εὐχωλή

From LSJ
Revision as of 17:20, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐχωλή Medium diacritics: εὐχωλή Low diacritics: ευχωλή Capitals: ΕΥΧΩΛΗ
Transliteration A: euchōlḗ Transliteration B: euchōlē Transliteration C: efcholi Beta Code: eu)xwlh/

English (LSJ)

ἡ, (εὔχομαι) Ep. form of εὐχή,

   A prayer, vow, οὔτ' ἄρ' ὅγ' εὐχωλῆς ἐπιμέμφεται οὔθ' ἑκατόμβης Il.1.93, cf. 65; θυέεσσι καὶ εὐχωλῇς ἀγανῇσι 9.499, cf. Od.13.357; εὐχωλέων οὐκ ἔκλυε Φοῖβος Hes.Sc.68; also in Inscr.Cypr.94 H. and Ion. Prose, Hdt.2.63, Protag.A 1 Diels, Luc.Syr.D.28, 29.    2 votive offering, Sammelb.1719, al.    II boast, vaunt, πῇ ἔβαν εὐχωλαί, ὅτε δὴ φάμεν εἶναι ἄριστοι Il.8.229; shout of triumph, ἔνθα δ' ἅμ' οἰμωγή τε καὶ εὐχωλὴ πέλεν ἀνδρῶν 4.450.    2 object of boasting, glory, κὰδ δέ κεν εὐχωλὴν Πριάμῳ καὶ Τρωσὶ λίποιεν Ἀργείην Ἑλένην 2.160, cf. 4.173; ὅ μοι… εὐ. κατὰ ἄστυ πελέσκεο 22.433.

German (Pape)

[Seite 1110] ἡ (εὔχομαι), 1) das Gelübde, οὔτ' ἄρ' ὅγ' εὐχωλῆς ἐπιμέμφεται οὔθ' ἑκατόμβης, Il. 1, 65. 93; Pind. frg. 87; εὐχωλὰς ἐπιτελέειν Her. 2, 63; das Gebet, Flehen, θυέεσσι καὶ εὐχωλῇς ἀγανῇσιν Il. 9, 499; Od. 13, 358; ἀλλά οἱ εὐχωλέων οὐκ ἔκλυε Φοῖβος Hes. Sc. 68; sp. D., wie Antiphil. 5 (VI, 199); auch Luc. Dea Syr., εὐχωλὴν ποιέεται ἐς ἕκαστον, betet für Jeden, 29, τῶν εὐχωλέων ἐπαΐειν 28. – 2) das Rühmen, Prahlen, πῇ ἔβαν εὐχωλαὶ ὅτε δὴ φάμεν εἶναι ἄριστοι Il. 8, 229. – Jubel, Siegesruf, Ggstz οἰμωγή, Il. 8, 64; – der Gegenstand des Ruhmes, κὰδ δέ κεν εὐχωλὴν Πριάμῳ λίποιεν Ἑλένην Il. 4, 173; τέκνον, ὅ μοι εὐχωλὴ κατὰ ἄστυ πελέσκετο, πᾶσί τ' ὄνειαρ 22, 433.

Greek (Liddell-Scott)

εὐχωλή: ἡ, (εὔχομαι) Ἐπικ. τύπος τοῦ εὐχή, προσευχή, «τάξιμον», οὔτ’ ἄρ’ ὅγ’ εὐχωλῆς ἐπιμέμφεται οὔθ’ ἑκατόμβης Ἰλ. Α. 65, 93· θυέεσσι καὶ εὐχωλῇς ἀγανῇσιν Ι. 499, Ὀδ. Ν. 357· εὐχωλέων οὐκ ἔκλυε Φοῖβος Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 68· ὡσαύτως παρ’ Ἴωσι πεζολόγοις, πρβλ. εὐχωλιμαῖος καὶ ἴδε Πρωταγ. παρὰ Διογ. Λ. 9. 53, Λουκ. π. τῆς Συρ. Θεοῦ 28. 29 ΙΙ. καύχησις μεγαλαυχία, κομπορρημοσύνη, πῇ ἔβαν εὐχωλαί, ὅτε δὴ φάμεν εἶναι ἄριστοι Ἰλ. Θ. 229· κραυγὴ θριάμβου, ἔνθ’ ἅμ’ οἰμωγὴ καὶ εὐχωλή πέλεν ἀνδρῶν Δ. 450, Θ. 64. 2) ἀφορμὴ καυχήσεως, καύχημα, κὰδ δέ κεν εὐχωλὴν Πριάμῳ καὶ Τρωσὶ λίποιεν Ἀργείην Ἐλένην Ἰλ. Β. 160, πρβλ. Δ. 173· ὅ μοι… εὐχ. κατὰ ἄστυ πελέσκεο Χ. 433.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 vœu, prière;
2 jactance, parole orgueilleuse ; particul. chant de triomphe ; p. ext. sujet d’orgueil.
Étymologie: εὔχομαι.

English (Autenrieth)

(εὔχομαι): (1) prayer, vow, Od. 13.357, Il. 1.65.—(2) boast, exultation, shout of triumph, Il. 4.450, Il. 8.229, Il. 2.160; ‘my pride,’ Il. 22.433.

Greek Monolingual

εὐχωλή, ἡ (Α)
(επικ. τ.)
1. ευχή, δέηση, τάξιμο, υπόσχεση για θυσία ή αφιέρωση
2. μεγαλαυχία, κομπορρημοσύνη
3. αιτία για καυχησιολογία, καμάρι
4. θριαμβευτική επιφώνηση («εὐχωλὴ πέλεν ἀνδρῶν ὀλλύντων τε καὶ ὀλλυμένων», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευχ-ωλή < εύχομαι. Για την κατάλ. -ωλή (< ΙΕ -lο-) βλ. -ηλός].

Greek Monotonic

εὐχωλή: ἡ (εὔχομαι), Επικ. τύπος του εὐχή·
I. προσευχή, τάμα, υπόσχεση, σε Όμηρ.
II. 1. καυχησιολογία, κομπασμός, σε Ομήρ. Ιλ.· ιαχή, κραυγή θριάμβου, στο ίδ.
2. αφορμή καυχησιολογίας, καύχημα, ἔπαινος, κὰδ δέ κεν εὐχωλὴν Πριάμῳ λίποιεν Ἑλένην, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

εὐχωλή:
1) молитва, мольба (εὐχωλέων κλύειν Hes.): εὐχωλῇς τοὺς θεοὺς παρατρωπᾶν Hom. умилостивлять богов молитвами; εὐχωλὴν ποιεῖσθαι ἔς τινα Luc. молиться за кого-л.;
2) (молитвенный) обет (εὐχωλὰς ἐπιτελέειν Her.);
3) хвастовство, похвальба: πῆ ἔβαν εὐχωλαί; Hom. куда девались (ваши) хвастливые речи?;
4) победный крик (οἰμωγή τε καὶ εὐ. ἀνδρῶν Hom.);
5) слава, гордость: ὅ μοι εὐ. κατὰ ἄστυ πελέσκεο Hom. (ты), который был моей гордостью в городе (Илионе).

Middle Liddell

εὐχωλή, ἡ, εὔχομαι [epic form of εὐχή
I. a prayer, vow, Hom.
II. a boast, vaunt, Il.: a shout of triumph, Il.
2. an object of boasting, a boast, glory, κὰδ δέ κεν εὐχωλὴν Πριάμῳ λίποιεν Ἑλένην Il.