μοιχεύω

From LSJ
Revision as of 12:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοιχεύω Medium diacritics: μοιχεύω Low diacritics: μοιχεύω Capitals: ΜΟΙΧΕΥΩ
Transliteration A: moicheúō Transliteration B: moicheuō Transliteration C: moicheyo Beta Code: moixeu/w

English (LSJ)

   A commit adultery with a woman, debauch her, c. acc., Ar.Av.558, Lys. 1.15, Pl.R.360b:—Pass., of the woman, Ar.Pax980 (anap.); μοιχευθῆναί τινι Arist.HA586a3; μεμοιχεῦσθαι ὑπ' ἀλλήλων, of birds, ib.619a10.    2 metaph., worship idolatrously, τὸ ξύλον καὶ τὸν λίθον LXX Je.3.9.    II intr., commit adultery, Xenoph.11.3; ἐμοίχευσάς τι Ar.Nu.1076, cf. X.Mem.2.1.5, Arist.EN1129b21.    III metaph., in fut. Med. (in pass. sense), οὐ μοιχεύσεταί μου τὰ φιλήματα her kisses shall not be adulterously stolen from me, Ach.Tat.4.8.

German (Pape)

[Seite 198] = μοιχάω, ein μοιχός sein; intr., Ar. Av. 793, vgl. Nubb. 1059; Xen. Mem. 2, 1, 5; und τινά, z. B. μοιχεύσοντες τὰς Ἀλκμήνας κατέβαινον, Ar. Av. 558; Plat. Rep. II, 360 b; γυναῖκα, Lys. 1, 4. 3, 66 u. A.; μοιχεύειν τὴν θάλατταν sagte Callicratds vom Konon, Plut. non posse 18, der es erkl. αἰσχρῶς καὶ κρύφα πειρᾶν καὶ παραβιάζεσθαι τὴν θάλατταν (vgl. μοιχάω); oft bei Sp., wie Luc. – Auch pass., μοιχευομένη ὑπό τινος, Ath. XIII, 578.

Greek (Liddell-Scott)

μοιχεύω: ἐκτελῶ μοιχείαν μετὰ γυναικός, ἢ καθόλου διαφθείρω αὐτήν, μετ’ αἰτ., Ἀριστοφ. Ὄρν. 558, Λυσίας 93. 8, Πλάτ. Πολ. 360Β· - Παθ., ἐπὶ τῆς γυναικός, Ἀριστοφ. Εἰρ. 986· μοιχεύεσθαί τινι ἢ ὑπό τινος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 6, 7., 9. 32, 6. ΙΙ. ἀμετάβ., ἐκτελῶ μοιχείαν, Λατ. moechari, Ἀριστοφ. Νεφ. 1076, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 5.

French (Bailly abrégé)

1 intr. commettre un adultère, entretenir une liaison adultère;
2 tr. corrompre une femme mariée, acc. ; Pass., en parl. d’une femme se laisser séduire.
Étymologie: μοιχός.

English (Strong)

from μοιχός; to commit adultery: commit adultery.

English (Thayer)

future μοιχεύσω; 1st aorist ἐμοίχευσα; passive, present participle μοιχευομένη; 1st aorist infinitive μοιχευθῆναι; (μοιχός); from Aristophanes and Xenophon down; the Sept. for נָאַף; to commit adultery;
a. absolutely (to be an adulterer): τινα (γυναῖκα), to commit adultery with, have unlawful intercourse with another's wife: Aristophanes av. 558; Plato, rep. 2, p. 360b.; Lucian, dial. deor. 6,3; Aristaenet. epistles 1,20; Aeschines dial. Socrates 2,14); passive of the wife, to suffer adultery, be debauched: L T Tr WH; (WH marginal reading); μοιχαλίς, b.) tropically, μετά τίνος (γυναικός) μοιχεύειν is used of those who at a woman's solicitation are drawn away to idolatry, i. e. to the eating of things sacrificed to idols, Jeremiah 3:9, etc.

Greek Monolingual

(ΑΜ μοιχεύω) μοιχός
διαπράττω μοιχεία, παραβαίνω τη συζυγική πίστη, είμαι μοιχός, συνευρίσκομαι με έγγαμη γυναίκα («οὐ μοιχεύσεις», ΠΔ)
μσν.
1. (για ζώα) συνουσιάζομαι
2. μτφ. α) μολύνω ηθικά
β) παραποιώ, αλλοιώνω, διατρέφω
(μσν.-αρχ.)1. διαφθείρω γυναίκαπάλινγόης ἀπατᾷ θέλων αὐτὴν μοιχεῡσαι», Βί. Αλεξ.)
2. λατρεύω τα είδωλα («καὶ ἐμοίχευσε τὸ ξύλον καὶ τὸν λίθον», ΠΔ)
3. μέσ. μοιχεύομαι
(για γυναίκα) είμαι ή γίνομαι μοιχαλίδα
αρχ.
1. (για πτηνά) έρχομαι σε επιμιξία με άλλο γένος, διασταυρώνομαι («τὰ γὰρ ἄλλα γένη μέμικται καὶ μεμοίχευται ὑπ' ἀλλήλων», Αριστοτ.)
2. φρ. «οὐ μοιχεύσεταί μου τὰ φιλήματα» — δεν θα μού υφαρπαγούν τα φιλιά κατά μοιχικό τρόπο, Αχιλλ. Τάτ.

Greek Monotonic

μοιχεύω: μέλ. -σω,
I. διαπράττω μοιχεία με μια γυναίκα, τη διαφθείρω, με αιτ., σε Αριστοφ., Πλάτ. — Παθ., λέγεται για τη γυναίκα, σε Αριστοφ.
II. αμτβ., διαπράττω μοιχεία, Λατ. moechari, στον ίδ., σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

μοιχεύω:
1) нарушать супружескую верность, прелюбодействовать, развратничать Xen., Arph. etc.;
2) совращать, развращать, соблазнять (γυναῖκας τῶν πολιτῶν Lys.; ἡ γυνή, ἣν ἐκεῖνος ἐμοίχευεν Lys.);
3) захватывать обманом (τὴν θάλατταν Plut.).