ταλαίπωρος
Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott
English (LSJ)
ον,
A suffering, distressed, miserable, Θῆβαι Pi.Fr.197; βροτοί A.Pr.233; ὦ ταλαίπωρ' ib.317, cf.595 (lyr.), 623, S.OC14, etc.; ἀνδρῶν γένος Id.Fr.945; τ. ἄρα τις σύ γε Pl.Euthd.302b; τὸ τ. hardihood, Ar.Nu.414; a hard life, Hp.Aër.19. Adv. -ρως Ar.Ec.54, Th. 3.4. 2 of things, τ. βίος S.OC91; πράγματα Ar.Av.135; πάθος Alex.144; ταλαιπωρότερον οὐδέν ἐστι . . τῆς γαστρός Diph.60.3.
German (Pape)
[Seite 1064] (eigtl. viell. = ταλαπείριος), schwere, mühselige Arbeiten ertragend, sowohl körperliche Anstrengung aushaltend, als Mühsal, Drangsal, Elend erduldend, mühselig, unglücklich; Θῆβαι, Pind. frg. 210; βροτοί, Aesch. Prom. 231. 598. 626; Soph. O. C. 14 u. öfter; βίος, 91; Eur. auch gew. von Menschen, πόλις Troad. 1276, Ἑλλάς I. T. 370; ταλαίπωρα πράγματα, Ar. Av. 135; adv., πάνυ ταλαιπώρως παρέδυν, mit Mühe, Eccl. 54; so auch Thuc. 3, 4; Plat. Euthyd. 302 b.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰλαίπωρος: -ον, πιθαν. τύπος ἰσοδύναμος τῷ ταλαπείριος, πάσχων, ἐν δυστυχίᾳ διατελῶν, ἄθλιος, ἐλεεινός, Θῆβαι Πινδ. Ἀποσπ. 210· βροτοὶ Αἰσχύλ. Πρ. 231· ὦ ταλαίπωρ’ αὐτόθι 315, πρβλ. 595, 623, Σοφ. Ο. Κ. 14, κλπ. κλπ.· ἀνδρῶν γένος ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 682· ταλ. ἄρα τις σύ γε Πλάτ. Εὐθύδ. 302Β. - Ἐπίρρ. -ρως, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 54, Θουκ. 3. 4. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ταλ. βίος Σοφ. Ο. Κ. 91· ὦ ταλαίπωρα πράγματα Ἀριστοφ. Ὄρν. 135· τοῦ ταλαιπώρου πάθους Ἄλεξις ἐν «Μανδραγοριζομένῃ» 5· ταλαιπωρότερον οὐδέν ἐστι... τῆς γαστρὸς Δίφιλος ἐν «Παρασίτῳ» 1. 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui éprouve une souffrance physique ou morale, malheureux, misérable.
Étymologie: τλάω, πῶρος.
English (Strong)
from the base of τάλαντον and a derivative of the base of πεῖρα; enduring trial, i.e. miserable: wretched.
English (Thayer)
ταλαίπωρον (from ΤΑΛΑΩ, ΤΛΑΩ, to bear, undergo, and πῶρος a callus (others, πῶρος, but cf. Suidas (edited by Gaisf.), p. 3490c. and note; others connect the word with περάω, πειράω, cf. Curtius, § 466)), enduring toils and troubles; afflicted, wretched": Pindar), Tragg., Aristophanes, Demosthenes, Polybius, Aesop, others.)
Greek Monolingual
-η, -ο / ταλαίπωρος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που υποφέρει, που υφίσταται πολλά, βασανισμένος, κακοπαθημένος
2. κακόμοιρος, δυστυχισμένος, δύστυχος
αρχ.
1. αυτός που υφίσταται βαριές και επίπονες εργασίες
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ταλαίπωρον
α) σκληρότητα
β) βίος γεμάτος μόχθους.
επίρρ...
ταλαιπώρως Α
με ταλαιπωρίες, με κόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. λ. της οποίας το α' συνθετικό προέρχεται από το επίθ. τάλας, ενώ το β' συνθετικό έχει συνδεθεί με κάποιους τ. που απαντούν στα λεξικά (πρβλ. πωρεῖν
κηδεύειν, πενθεῖν, πωρῆσαι
λυπῆσαι, πωρητύς
ταλαιπωρία, πωρός
ὁ ταλαίπωρος, βλ. πωρῶ [Ι], πωρός [Ι]) και οι οποίοι πιθ. συνδέονται με τις λ. πηρός και πήμα. Προβλήματα γεννά η μορφή ταλαι- του α' συνθετικού, αντί του αναμενόμενου ταλα- (βλ. λ. τάλας), η οποία συνήθως ερμηνεύται ως αναλογική προς την επιρρμ. κατάλ. -αι τών καταί, παραί, χαμαί].
Greek Monotonic
τᾰλαίπωρος: -ον, πιθ., τύπος ισοδυν. του ταλαπείριος,
1. αυτός που υποφέρει, δυστυχισμένος, σε Αισχύλ. κ.λπ.· επίρρ. ταλαιπώρως, σε Θουκ.
2. λέγεται για πράγματα, ταλαίπωρος βίος, σε Σοφ.· ταλαίπωρα πράγματα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
τᾰλαίπωρος: многострадальный, несчастный (βροτοί Aesch.; βίος Soph.; πόλις Eur.; πράγματα Arph.).
Middle Liddell
τᾰλαί-πωρος, ον, [prob. a form of ταλαπείριος
1. suffering, miserable, Aesch., etc.:—adv. -ρως, Thuc.
2. of things, τ. βίος Soph.; πράγματα Ar.
Frisk Etymology German
ταλαίπωρος: {talaípōros}
Meaning: ‘Mühsal od. Drangsal erduldend, geplagt, unglücklich’ (A. Pr., S., Ar., Pl., D. u.a.); τὸ ταλαίπωρον Ausdauer, Anstrengung, Abhärtung (Hp., Ar., D. H., App.)
Composita : mit dem Bahuvrihi ἀταλαίπωρος ohne Ausdauer, der Anstrengung abgeneigt, schlaff (Hp., Th., Ar. u.a.).
Derivative: Davon ταλαιπωρικός ausdauernd, abgehärtet (Gal.), -ία, ion. -ίη, oft pl., f. Anstrengung, Arbeit, ἐνέργεια (Hp.), Anstrengung, Mühsal, Leiden (Hdt., att.), -έω, -έομαι sich anstrengen, sich abmühen, leiden (ion. att.), Akt. vereinzelt auch trans. plagen, quälen (Isok., D. C.), mit -ησις, -ημα (sp,); -ίζω = -έω (Phld., Sm.) mit -ισμός (Phld.).
Etymology : Zur Bed. von ταλαίπωρος usw. Frisk Eranos 29, 87ff. (Kl. Schr. 295ff.). Zur Form des Vorderglieds ταλαι- (= ταλα-, s. d.) s. Schwyzer 448; Zus. 2 m. Lit. Das Hinterglied stimmt zu einigen fast nur lexik. (H., Suid.) überlieferten Wörtern, die mit πῆμα, πηρός verbunden worden sind (WP. 2, 8): πωρεῖν· κηδεύειν, πενθεῖν (eleisch nach Suid. u.a.), πωρῆσαι· λυπῆσαι, πωρητύς· ταλαιπωρία, πένθος (auch Antim.), πῶρος· ὁ ταλαίπωρος; aber πωρός· τυφλός, πώρωσις· τύφλωσις Suid. von πῶρος Tuffstein, -όω verhärten, verstocken, mit Blindheit schlagen. Dagegen nach Persson Beitr. 2, 673 (mit van Blankenstein und Fraenkel) und Schwyzer Zum persönl. Agens (BerlAkAbh. 1942: 10) 10 A. 1 zu einem germ. Wort für Gefahr in ahd. fāra f. Gefahr, Nachstellung, ags. fǣr m. Gefahr, Schrecken, awno. fār n. Schade, Hinterlist u.a., urg. *fēr- (WP. 2, 29, Pok. 818, W.-Hofmann s. perīculum m. weiteren hypothetischen Kombinationen).
Page 2,846-847