τυρός
οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; οὐχ ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριὰμ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος καὶ Ἰωσὴφ καὶ Σίμων καὶ Ἰούδας; → “Isn't he the carpenter's son? Isn't his mother's name Mary, and aren't his brothers Jacob and Joseph and Shimon and Judah? (Matthew 13:55)
English (LSJ)
ὁ, A cheese, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν Il.11.639; οὐκ ἐπιδευὴς τυροῦ Od.4.88; τ. ἐξ Ἀχαΐης Semon.23; τ. Σικελικός Ar.V.896, etc.; for Sicilian cheese, cf. Hermipp.63.9, Antiph.236, Philem.76: pl., PCair.Zen.110.25 (iii B. C.), al. 2 ὁ χλωρὸς τ. the fresh cheese, hence the cheese-market, Lys.23.6.—Cf. βούτυρον.
German (Pape)
[Seite 1165] ὁ, Käse; Od. 4, 88. 9, 219; ὀπίας, Eur. Cycl. 136, u. oft; χλωρός, Ar. Ran. 959, wie Lys. 23, 6 (Käsemarkt, wie sonst οἱ τυροί); u. oft bei Athen.
Greek (Liddell-Scott)
τῡρός: -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «τυρί», ἐπὶ δ’ αἴγειον κνῇ τυρὸν Ἰλ. Λ. 639· οὐκ ἐπιδευὴς τυροῦ Ὀδ. Δ. 88· τυρὸς ἐξ Ἀχαιΐας Σιμωνίδης Ἀμοργ. 21· τ. Σικελικὸς Ἀριστοφ. Σφ. 896, κλπ.· περὶ τοῦ Σικελικοῦ τυροῦ πρβλ. Ἕρμιππ. ἐν «Φορμοφόροις» 1. 9, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 11, Φιλήμονα ἐν «Σικελικῷ» 2· ἴδε καὶ ὀπίας, χλωρὸς ΙΙΙ. 2) ὁ τυρός, τὸ μέρος τῆς ἀγορᾶς ἔνθα ἐπωλεῖτο ὁ τυρός, Λυσί. 167, 8. ― Πρβλ. βούτυρον. [ῡ, ὡς καὶ ἐν πᾶσι τοῖς παραγώγοις καὶ τοῖς συνθέτοις, Δράκων 88. 24, Schweigh εἰς Ἀθήν. 27F].
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 fromage;
2 marché aux fromages.
Étymologie: DELG avest. tuiri « lait caillé », indien tura « fromage ».
Spanish
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
το τυρί
νεοελλ.
φρ. «μεταξύ τυρού και αχλαδιού»
α) κατά το επιδόρπιο
β) συνεκδ. παρεπιπτόντως
αρχ.
1. το μέρος της αγοράς όπου πωλούσαν τυρί
2. φρ. «χλωρὸς τυρός» — νωπό τυρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. τυρός (< τυρ-ψος) είναι ινδοευρωπαϊκής προέλευσης και συνδέεται με τα: αβεστ. tūiri- «πηγμένο γάλα» και tuirya- «τυρί» και μέσο ινδ. tūra «τυρί». Η λ. μαρτυρείται ήδη στη Μυκηναϊκή: turoq.
ΠΑΡ. τυρεύω, τυρί(ον), τυρώδης
αρχ.
τυράσιον, τυρίδιον, τυρίσκος, τυρόεις, τυρώ (Ι), τυρώ (ΙΙ)
μσν.- νεοελλ.
Τυρινή.
ΣΥΝΘ. (Α΄ συνθετικό) τυροκομώ, τυροποιός, τυροπώλης, τυροτρύπτης, τυροφάγος
αρχ.
τυρόλφιτον, τυροκλέπτης, τυρόμαντις, τυρόνωτος, τυροξόος, τυροπρασία, τυροτάριχος, τυροφόρος
αρχ.-μσν.
τυροβόλος, τυροτόμος
μσν.
τυροαπόθεσις, τυροκλόπος, τυρολοιχός, τυροψύκτης, τυρώνυμος
μσν.- νεοελλ.
τυρόγαλα. (Β' συνθετικό) βούτυρο(ν)
αρχ.
σησαμότυρον.
Greek Monotonic
τῡρός: -οῦ, ὁ, τυρί, σε Όμηρ., Αριστοφ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
τῡρός: ὁ
1) сыр, творог Hom., Eur., Arph. etc.;
2) сырный рынок или ряд (ἐλθεῖν εἰς τὸν τυρόν Lys.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τυρός -οῦ, ὁ kaas.
Middle Liddell
τῡρός, οῦ, ὁ,
cheese, Hom., Ar., etc.
Frisk Etymology German
τυρός: {tūrós}
Grammar: m.
Meaning: Käse (seit Il.).
Composita : Kompp., z.B. τυρόκνηστις f. ‘Käse- reibe, -messer’ (Ar., Delos IIIa u.a.); vgl. zu κνῆστις (s. -κναίω); πολύτυρος käsereich (Pherekr.). Zu βούτυρον (-ος) s. bes.
Derivative: Davon 1. Demin. τυρίον n. (Kom., Pap. u.a.), -ίσκος (sp.), -άσιον n. (Pap. IIIa; od. Gerät zur Käsebereitung ?; s. Mayser Pap. I : 3, 44). 2. -ακίνας m. (dor.) Art Käsekuchen (Philox. V-IVa; von *-άκινος nach ὀμφάκινος u.a.). 3. -ίτης (πλακοῦς) Käsekuchen = lat. scriblīta (Gloss.; Redard 91; vgl. zu στρεβλός). 4. -όεις, -οῦς, dor. -ῶς, f. -οῦσσα, -ῶσσα (ἄρτος, πλακοῦς) käseartig, Käse (Sophr., Theok. u.a.), -ώδης ib. (Hp., Kos IV-IIIa, Plu. u.a.). Verba: 5. τυρεύω, auch m. ἐν-, Käse machen, käsen, übertr. untereinander mengen, listig anstellen (Kom. Adesp., D., Arist. u.a.) mit -εύματα n. pl. gekäste Speisen, Käse (E.), listige Ränke (Kom. Adespa.), -εία f. ib., auch das Käsen, Käsepresse (Tab. Heracl., Mykale IVa, Arist. u.a.), -ευσις f. das Käsen (Arist.), -ευτήρ m. ‘Käse- bereiter’ (Ἑρμῆς, AP). 6. -έω käsen im Aor. ἐτύρησας (Alkm.). 7. -όομαι, -όω, auch m. ἀπο-, ἐπι-, συν-, Käse werden, Akt. = -εύω (Ar., LXX, Dsk. usw.) mit -ωτός, -ωσις (sp.).
Etymology : Altes Wort für Käse od. dgl., mit aw. tūiri- n. käsig gewordene Milch, Molke (wozu tūirya- verkäst, von der Milch) bis auf die Stammbildung, viell. auch mit mind. (apabhr.) tūra- Käse identisch oder wenigstens damit verwandt (s. Mayrhofer s. tuvaraḥ). Weitere Verknüpfungen strittig. Nach einer weitverbreiteten Auffassung (seit Solmsen IF 26, 112ff., 30,34ff.) zu der nicht unbekannten Wz. tū- schwellen (s. τύλη und W.-Hofmann s. obtūrō). Dagegen nach Fick 1, 449 und Prellwitz zu tu̯er- drehen, quirlen (s. ὀτρύνω, τορύνη, τύρβη); zustimmend Lidén KZ 61, 9 (und Schwyzer 481 A. 11) mit einer Fülle von semantischen Parallelen, u.a. ags. ge-þwēor Käsestoff zu þweran schnell herumdrehen, rühren. Zum mehrdeutigen russ. tvaróg Quark s. Vasmer s.v., wo das slav. Wort nicht nur mit τυρός, sondern auch mit lit. tvérti fassen, umzaumen verbunden wird (vgl. σορός).
Page 2,948