προσκαλέω
English (LSJ)
A call on, summon, τινας Th.8.98(v.l.), S.Aj.89, Pl.Men. 82a, etc.; address, accost, ὀνόματι D.C.71.34; ἑαυτόν A.D.Synt.218.27 (Med.). 2 metaph., call forth, excite, ἔκκρισιν Sor.1.26; ἱδρῶτα ib.31. II Med. with pf. Pass. (v. infr.), call to oneself, invite, summon, τινα v.l. in X.An.7.7.2, cf. PCair.Zen.647.25 (iii B.C), Plu. 2.354d, Luc.DDeor.19.1; τὰς κύνας Poll.5.85; esp. call to one's aid, τινα Philipp. ap. D.18.166; τινὰ ἐς τὴν πολιτείαν dub.l. in Plu.Dem. 21: c. dupl. acc., τὸ ἔργον ὃ προσκέκλημαι αὐτούς to which I have called them, Act.Ap.13.2. 2 as law-term, of an accuser, cite or summon into court, Telecl.2, Ar.V.1334; π. τινὰ ὕβρεως lay an action for assault, ib.1417; in full, π. δίκην ἀσεβείας πρὸς τὸν βασιλέα Lys.6.11, cf. 21.19, D.18.150; π. τινὰ πρὸς τὸν πολέμαρχον Lys.23.2; π. σε . . πρὸς τοὺς ἀγορανόμους βλάβης τῶν φορτίων Ar.V.1406; π. τινὰ εἰς δίκην δημοσίαν X.Mem.2.9.5; π. τινὰ πρὸς τὸν ἄρχοντα εἰς διαδικασίαν D.43.7, cf. 15; τραύματος εἰς Ἄρειον πάγον Luc.Tim.46, cf. Pisc.39:—Pass., to be summoned, λιποταξίου, ξενίας, on a charge of . ., D.39.17,18; φόνου δίκην Arist.Ath.16.8; ὑπομεῖναι προσκληθεὶς δίκην εἰς Ἄρειον πάγον submitted to be summoned . .before the Areopagus, Id.Pol.1315b21; προσκληθείς summoned, Antipho 5.13, D.49.19, cf. Ar.Nu.1277; παρὰ τοῦ . . ἔχοντος τὸν κλῆρον προσκαλεῖσθαι that citation should be made of the party in possession, D.43.7; cf. πρόσκλησις. 3 cite as witness, Pl.Lg.936e codd.; εἰς μαρτυρίαν D. 29.20 codd.; μάρτυρα Plu.2.205b.
German (Pape)
[Seite 767] (s. καλέω), anrufen, δεύτερόν σε προσκαλῶ, Soph. Ai. 89; hinzu-, herbeirufen, -holen, Plat. Men. 82 a; ἐθελοντηδὸν προσκαλοῦντες τοὺς Βοιωτούς, Thuc. 8, 98; auch med., zu Hülfe für sich, Her. 1, 69 (aber προσκαλεῖσθαί τινα ἐς λόγους, 4, 201, ist falsche Lesart für προκαλεῖσθαι); προσκαλουμένη πολλοῖς φιλήμασι, Luc. Asin. 51; προσκαλέσασθαι ἐπὶ τὸν ἀναδασμόν, Epist. Saturn. 31. – Gew. bei den Attikern = vor Gericht laden, anklagen, τινά, Ar. Nubb. 1259, τινὰ ὕβρεως, Vesp. 1417, u. öfter; καὶ δίκας τῶν Φλιασίων προσκαλουμένων οὐκ ἐδίδοσαν, Xen. Hell. 7, 4, 11, wenn es nicht hier προκαλ. heißen muß; δίκην, Lys. 21, 19; Dem. u. a. Redner oft; bes. zum Zeugniß, Plat. Legg. XI, 936 e; κλητῆρας ἔχων, Dem. 34, 13; κατὰ Δήμωνος εἰς μαρτυρίαν, 29, 20.
Greek (Liddell-Scott)
προσκᾰλέω: μέλλ. -έσω, ὡς καὶ νῦν, προσκαλῶ, τινα Θουκ. 8. 98, Πλάτ. Μένων 82Α, κτλ. 2) ἐπικαλοῦμαι, Σοφ. Αἴ. 80· ὀνόματι Δίων Κ. 71. 34. ΙΙ. Μέσ., μετὰ παθ. πρκμ. (ἴδε κατωτ.)· καλῶ πρὸς ἐμαυτόν, προσκαλῶ, τινα Ξεν. Ἀν. 7. 7, 2, κτλ.· τὰς κύνας Πολυδ. Εϳ, 85· μάλιστα καλῶ εἰς βοήθειάν μου, τινὰ Ἡρόδ. 1. 69 (προσκαλεῖσθαί τινα εἰς λόγους ὁ αὐτ. 4. 201, εἶναι ἡμαρτημένη γραφὴ ἀντὶ προκαλ-), παρὰ Δημ. 283. 14· τινὰ ἐς τὴν πολιτείαν Πλουτ. Δημοσθ. 21· ― προσκαλῶ, καλῶ εἰς συμμετοχὴν ἀγαθοῦ τινος, Λουκ. Ὄν. 51 (καὶ ἐν τῷ ἐνεργ., ὁ αὐτ. ἐν Ἁλιεῖ 39)· ― μετὰ διπλῆς αἰτιατ., εἰς τὸ ἔργον ὃ προσκέκλημαι αὐτούς, εἰς ὃ ἔχω αὐτοὺς κεκλημένους, Πράξ. Ἀποστ. ιγϳ, 2. 2) παρ’ Ἀττικ., ἐπὶ τοῦ κατηγόρου, ἐγκαλῶ, ἐνάγω εἰς τὸ δικαστήριον, Τηλεκλείδης ἐν «Ἀμφικτύοσι» 4, Ἀριστοφ. Σφ. 1334· προσκ. τινα ὕβρεως, ἐνάγω τινὰ ἐπὶ ὕβει, «ἐξυβρίσει», αὐτόθι 1417· πλῆρες: δίκην ἀσεβείας πρ. τινα πρὸς τὸν βασιλέα Λυσίας 104. 13, πρβλ. 163. 24., 166. 31, Δημ. 166. 32· πρ. σε... πρὸς τοὺς ἀγορανόμους βλάβης τῶν φορτίων Ἀριστοφ. Σφ. 1406· πρ. τινα εἰς δίκην δημοσίαν Ξεν. Ἀπομν. 2. 9, 5· πρ. τινα πρὸς τὸν ἄρχοντα εἰς διαδικασίαν Δημ. 1052. 11, πρβλ. 1054. 16· τραύματος εἰς Ἄρειον πάγον Λουκ. Τίμ. 46. ― Παθ., καλοῦμαι εἰς τὸ δικαστήριον, λιποταξίου, ξενίας, φόνου, ἐπί..., κατηγορούμενος ἐπί..., Δημ. 999. 12 καὶ 17, κτλ.· προσκληθεὶς δίκην εἰς Ἄρειον πάγον, κληθεὶς ἐνώπιον τοῦ Ἀρείου πάγου νὰ δικασθῇ, Ἀριστ. Πολιτ. 5. 12, 2· ὁ προσκληθείς, τὸ κληθὲν εἰς τὸ δικαστήριον πρόσωπον, Ἀντιφῶν 131. 1, Δημ. 1190. 4, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1277· ― ὑπάρχει ἰδιάζουσα χρῆσις παρὰ Δημ. 1052. 14, παρὰ τοῦ ἐπιδεδικασμένου καὶ ἔχοντος τὸν κλῆρον προσκαλεῖσθαι, πρβλ. 1054 ἐν τέλ., καθ’ ὃν ἡ πρόσκλησίς ἐστι παρὰ τοῦ ἔχοντος τὸν κλῆρον, ἴδε πρόσκλησις. 3) προσκαλῶ ὡς μάρτυρα, Πλάτ. Νόμ. 936Ε· εἰς μαρτυρίαν Δημ. 850. 14· μάρτυρα Πλούτ. 2. 205Β. ― Ἴδε Π. Σ. Φωτιάδου Συμβολὰς εἰς τὸ Ἀττικὸν Δίκαιον ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΓϳ, σ. 34 κἑξ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. προσκαλέσω, ao. προσεκάλεσα, etc.
1 appeler pour faire venir, mander, acc.;
2 citer, acc.;
Moy. προσκαλέομαι-οῦμαι;
I. appeler à soi :
1 mander auprès de soi, acc.;
2 appeler à son secours, acc.;
3 inviter;
II. t. de barreau;
1 appeler pour témoigner en sa faveur, acc.;
2 citer en justice, acc. : τινα εἰς δίκην δημοσίαν XÉN citer qqn pour un procès d’intérêt public.
Étymologie: πρός, καλέω.
Spanish
English (Thayer)
προσκάλω: middle, present προσκαλοῦμαι; 1st aorist προσεκαλεσαμην; perfect προσκέκλημαι; from (Antiphon, Aristophanes, Thucydides), Xenophon, Plato down; to call to; in the N. T. found only in the middle (cf. Buttmann, § 135,4), to call to oneself; to bid to come to oneself: τινα, a. properly: R G L); προσκαλεῖσθαι the Gentiles, aliens as they are from him, by inviting and drawing them, through the preaching of the gospel, unto fellowship with himself in the Messiah's kingdom, to call unto themselves (cf. Winer's Grammar, § 39,3) those preachers of the gospel to whom they have decided to intrust a service having reference to the extension of the gospel: followed by an infinitive indicating the purpose, εἰς τί, ὁ is for εἰς ὁ, according to that familiar Greek usage by which a preposition prefixed to the antecedent is not repeated before the relative; cf. Winer s Grammar, 421 f (393); (Buttmann, 342 (294))).
Greek Monotonic
προσκᾰλέω: μέλ. -έσω,
I. 1. καλώ, προσκαλώ, συγκεντρώνω, σε Θουκ. κ.λπ.
2. καλώ, επικαλούμαι, σε Σοφ.
II. 1. Μέσ. με Παθ. παρακ., καλώ κάποιον κοντά μου, προσκαλώ, καλώ σε βοήθειά μου, σε Ηρόδ., Αττ.· με διπλή αιτ., ὃ προσκέκλημαι αὐτούς, για το οποίο τους έχω καλέσει, σε Καινή Διαθήκη
2. στην Αττ., λέγεται για τον κατήγορο, εγκαλώ, ενάγω στο δικαστήριο, σε Αριστοφ. κ.λπ.· ὕβρεως, για εξύβριση, στον ίδ. — Παθ., εγκαλούμαι στο δικαστήριο, φόνου, με την κατηγορία του φόνου, σε Δημ. κ.λπ.· προσκληθεὶς δίκην εἰς Ἄρειον πάγον, εκλήθη ενώπιον του Αρείου Πάγου να δικαστεί, σε Αριστ.· ὁ προσκληθείς, το πρόσωπο που κλήθηκε στο δικαστήριο, σε Δημ.· ομοίως, ὁ προσκεκλημένος, σε Αριστοφ.
3. προσκαλώ ως μάρτυρα, σε Δημ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-καλέω erbij roepen, oproepen: met εἰς + acc., met acc. en acc. v. h. inw. obj.. τὸ ἔργον ὃ προσκέκλημαι αὐτούς de taak waartoe ik hen heb geroepen NT Act. Ap. 13.2. te hulp roepen, mobiliseren. jur. naar het gerecht roepen, d.w.z. als getuige oproepen, dagvaarden, aanklagen; met acc. v. h. inw. obj..; δίκην προσκαλέσασθαι aanklagen Lys. 21.19; met acc. van pers. en gen..; προσκαλοῦμαί σ ’... ὕβρεως ik klaag u aan voor overmoed Aristoph. Ve. 1417; met πρός + acc.. πρὸς τὸν πολέμαρχον bij de aanvoerder Lys. 23.2; π. εἰς δίκην δημοσίαν een publieke rechtszaak aanspannen Xen. Mem. 2.9.5; φασὶ... καὶ Πεισίστρατον ὑπομεῖναί ποτε προσκληθέντα εἰς Ἄρειον πάγον men zegt dat Pisistratus ook een keer een aanklacht voor de Areopaag heeft doorstaan Aristot. Pol. 1315b20.
Russian (Dvoretsky)
προσκᾰλέω: (чаще med.)
1) звать, призывать, вызывать (τινα Soph., Thuc., Plat. etc.; med.: τινα εἰς τὴν πολιτείαν Plut., εἰς μαρτυρίαν Dem. или μάρτυρα Plut.);
2) вызывать в суд, привлекать к судебной ответственности: προσκαλεῖσθαί τινα ὕβρεως Arph. подавать на кого-л. в суд за оскорбление; δίκην προσκαλέσασθαί τινος Lys. вызвать в суд по какому-л. делу; ὁ προσκληθείς Dem. ответчик.
Middle Liddell
fut. έσω
I. to call to, call on, summon, Thuc., etc.
2. to call on, invoke, Soph.
II. Mid., with perf. pass., to call to oneself, call to one, call to one's aid, Hdt., attic:—c. dupl. acc., ὃ προσκέκλημαι αὐτούς to which I have called them, NTest.
2. in attic, of an accuser, to cite or summon into court, Ar., etc.; ὕβρεως for an assault, Ar.:—Pass. to be summoned, φόνου on a charge of murder, Dem., etc.; προσκληθεὶς δίκην εἰς Ἄρειον πάγον to have one's cause called before the Areopagus, Arist.; ὁ προσκληθείς the party summoned, Dem.; so, ὁ προσκεκλημένος Ar.
3. to cite as witness, Dem.