ἐλάχιστος

From LSJ
Revision as of 07:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλᾰχιστος Medium diacritics: ἐλάχιστος Low diacritics: ελάχιστος Capitals: ΕΛΑΧΙΣΤΟΣ
Transliteration A: eláchistos Transliteration B: elachistos Transliteration C: elachistos Beta Code: e)la/xistos

English (LSJ)

[ᾰ], η, ον, Sup. of ἐλαχύς: Comp. ἐλάσσων (q.v.):—

   A smallest, least, freq. with a neg., γέρας, δύναμις οὐκ ἐ., h.Merc.573, Hdt.7.168, etc.; λόγου ἐλαχίστου of least account, Id.1.143; ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι narrowly missed destroying them, Th.2.77; περὶ ἐλαχίστου ποιεῖσθαι Pl. Ap.30a; παρ' ἐλάχιστον ἐποίησεν αὐτοὺς ἀφαιρεθῆναι D.17.22.    2 of Time, shortest, δι' ἐλαχίστου (sc. χρόνου) Th.3.39; δι' ἐλαχίστης βουλῆς with shortest deliberation, Id.1.138.    3 of Number, fewest, Pl.R.378a; ἐ. τὸν ἀριθμόν Arist.Pol.1312a30; ἐν ἐλαχίστοις δυσίν between two at least. Id.EN1131a15.    4 Math., ἐλάχιστα καὶ μέγιστα minima and maxima, Apollon.Perg.Con.1 Praef.    II τὸ ἐλάχιστον, τοὐλάχιστον, at the least, Hdt.2.13, X.An.5.7.8, D.4.21; ἐλάχιστα least of any one, Th.1.70; ὡς ἐ. as little as possible, Pl.Phd. 63d.    III from ἐλάχιστος came a new Comp. ἐλαχιστότερος less than the least, ἐ. πάντων ἁγίων Ep.Eph.3.8: Sup. ἐλαχιστότατος very least of all, S.E.M.3.54, 9.406.

German (Pape)

[Seite 792] superl. von ἐλαχύς, der kleinste, geringste, schlechteste; γέρας οὐκ ἐλ. H. h. Merc. 570; δύναμις οὐκ ἐλ. Her. 7, 168; Folgde; bes. mit der negat., οὐκ ἐλαχίστην χάριν εἴσονται Plat. Phaedr. 233 e; Ggstz μέγιστος; von Schiffen, Thuc. 1, 10; τὰ πλείστου ἄξια περὶ ἐλαχίστου ποιεῖσθαι Plat. Apol. 30 a. – Adv., τὸ ἐλάχιστον, τοὐλάχιστον, zum wenigsten, wenigstens; Plat. Parm. 142 e; Xen. An. 5, 7, 5 u. A.; ὡς ἐλάχιστα διαλέγεσθαι Plat. Phaed. 63 d; ἐπ' ἐλάχιστον, so wenig wie möglich, Thuc. 1, 70. 2, 45; δι' ἐλαχίστου, in sehr kurzer Zeit, Thuc. Auch von der Zahl, ὅπως ὅτι ἐλαχίστοις συνέβη ἀκοῦσαι Plat. Rep. II, 378 a; Ggstz πλεῖστος, Xen. Mem. 4, 4, 17; Plut. Pericl. 23. – Spätere haben einen compar. u. superl. ἐλαχιστότερος u. ἐλαχιστότατος, Sezt. Emp. adv. phys. 9, 406, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλάχιστος: ᾰ, η, ον, ὑπερθ. τοῦ ἐλαχύς, συγκρ. ἐλάσσων (ὃ ἴδε), ὁ σμικρότατος, ἀντίθετον τῷ μέγιστος, μάλιστα μετ’ ἀρνήσεως, οὐκ ἐλ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 573, Ἡρόδ. 7. 168, κτλ.· ἐλαχίστου λόγου, ἐλαχίστης σημασίας, ὁ αὐτ. 1. 143· ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι, παρ’ ὀλίγον νὰ τοὺς καταστρέψῃ, Θουκ. 2.77· περὶ ἐλαχίστου ποιεῖσθαι Πλάτ. Ἀπολ. 30Α· οὕτω, παρ’ ἐλάχιστον ἐποίησεν αὐτοὺς ἀφαιρεθῆναι Δημ. 217. 27. 2) ἐπὶ χρόνου, βραχύτατος, δι’ ἐλαχίστου ἐνν. χρόνου Θουκ. 3.39· δι’ ἐλαχίστης βουλῆς, μετὰ βραχυτάτης σκέψεως ἢ συζητήσεως, ὁ αὐτ. 1. 138. 3) ἐπὶ ἀριθμοῦ, ὀλίγιστος, Πλάτ. Πολ. 378Α· ἐλ. τὸν ἀριθμὸν Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 10, 27· ἐν ἐλαχίστοις δυσί, μεταξὺ δύο τοὐλάχιστον, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 5, 3, 3. ΙΙ. τὸ ἐλάχιστον, τοὐλάχιστον, ὡς παρ’ ἡμῖν, Ἡρόδ. 2. 13, Ξεν. Ἀν. 5. 7, 8, Δημ. 46. 3· ὡσαύτως, ἐλάχιστα Θουκ. 1. 70, Πλάτ. Φαίδων 63D. ΙΙ. ἐκ τοῦ ἐλάχιστος ἐσχηματίσθη νέον συγκριτικὸν ἐλαχιστότερος, μικρότερος τοῦ ἐλαχίστου, ἐμοὶ τῷ ἐλαχιστοτέρῳ πάντων τῶν ἁγίων Ἐπιστ. πρὸς Ἐφεσ. γ΄, 8· ὑπερθ. ἐλαχιστότατος, ὁ ἐλάχιστος τῶν ἐλαχίστων, ὁ σφόδρα ἐλάχιστος, Σεξτ. Ἐμπ. π. Μ. 3. 51.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
1 le plus petit, le moindre ; τὸ ἐλάχιστον, τοὐλάχιστον, ἐπ’ ἐλάχιστον, ἐλάχιστα, au moins ; περὶ ἐλαχίστου ποιεῖσθαι PLAT faire le moins de cas possible ; δι’ ἐλαχίστου THC dans le moins de temps possible;
2 le moins nombreux possible, très peu nombreux.
Étymologie: Sp. de ἐλαχύς, et aussi, pour le sens, de ὀλίγος ; cf. ἐλάσσων.

Spanish (DGE)

v. ἐλαχύς.

English (Strong)

superlative of elachus (short); used as equivalent to μικρός; least (in size, amount, dignity, etc.): least, very little (small), smallest.

English (Thayer)

ἐλαχίστη, ἐλάχιστον (superlative of the adjective μικρός, but coming from ἐλαχύς) (Homer h. Merc. 573), Herodotus down), smallest, leastwhether in size: πιστός ἐν ἐλαχίστῳ, ἐν πολλῷ); ἐν ἐλαχίστῳ ἄδικος, οὐδέ (R G οὔτε) ἐλάχιστον, not even a very small thing, ἐμοί εἰς ἐλάχιστον, ἐστι (see εἰμί, V:2c.), 1 Corinthians 4:3.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐλάχιστος, -η, -ον)
1. πάρα πολύ λίγος ή πάρα πολύ μικρός
2. (για ανθρώπους) ο τελευταίος απ' όλους, ο πιο ασήμαντος
3. (σε ευχές και προσευχές της χριστιανικής εκκλησίας, ως ομολογία ταπεινότητας ενώπιον του θεού) ο πιο ασήμαντος, ο πιο αμαρτωλός
4. φρ. το ελάχιστο(-ν) ή τουλάχιστον
α) στο κατώτερο δυνατό σημείο, στη μικρότερη δυνατή έκταση
β) (ως μόριο συγκαταβατικό) καν, ούτε καν («δεν ήρθε να μάς χαιρετήσει τουλάχιστον)
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο ελάχιστος
λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας τών ελαχιστιδών
2. το θηλ. ως ουσ. η ελαχίστη
γένος φαιοφυκοφύτων
3. το ουδ. ως ουσ. το ελάχιστο
η μικρότερη δυνατή ποσότητα ή το μικρότερο δυνατό μέγεθος.

Greek Monotonic

ἐλάχιστος: [ᾰ], -η, -ον, υπερθ. του ἐλαχύς, συγκρ. ἐλάσσων·
I. 1. ο πιο μικρός, μικρότατος, οὐκἐλ., σε Ύμν. Ομηρ., Ηρόδ. κ.λπ.· ἐλαχίστου λόγου, ελάχιστης σημασίας, στον ίδ.· περὶ ἐλάχιστου ποιεῖσθαι, σε Πλάτ.
2. λέγεται για χρόνο, βραχύτατος, συντομότατος, δι' ἐλαχίστου (ενν. χρόνου), σε Θουκ.· δι' ἐλαχίστης βουλῆς, με πολύ λίγη σκέψη ή μελέτη, στον ίδ.
3. λέγεται για αριθμό, πολύ λίγος, σε Πλάτ.
II. τὸ ἐλάχιστον, τοὐλάχιστον, τουλάχιστον, το λιγότερο, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· επίσης ἐλάχιστα, σε Θουκ., Πλάτ.
III. υπάρχει επίσης ένας νέος συγκρ. ἐλαχιστότερος, μικρότερος από τον ελάχιστο, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἐλάχιστος: (ᾰ) [superl. к ἐλαχύς, μικρός и ὀλίγος малейший, самый малый, наименьший (γέρας HH; δύναμις Her.; ναῦς μέγισται καὶ ἐλάχισται Thuc.; χρόνος Arst.): ἐ. τὸν ἀριθμόν Arst. численно ничтожный; δι᾽ ἐλαχίστου (sc. χρόνου) Thuc. в самое короткое время; τὸ ἐλάχιστον Her., Xen., Plat., ἐπ᾽ ἐλάχιστον Thuc. и ἐλάχιστα Thuc., Plat. по меньшей мере; παρ᾽ ἐλάχιστον Dem. чуть было (не); περὶ ἐλαχίστου ποιεῖσθαι Plat. не ставить ни во что; ἐλαχίστου λόγου εἶναι Her. иметь самое небольшое значение; ἔστι τὸ ἴσον ἐν ἐλαχίστοις δυσίν Arst. равенство предполагает по крайней мере два предмета; ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι (τὸ πῦρ) Thuc. огонь чуть было (их) не уничтожил.