ἀνώτερος

From LSJ
Revision as of 13:05, 3 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (cc1)

οὐδὲν γάρ ἐστι κεκαλυμμένον ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται → there is nothing hidden that will not be revealed, there is nothing concealed that will not be revealed, there is nothing covered that shall not be revealed, there is nothing covered that won't be uncovered

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνώτερος Medium diacritics: ἀνώτερος Low diacritics: ανώτερος Capitals: ΑΝΩΤΕΡΟΣ
Transliteration A: anṓteros Transliteration B: anōteros Transliteration C: anoteros Beta Code: a)nw/teros

English (LSJ)

α, ον, Comp. Adj. from ἄνω (B),

   A upper, higher, Arist.HA 496b35, D.H.Rh.1.1, Luc.Asin.9; ἐπιβουλῆς ἀ. γέγονεν got the better of, Nic.Dem.p.25 D.; neut. as Adv., Arist.HA503b18; above, LXX Le.11.21; earlier in a book, Ep.Hebr.10.8, cf. Plb.3.1.1; to a higher place, Ev.Luc.14.10. Adv. ἀνωτέρω, v. ἄνω.

German (Pape)

[Seite 269] der Obere, Arist. H. A. 2, 11 Pol.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνώτερος: -α, -ον, συγρ. ἐπίθ. ἐσχηματισμένον ἐκ τοῦ ἄνω, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 17, 13· -ον ὡς ἐπίρρ., αὐτόθι 2. 11, 9: - Ἐπίρρ. ἀνωτέρω· ἴδε ἐν λ. ἄνω.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
plus haut, supérieur.
Étymologie: ἄνω.

Spanish (DGE)

-ον
adj. compar. de ἄνω
I 1más elevado ὁ δεξιός (νεφρός) Arist.HA 497a1
de pers. más alto Luc.Asin.9.
2 triunfador τῆς ἐπιβουλῆς ἀνώτερος γέγονεν triunfó sobre el complot Nic.Dam.Vit.Caes.34, ποιήσει ... ναυαγίων ἀνώτερον superará los naufragios Dionysius en Wien.Stud. 20.31.
II adv. -τερον
1 hacia arriba προσανάβηθι ἀνώτερον Eu.Luc.14.10.
2 más arriba como prep. κεῖται ... ὁ ἐγκέφαλος ἀνώτερον ... τῶν ὀφθαλμῶν Arist.HA 503b18, ἀ. τῶν ποδῶν LXX Le.11.21.
3 más en el interior ἀπὸ θαλάττης ἀνώτερον Scyl.Per.100.
4 antes en un texto o discurso ἀνώτερον λέγων Ep.Hebr.10.8, cf. Plb.3.1.1.
5 en términos más generales ἀνώτερον ἐπιζητεῖν Arist.EN 1155b2.

English (Strong)

comparative degree of ἄνω; upper, i.e. (neuter as adverb) to a more conspicuous place, in a former part of the book: above, higher.

English (Thayer)

ἀνωτερα, ἀνώτερον (comparitive from ἄνω, cf. κατώτερος, see Winer s Grammar, § 11,2c.; (Buttmann, 28 (24 f))), higher. The neuter ἀνώτερον as adverb, higher;
a. of motion, to a higher place, (up higher): in a higher place, above i. e. in the immediately preceding part of the passage quoted, Hob. 10:8. Similarly Polybius 3,1, 1 τρίτῃ ἀνώτερον βίβλῳ. (In Leviticus 11:21, with a genitive.)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνώτερος, -α, -ον)
υψηλότερος, υπέρτερος
νεοελλ.
1. αυτός που βρίσκεται σε υψηλότερη διαβάθμιση ή κατέχει υψηλότερο αξίωμα από άλλους
2. φρ. α) «ανώτερος άνθρωπος» — αξιόλογος, εκλεκτός, ολοκληρωμένος ηθικά και πνευματικά
β) «ανώτερος χρημάτων» — αυτός που δεν δελεάζεται από χρηματικό κέρδος, αφιλοχρήματος
γ) «ανωτέρα διαταγή» — αυτή που προέρχεται από υψηλή δημόσια αρχή
δ) «ανωτέρα βία, δύναμη» — αυτή που δεν μπορεί να υπερνικήσει κάποιος
ε) «και σ' ανώτερα» — ευχή για μεγαλύτερη επιτυχία (που λέγεται και ειρωνικά σε αντίθετη περίπτωση)
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται ψηλά
2. αυτός που αναφέρεται σε κάποιο βιβλίο ή σύγγραμμα πριν από κάτι άλλο
3. αυτός που βρίσκεται σε ψηλότερο τόπο.

Greek Monotonic

ἀνώτερος: -α, -ον, συγκρ. επίθ. σχημ. από το ἄνω, ψηλότερος, σε Αριστ.· επίρρ. ἀνωτέρω, βλ. ἄνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνώτερος: более высокий, высший Arst.

Middle Liddell

[ἄνω]
higher, Arist.

Chinese

原文音譯:¢nèteroj 安挪帖羅士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:(更多)向上 相當於: (עַל‎ / עַל־כֵּן‎ / עַל־מוּת‎)
字義溯源:較高的,在上,上,以上,在前面,以前,到上邊;源自(ἄνω / ἀνεγκλησία)=上面);而 (ἄνω / ἀνεγκλησία)出自(ἀντί)*=相對,代替,交換)
出現次數:總共(2);路(1);來(1)
譯字彙編
1) 在前面(1) 來10:8;
2) 上(1) 路14:10