σάρκινος

From LSJ
Revision as of 11:05, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σάρκῐνος Medium diacritics: σάρκινος Low diacritics: σάρκινος Capitals: ΣΑΡΚΙΝΟΣ
Transliteration A: sárkinos Transliteration B: sarkinos Transliteration C: sarkinos Beta Code: sa/rkinos

English (LSJ)

η, ον,

   A of or like flesh, fleshy, σ. ὄζος (v. ὄζος) σ. [μέρη] fleshy parts, such as the gums, Arist.HA 493a1; made of flesh (and blood), Id.EN1117b5; ἄνθρωποι θνατοὶ καὶ σ. Hipparch. ap. Stob.4.44.81, cf. Phld.D.3 Fr.6, Sign.34; σ. ἰχθῦς (opp. a dream) Theoc.21.66; τοῖς τὸ χρήσιμον καὶ σ. καὶ ὠφέλιμον [ἔχουσι τῶν λόγων] substantial, Plu.2.79c.    2 made of gut, σχοινία PLond.3.1177.169 (ii A.D.).    3 fleshly, of the flesh, Ep. Hebr.7.16, v.l. in Ep.Rom.7.14.    II fleshy, corpulent, Ar.Fr.711, Eup.387; σώματα Pl.Lg.906c.    III σάρκινος ἤτοι γυργαθός, perh. = σαργάνη 2, Edict.Diocl.32.18.

German (Pape)

[Seite 863] 1) von Fleisch, fleischern, Plat. Legg. X, 906 c. – 2) fleischig, wohlbeleibt; Arist. eth. 3, 12; Pol. 39, 2, 7.

Greek (Liddell-Scott)

σάρκῐνος: -η, -ον, (σὰρξ) ὁ ἐκ σαρκὸς ἢ ὅμοιος πρὸς σάρκα, σαρκώδης, κρεάτινος, σ. ὄζος (ἴδε ἐν λέξ. ὄζος)· σ. μόρια, σαρκώδη μέρη, οἷονγλῶσσα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 12· ἄνθρωποι θνητοὶ καὶ σ. Ἵππαρχ. παρὰ Στοβ. 573. 40· σ. ἰχθὺς (κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς ὄνειρον), Θεόκρ. 21. 66· τὸ σ. τῶν λόγων, ἡ πραγματικὴ ἢ ὑλικὴ αὐτῶν σπουδαιότης καὶ σημασία, Πλούτ. 2. 79C. - Ἐπίρρ. -νως, Κλήμ. Ἀλ. 938, Ὠριγέν., κτλ. 2) = σαρκικὸς ΙΙ, Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ζ΄, 16, Ἐκκλ. ΙΙ. ὁ πολλὴν ἔχων σάρκα, πολύσαρκος, «σωματώδης», Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 504, Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 100· σώματα Πλάτ. Νόμ. 906C· πύκται Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 9, 3.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
1 de chair;
2 rempli de chair, charnu.
Étymologie: σάρξ.

English (Strong)

from σάρξ; similar to flesh, i.e. (by analogy) soft: fleshly.

English (Thayer)

σαρκίνη, σάρκινον (σάρξ) (Aristophanes, Plato, Aristotle, others), fleshy, Latin carneus, i. e.
1. consisting of flesh, composed of flesh (for proparoxytones ending in (ινος generally denote the material of which a thing is made, cf. Fritzsche, Ep. ad Romans , ii., p. 46f; (Donaldson, New Crat. § 258)); Vulg. carnalis: opposed to λίθινος, σάρκινος ἰχθύς, opposed to a fish of gold which has been dreamed of, Theocritus, id. 21,66; the word is also found in Plato, Aristotle, Theophrastus, Plutarch; the Sept., others).
2. pertaining to the body (as earthly and perishable material, opposed to ζωή ἀκατάλυτος): G L T Tr WH (see σαρκικός, 2).
3. it is used where σαρκικός might have been expected: viz. by G L T Tr WH in σαρκικός and σάρκινος indiscriminately, we must suppose that σάρκινος expresses the idea of σαρκικός with an emphasis: wholly given up to the flesh, rooted in the flesh as it were. Cf. Winer's Grammar, § 16,3 γ.; Fritzsche as above; Reiche, Critical Commentary on the N. T., i., p. 138ff; Holsten, Zum Evang. des Paulus u. Petrus, p. 397ff. (Rostock, 1887); (Trench, Synonyms, § lxxii.).

Greek Monolingual

-η, -ο / σάρκινος, -ίνη, -ον, ΝΜΑ
αυτός που αποτελείται από σάρκα ή ο όμοιος με σάρκα, ο σαρκώδης («καὶ τὸ μὲν διφυὲς τοῡ στόματος παρίσθμιον, τὸ δὲ πολυφυὲς οὖλον σάρκινα δὲ ταῡτα», Αριστοτ.)
μσν.
φρ. «σάρκινος ἤτοι γυργαθός»
πιθ. καλάθι, σαργάνη
αρχ.
1. (για τον άνθρωπο) κατασκευασμένος από σάρκα (ἄνθρωποι θνατοὶ καὶ σάρκινοι», Ίππαρχ.)
2. ο φτειαγμένος από εντεριώνη («σάρκινα σχοινία», πάπ.)
3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σώμα, ο σαρκικός
4. πολύσαρκος, σωματώδης («ἐν μὲν σαρκίνοις σώμασι νόσημα καλούμενον [τὴν πλεονεξίαν]», Πλάτ.)
5. φρ. α) «ὁ σάρκινος ἰχθύς» — ψάρι που έχει σάρκα και οστά, που είναι πραγματικό (Θεόκρ.)
β. «τὸ σάρκινον τῶν λόγων» — η πραγματική σπουδαιότητα και σημασία τών λόγων.
επίρρ...
σαρκίνως Α
με σαρκικό τρόπο, σαρκικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος, ξύλ-ινος)].

Greek Monotonic

σάρκῐνος: -η, -ον (σάρξ),
I. 1. αποτελούμενος από σάρκα, αυτός που βρίσκεται μέσα στη σάρκα, κρεάτινος, σαρκώδης, σε Θεόκρ.
2. = σαρκικός, αντίθ. προς πνευματικός, σε Καινή Διαθήκη
II. εύσαρκος, σωματώδης, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

σάρκῐνος:
1) мясистый (μόρια Arst.);
2) состоящий из плоти, плотский (σώματα Plat.);
3) крупный, тяжелый (ἰχθύς Theocr.; ὄγκος Sext.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σάρκινος -η -ον [σάρξ] van vlees, vlezig:; ἐν σαρκίνοις σώμασι in lichamen van vlees en bloed Plat. Lg. 906c; overdr.. σάρκινοι (tegenover πνευματικοί geestelijk) mensen van deze wereld NT 1 Cor. 3.1.

Middle Liddell

σάρκῐνος, η, ον σάρξ
I. of flesh, in the flesh, Theocr.
2. = σαρκικός, opp. to πνευματικός, NTest.
II. fleshy, corpulent, Plat.