περιστερά
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
English (LSJ)
ἡ,
A common pigeon or dove, Hdt.1.138, S.Fr.866, Democr.164, etc.; specifically, Columba livia domestica, and so distd. from φάψ, φάττα, οἰνάς, τρυγών, Arist.HA562b5, 593a16 ; ἐλάττων μὲν ἡ πελειάς, τιθασὸν δὲ γίνεται μᾶλλον ἡ π. ib.544b3 : περιστερός, ὁ, cock-pigeon, Pherecr.33 (of a carrier-pigeon), Alex.214 ; censured by Luc.Sol.7.
German (Pape)
[Seite 594] ἡ, die Taube (das Männchen περιστερός); Ar. Lys. 755; Her. 1, 138; Plat. Theaet. 198 d u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
περιστερά: ἡ, ἡ κοινὴ περιστερά, κοινῶς «περιστέρι», Ἡρόδ. 1. 138, Σοφ., κλ.· διακρίνονται ταύτης ἡ φάψ, φάττα, οἰνάς, τρυγών, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 9· ἀλλ’ εὕρηται καὶ ὡς ὄνομα γένους, αὐτόθι 6. 4, 1· ὁ αὐτὸς λέγει, αὐτόθι 5. 13, 4, ὅτι αὕτη εὐκολώτερον ἐξημεροῦται ἢ ἡ πελειάς, ὥστε πρέπει νὰ ἦτο γνωστὴ εἰς αὐτὸν ἡ περιστερὰ ἐν τῇ ἀγρίᾳ αὐτῆς καταστάσει: ― περιστερός, ὁ, ἡ ἄρρην περιστερά, «γοῦτος», Φερεκράτης ἐν «Γραυσὶ» 2, Ἄλεξις ἐν «Συντρέχουσιν» 2· ― τὸν τύπον τοῦτον ἀποδοκιμάζει ὁ Λουκιαν. ἐν τῷ Σολοικ. 7. ― Πρβλ. πέλεια, πελειάς, οἰνάς, τρυγών, φάσσα, φάψ.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
colombe, pigeon, oiseau.
Étymologie: περιστερός.
Spanish
English (Strong)
of uncertain derivation; a pigeon: dove, pigeon.
English (Thayer)
περιστεράς, ἡ, Hebrew יונָה, a dove: Herodotus down.)
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ περιστέρα ΝΜ
1. το θηλυκό του πτηνού περιστέρι
2. εκκλ. (μόνο στον τ. περιστερά) i) το περιστέρι που, σύμφωνα με τη Βίβλο, έστειλε ο Νώε μετά τον Κατακλυσμό και το οποίο επέστρεψε φέρνοντας ένα κλαδί ελιάς, σύμβολο του τέλους της κοσμικής καταστροφής
ii) αρχαιοχριστιανική συμβολική παράσταση του Αγίου Πνεύματος, η οποία βασίζεται στις ευαγγελικές διηγήσεις της βάπτισης του Χριστού, σύμφωνα με τις οποίες την στιγμή εκείνη η παρουσία του τρίτου προσώπου της Αγίας Τριάδας δηλώθηκε με την μορφή περιστεριού
νεοελλ.
1. αστρον. μικρός νότιος αστερισμός, που βρίσκεται μεταξύ τών αστερισμών του Οκρίβαντος, της Πρώρας, του Μεγάλου Κυνός, του Λαγού και του Γλυφειού και ο οποίος αποτελείται κυρίως από αμυδρούς αστέρες
2. φρ. «υποκρίνεται την αθώα [ή τη λευκή] περιστερά» — παριστάνει τον αθώο
νεοελλ.-μσν.
κολακευτική και θωπευτική προσφώνηση ωραίας ή αγαπημένης γυναίκας ή μικρού κοριτσιού (α. «έχεις και κόρην όμορφη, σαν περιστέρα πλουμιστή» — κάλαντα
β. «περιστέρα [ή περιστερά] μου!»)
μσν.
στον πληθ. αἱ περιστεραί
εκκλ. κάλυμμα του κεφαλιού τών έγγαμων πρεσβυτέρων κατά την τουρκοκρατία, το οποίο απαρτιζόταν από τέσσερα τριγωνικά ισοσκελή κομμάτια υφάσματος που ενώνονταν στην κορυφή και πίσω στον αυχένα και τα οποία στο πίσω μέρος κατέληγαν σε σχήμα ουράς περιστεριού
αρχ.
(γενικά) το πουλί περιστέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ορθός είναι ο αμάρτυρος τ. πελιστερά, ο οποίος εσφαλμένα διορθώθηκε σε περιστερά λόγω του ότι το -λ- θεωρήθηκε προϊόν ανομοίωσης. Κατά την άποψη αυτή, ο τ. πελιστερά έχει σχηματιστεί από το θ. τών λ. πελιός «μαυροκίτρινος, πελιδνός», πέλεια «άγριο περιστέρι» με κατάλ. -τερο-ς και μπορεί να συνδεθεί με το περσ. kabōtar «μπλε (περιστέρι»), που εμφανίζει την ίδια κατάλ. Έχουν διατυπωθεί, επίσης, και άλλες απόψεις, όπως η σύνδεση της λ. με την πρόθεση περί ή με τη λ. φορκός «λευκός, πολιός», οι οποίες, όμως, δεν θεωρούνται πιθανές. Ο τ. περιστέρα, τέλος, < περιστέρι(ον) + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. κεφάλ-α, μαχαίρ-α)].
Greek Monotonic
περιστερά: ἡ, περιστερά ή περιστέρι, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ. (άγν. προέλ.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιστερά -ας, ἡ, Ion. περιστερή [περιστερός] duif.
Russian (Dvoretsky)
περιστερά: ἡ голубь, голубка Her., Arph., Plat., Arst. etc.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: pidgeon (IA.), second. -ός m. cock pidgeon (Com.; Schwyzer-Debrunner 31 n. 5, 32).
Compounds: As 1. member a.o. in περιστερο-πώλης m. pidgeon-vendor (hell. pap.).
Derivatives: Dimin. περιστερ-ίς f. and -ιον n. (also used as decoration of women), -ίδιον n. (Com., pap.), -ιδεύς m. (hell. pap.; Bosshardt 65); -(ε)ών m. pigeonry (Pl., pap.). On -ιον, -εών as plantnames Verbena officinalis, supina (Dsc, Ps.-Dsc.), because visited and loved by doves, s. Strömberg 118 and Moorhouse (s. bel.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Not certainly explained. Perhaps with Schwyzer 258 to πελιός, πέλεια through false restitution of a supposed dissimilated *πελιστερά (cf. NGr. πελιστέρι) with oppositive τερο-suffix (Benveniste Noms d'agent 119 w. Iran. parallel). -- To be rejected Moorhouse Class Quart. 44, 73ff., AmJPh 73, 299 and Richardson Hermathena 73, 74f. (to περί), Assmann Phil. 66, 312f. (Semit.).