σπερματικός

From LSJ
Revision as of 11:55, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπερμᾰτικός Medium diacritics: σπερματικός Low diacritics: σπερματικός Capitals: ΣΠΕΡΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: spermatikós Transliteration B: spermatikos Transliteration C: spermatikos Beta Code: spermatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for seed or generation, seminal, πόροι, ὄργανα, Arist.GA716b17, 717a12; περίττωμα ib.717a30; ἀπόκρισις Id.PA681b35; fruitful in seed, ζῷον Thphr.CP1.16.4; σ. γένεσις from seed, ib.1.2.1; τὸ -κόν the seed-vessel, Id.HP6.4.3.    b capable of procreating, Arist.Pr.876b38, GA750a13; δυνάμεις Sor.1.41; πόρος, of the Fallopian tubes, Herophil. ap. Gal.4.597; τὸ σ. the procreative faculty, Zeno Stoic.1.39, cf. Stoic.2.258.    2 metaph., generative, esp. in Stoic Philosophy, σ. λόγοι generative principles, v. λόγος 111.7b: in Arith., ἡ δυὰς σ. Iamb.in Nic.p.31 P., al. Adv. -κῶς Theol.Ar.3,4.    II general, summary, Ulp.ad D.9 init., Syrian. in Hermog.2.91 R. Adv. -κῶς, [εἴρηται] Gal.7.764.

German (Pape)

[Seite 920] zum Saamen gehörig; auch, wie der Saame die künftige Frucht, die Grundstoffe oder Elemente andrer Dinge, die Begriffe in sich enthaltend. Bei den Stoikern sind σπερματικοὶ λόγοι gewisse, in der Materie enthaltene Bildungsstoffe, D. L. 7, 148, M. Ant. 4, 14. 21. – Adv.; σπερματικῶς λέγειν, im Vorbeigehen, kurz, gleichsam hingeworfen sprechen, Clem. Al.; = δυνάμει, Nicom. arithm. 2, 6.

Greek (Liddell-Scott)

σπερμᾰτικός: -ή, -όν, (σπέρμα) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ σπέρμα ἢ εἰς τὴν γονιμοποίησιν, πόροι, ὄργανα Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 3, 2., 1. 4, 1· περίττωμα αὐτόθι 7· ζῷα αὐτόθι 1. 19, 16· ἀπόκρισις ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 5, 55· ἔχων πολὺ σπέρμα, ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 1. 19, 16, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 16, 4· σπ. γένεσις, ἡ ἐκ σπέρματος ἢ σπόρου, αὐτόθι 1. 2, 1. β) ἱκανὸς νὰ παραγάγῃ, νὰ γεννήσῃ, Ἀριστ. Προβλ. 4. 4, πρβλ. π. Ζ. Γεν. 3. 1, 13. 2) μεταφορ., ὁ περιέχων τὰ στοιχεῖα τῶν πραγμάτων, ὅθεν ἐν τῇ Στωϊκῇ φιλοσοφίᾳ, σπ. λόγοι, νόμοι τινὲς τῆς γενέσεως περιεχόμενοι ἐν τῇ ὕλῃ Διογ. Λ. 7. 148, Πλούτ. 2. 637Α, Ritter’s Ἱστ. τῆς Φιλοσ. 3, σ. 528· ― Ἐπίρρ., σπερματικῶς λέγειν Κλήμ. Ἀλ. 308. ΙΙΙ. ὅμοιος πρὸς σπέρμα ἢ σπόρον, διεσπαρμένος, Ulpian. εἰς Δημ. 9. 6, (Ρήτορες) Walz 4. 414.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 capable d’engendrer, de procréer ; τὸ σπερματικόν PLUT le pouvoir d’engendrer;
2 fig. qui contient le germe ou le principe d’une chose ; particul. dans le langage des stoïciens σπερματικοὶ λόγοι les raisons qui révèlent dans la matière une intelligence créatrice, lois de la génération.
Étymologie: σπέρμα.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σπερματικός, -ή, -όν, ΝΜΑ σπέρμα, -ατος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σπέρμα («σπερματικά ὄργανα». Αριστοτ.)
2. φρ. α) «σπερματικός λόγος»
(στη στωική φιλοσ.) γενετική αρχή, δύναμη και ουσία μέσω της οποίας και από την οποία γεννιούνται τα πάντα
β) «σπερματικοί λόγοι»
(στη στωική φιλοσ. και στη θεολ.) οι νόμοι που εκπορεύονται από τη θεότητα και κατευθύνουν τη δημιουργική ενέργεια της ύλης
νεοελλ.
1. (για ανατομικό σχηματισμό) αυτός που σχετίζεται με την παραγωγή ή τη μεταφορά του σπέρματος (α. «σπερματικές αρτηρίες» — αρτηρίες του όρχεως και της επιδιδυμίδας που εκφύονται από την πρόσθια επιφάνεια της αορτής
β. «σπερματικές φλέβες» — φλέβες του όρχεως και της επιδιδυμίδας
γ. «σπερματικό υγρό» — το σπέρμα τών αρσενικών ζώων και του άνδρα
δ. «σπερματικός τόνος» — ο μίσχος από τον οποίο κρέμεται ο όρχης και η επιδιδυμίδα
ε. «σπερματική λήκυθος» το ανευρυνόμενο κυστικό τμήμα του σπερματικού πόρου
στ. «σπερματικός πόρος» — ο εκφορητικός πόρος του όρχεως από τον οποίο διοχετεύεται το σπερματικό υγρό
ζ. «σπερματικά σωληνάρια» — τα τριχοειδή σωληνάρια τών ορχικών λοβών στα εσωτερικά τοιχώματα τών οποίων γίνεται η σπερματογένεση)
2. φρ. α) «σπερματικό κυστίδιο»
(συγκριτ. ανατ.) καθένας από τους δύο σακοειδείς αδένες που εκκρίνουν το υγρό περιεχόμενό τους στους σπερματικούς πόρους του αρσενικού το οποίο αποτελεί το 40-80% τών υγρών που εκκρίνονται κατά την εσκσπερμάτιση
β) «σπερματικές οδοί»
ανατ. η διαδρομή που ακολουθούν τα σπερματοζωάρια για να φθάσουν στην ουρήθρα
γ) «σπερματικός ιστός»
ζωολ. ειδικός ιστός τών αραχνών που υφαίνεται από το αρσενικό άτομο όταν πλησιάζει η στιγμή της σύζευξής του με το θηλυκό
δ) «σπερματικός υποδοχέας»
ζωολ. η σπερματοθήκη
ε) «σπερματική βλάστη»
βοτ. όρος που αναφέρεται στα σπερματόφυτα και χρησιμοποιείται για να δηλώσει διαφοροποιημένη δομή που αποτελείται από τον θηλυκό γαμέτη και τον προστατευτικό και θρεπτικό του ιστό, η οποία μετά τη γονιμοποίηση μετατρέπεται σε σπέρμα, αλλ. σπερμοβλάστη ή σπερματοβλάστη
στ) «ανάτροπη σπερματική βλάστη»
βοτ. η σπερματική βλάστη που είναι περιεστραμμένη κατά 180° έτσι ώστε η μικροπύλη να βρίσκεται απέναντι από τον πλακούντα
ζ) «καμπυλότροπη σπερματική βλάστη»
βοτ. η σπερματική βλάστη που είναι κατά τέτοιο τρόπο προσανατολισμένη ώστε να σχηματίζει γωνία με τον ιμάντα
η) «ορθότροπη σπερματική βλάστη»
βοτ. η σπερματική βλάστη που είναι σε όρθια θέση
θ) «σπερματικός πυρήνας»
βοτ. ωοειδής μάζα κυττάρων που είναι μέσα στη σπερματοβλάστη και περιέχει μεγάλη ποσότητα αποταμιευτικών θρεπτικών ουσιών
αρχ.
1. ο ικανός να παράγει, να γεννά («τὸ δὲ σπερματικὸν ζῷον δεῑ θερμὸν καὶ ὑγρὸν εἶναι», Αριστοτ.)
2. (για φυτά) αυτός που πολλαπλασιάζεται με σπορά
3. μτφ. (για λόγο ή κείμενο) περιληπτικός, αυτός που εκφράζεται στα κύρια σημεία του
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ σπερματικόν
η δύναμη της γονιμοποίησης.
επίρρ...
σπερματικώς / σπερματικῶς ΝΜΑ
με σπέρμα
μσν.-αρχ.
1. γενετικώς, παραγωγικά
2. σποραδικά.

Russian (Dvoretsky)

σπερμᾰτικός:
1) семенной (ὄργανα Arst.): περίττωμα σπερματικόν Arst. выделение семени;
2) выделяющий семя (ζῷα Arst.);
3) филос. сперматический, образовательный: λόγοι σπερματικοί Plut., Diog. L. (в философии стоиков) сперматические начала (содержащиеся в первичной материи принципы образования вещей).