἡ τοῦ Bentley διόρθωσις: βαβάζει γ)· - ὡσαύτως, χ. λευκή, ἐπὶ σπανίων πραγμάτων ἢ συμβάντων, Θεοφρ. Ἀποσπ. 6 39 κτλ.· - μικροὶ λίθοι εὐρισκόμενοι ἐν τῷ προλόβῳ τῶν νεοσσῶν χελιδόνων ἐθεωροῦντο ὡς ἰαματικοὶ τῆς ἐπιληψίας, Θεοφ. Νόνν. 36, πρβλ. χελιδόνιος. ΙΙ. ὁ πετόμενος ἰχθύς, τὸ «χελιδονόψαρον», exocoetus volitans ἢ evolans, hirondelle de mer, Ἔφιππος ἐν «Κύδωνι» 1. 5, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 7, ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκράτ. σελ. 68. ΙΙΙ. ἡ ἐν τῷ κοιλώματι τῆς ὁπλῆς τοῦ ἵππου μαλακὴ οὐσία (οὐχὶ ἀκριβῶς ἑρμηνεύεται ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ. τὸ κοῖλον τῆς ὁπλῆς τῶν ἵππων), οὕτω κληθεῖσα ἐπειδὴ εἶναι δισχιδὴς ὡς ἡ οὐρὰ τῆς χελιδόνος, Ξεν. Ἱππ. 1, 3., 4, 5., 6, 2, Πολυδ. Α΄, 188, κτλ.· - ἐκαλεῖτο καὶ βάτραχος, Γεωπον. 16· 1, 9, Ἱππιατρ. σ. 34 κἑξ.· Λατ. ranula, Veger 1. 56, 31., 2. 58, 4. 2) τὸ αὐτὸ μέρος τοῦ ποδὸς κυνὸς ὡς τὸ τοῦ ἵππου, Σουΐδ. 3) κοιλότης μικρὰ ὑπὲρ τὴν καμπὴν τοῦ ἀγκῶνος, «χελιδὼν .. καὶ τοῦ ἀνθρώπου τὸ ἄνωθεν τοῦ ἀγκῶνος τὸ κατὰ τὰς καμπὰς» Ἡσύχ. 4) τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον, «λέγεται χελιδὼν καὶ τῶν γυναικῶν τὸ μόριον» Σουΐδ. 5) «λέγεται δὲ χελιδὼν καὶ ἡ ναῦς ἡ τοὺς εἰς Μασσαλίαν διακομίσασα» ὁ αὐτ. IV. Παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Ἐκκλ. ΚΑ΄, 21), Πολυδ. Ε΄, 99, εἶναι πλημμ. γραφ. ἀντὶ χλίδων, ὅστις ἦν κόσμος τις περὶ τοὺς βραχίονας, φέρεται καὶ χλιδών· (χελιδ·ὼν εἶναι ταὐτὸν τῷ Λατ. hirund-o, ἐναλλαγέντων τῶν γραμμάτων λ και r ἴδε (Λλ Ι), καὶ ἐκπεσόντος τοῦ ν ἐν τῇ Ἑλληνικῇ).
French (Bailly abrégé)
όνος (ἡ) :
voc. χελιδοῖ;
1 hirondelle, oiseau ; χελιδόνων μουσεῖα AR lieu où l’on bavarde;
2 hirondelle de mer, sorte de poisson volant;
3 pudenda muliebria.
Étym. lat. hirundo.
Spanish
Greek Monolingual
-όνος, η, ΝΜΑ, και τ. αρσ. χελιδών, ὁ, Α
(λόγιος τ.)
1. το πουλί χελιδόνι
2. το τριγωνικό κενό στο κάτω και οπίσθιο μέρος της οπλής του αλόγου
αρχ.
1. το μικρό τριγωνικό κενό στο οπίσθιο μέρος του πέλματος του σκύλου
2. η μικρή κοιλότητα πάνω από την καμπή του αγκώνα του ανθρώπου
3. το χελιδονόψαρο
4. (κατά το λεξ. Σούδα) α) «χελιδὼν καὶ τῶν τὸ μόριον»
β) «λέγεται δὲ χελιδὼν καὶ ἡ ναῡς ἡ τοὺς εἰς Μασσαλίαν διακομίσασα»
5. (το αρσ.) άτομο που μιλάει βαρβαρική, ακατανόητη γλώσσα, βάρβαρος
6. φρ. α) «χελιδόνος δίκην»
(ως χαρακτηρισμός βαρβαρικών γλωσσών) ακατανόητος, ξένος (Αισχύλ.)
β) «χελιδόνων μουσεῑα»
i) λεγόταν για εκφράσεις και λόγους που περιείχαν πολλούς βαρβαρισμούς και είχαν ύφος κουραστικό και ασαφές
ii) άτομο που εκφραζόταν με τον τρόπο αυτό (Αριστοφ.)
7. παροιμ. φρ. «μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῑ» — ένα χελιδόνι δεν φέρνει την άνοιξη (Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. τ., σχηματισμένος με επίθημα -δών, που απαντά και σε άλλα ονόματα ζώων (πρβλ. ἀνθη-δών, τερη-δών). Η γρφ. του ανθρωπωνυμίου ΧελιδFών στην επιγραφή της Αιτωλίας παραμένει αμφβλ. και πρέπει μάλλον να θεωρηθεί εσφ., αφού το σύμπλεγμα -δF- είναι μοναδικό στην Ελληνική και μπορεί να ερμηνευθεί μόνο ως ψευδοαρχαϊσμός. Συχνά η λ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα ghel- «φωνάζω, θορυβώ» και συνδέεται με τον τ. κίχλη «είδος ωδικού πτηνού» και τα γερμ. Νachtigall, αγγλ. nightingale «αηδόνι». Επικρατέστερη, ωστόσο, θεωρείται η άποψη ότι η λ. συνδέεται με το αντίστοιχο λατ. hirundō, μαζί με το οποίο αποτελούν παρλλ. δάνεια άγνωστης προέλευσης. Ορισμένοι, εξάλλου, υποστηρίζουν ότι οι δύο τ. έχουν σχηματιστεί με ανομοίωση, το μεν χελιδών < χενινδFων, το δε hirundō < hinundō. Τέλος, η σύνδεση της λ. με το ασσυρ. hinundu ή ακκαδ. sinuntu «χελιδόνι» δεν θεωρείται αρκετά πιθανή].
Greek Monotonic
χελῑδών: -όνος, ἡ, κλητ. χελιδόν, επίσης χελιδοῖ (όπως αν προερχόταν από ονομ. χελιδώ)· χελιδόνι, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.
I. η λαλιά του χελιδονιού χρησιμοποιήθηκε παροιμ. για τις βάρβαρες γλώσσες από τους Έλληνες, σε Αισχύλ.· χελιδόνων μουσεῖα (βλ. μουσεῖον)· παροιμ., επίσης, μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ, σε Αριστ.
II. η μαλακή ουσία στην οπλή του αλόγου· λέγεται έτσι επειδή έχει μορφή διχάλας όπως η ουρά του χελιδονιού, σε Ξεν.