Ἄρης

From LSJ
Revision as of 16:55, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἄρης Medium diacritics: Ἄρης Low diacritics: Άρης Capitals: ΑΡΗΣ
Transliteration A: Árēs Transliteration B: Arēs Transliteration C: Aris Beta Code: *)/arhs

English (LSJ)

ὁ, Ep.gen. Ἄρεος, Att.    A Ἄρεως A.Th.64, E.El.1258; but Ἄρεος (never contr.) is required by the metre in A.Th.115 (lyr.), S.OC947, Ant. 125 (lyr.), El. 1423 (lyr.), E.Heracl.275, El.950, Fr.16; dat. Ἄρεϊ, contr. Ἄρει; acc. Ἄρεα S.OT190 (lyr.), Att. Ἄρη (never Ἄρην, which is not found in Attic Inscrr. and is never required by the metre; Ἄρη' is the true reading in Il.5.909, Hes.Sc.59, cf. AP7.237 (Alph.), D.S. 5.72); voc. Ἄρες, Ep. (metri gr.) Ἆρες:—Ion. and Ep. declens. Ἄρης, ηος, ηι, ηα: Aeol. Ἄρευς, ευος, ευα, ευι, ευ, Sapph.66, Alc. 28 ff.:—Ares: in Trag., the god of destruction generally, S. OT190, etc.; ἐς Οἰδίπου παῖδε . . Ἄρης κατέσκηψ' Ar.Fr.558; in Com., Ἄρεως νεοττός chicken of Ares, Id.Av.835.    2 the planet Mars, Arist. Cael.292a5, Cleom.1.11.59, etc.; Ἄρεος ἡμέρα D.C.37.19.    II in Poets, Appellat. for war, slaughter, ξυνάγωμεν Ἄρηα Il.2.381; Ἄρη μείξουσιν S.OC1046 (lyr.); χρονίῳ σὺν Ἄρει Pi.P.11.36; Ἄρης ἐμφύλιος, Ἄ. τιθασός, A.Eu.862,355; θηλυκτόνῳ Ἄρει δαμέντων Id.Pr.861; ναύφαρκτος Ἄ. Id.Pers.951 (lyr.); λιθόλευστον Ἄρη death by stoning, S.Aj.254(lyr.); ἔνθα μάλιστα γίγνετ' Ἄ. ἀλεγεινὸς ὀϊζυροῖσι βροτοῖσι, of a mortal wound, Il.13.569.    2 warlike spirit, A.Ag.78, E.Ph. 134; κἀν γυναιξὶν . . Ἄ. ἔνεστιν S.El.1242; οὔτ' ὄλβος οὔτ' Ἄ. Id.Ant. 952; μέγαν ἐκ θυμοῦ κλάζοντας Ἄ. A.Ag.48; Ἄρη βλέπειν Ar.Pl.328, Timocl.12.7: in Prose, ἔμφυτος Ἄ. Gorg.Fr.6.    3 the sword, ὀξὺς Ἄ. Il.7.330, cf. AP7.531 (Antip. Thess.), Plu.2.23c.    III epith. of Zeus, as the avenger of perjury, in oaths, IG5(2).343c (Arc.); of Ἐνυάλιος, ibid., Poll.8.106. (Akin to ἀρή, q. v.) [ᾰ in Hom., but α of voc. may be long, e.g. Ἆρες, Ἄρες βροτολοιγέ Il.5.31, and gen. Ἄρηος 2.767, Call.Jov.77 (s.v.l.), Ἄρεος A.R.3.1187, dat. Ἄρηϊ Id.2.991: in Trag., regularly ᾰ, but A. uses ᾱ even in dialogue, as Th.244, 469; and S. in lyr., Aj.252,614, Ant.139.]

German (Pape)

[Seite 350] ὁ, Ares, s. nom. propr., steht oft appellativisch für Krieg, Mord, δεινὸς ὁ προς χώρων Ἄρης Soph. O. C. 1065; λιθόλευστος. Steinigungstod, Ai. 247; von Seuchen, O. R. 190; kriegerischer Muth, καὶ ἐν γυναιξὶν Ἄρης ἔνεστι El. 1235, u. so bei andern Dichtern.

French (Bailly abrégé)

gén. -εως ou -εος;
voc. Ἄρες, dat. -ει, acc.ou -ην;
I. Arès :
1 fils de Zeus et d’Héra, dieu de la guerre;
2 dans les Tragiques et les Comiques, dieu de la guerre ou de la ruine, auteur des fléaux, des pestes;
II. p. ext. poét.
1 guerre, carnage ; ὁ Μυρμιδὼν Ἄρης EUR la bataille, càd l’armée des Myrmidons ; humeur belliqueuse;
2 meurtre en gén. ; mort violente : λιθόλευστος Ἄρης SOPH la mort par lapidation ; Ἄρεως ὄχθος ATT colline d’Arès, càd du meurtre, ainsi appelée parce qu’on y avait établi le tribunal qui connaissait du meurtre (l’aréopage), d’où la légende que le Meurtre en personne (Ἄρης) fut d’abord jugé en ces lieux (cf. Ἄρειος πάγος);
3 blessure mortelle.
Étymologie: pê de la R. Ἀρ enlever, détruire, faire périr, cf. αἴρω.

English (Slater)

Ἄρης (ᾰρης, Ἄρεος, Ἄρει) god of war
   1 Συράκοσαι, βαθυπολέμου τέμενος Ἄρεος (P. 2.2) “θέλεις λτ;ναίειν ἐμοὶγτ; σύν τ' Ἀθαναίᾳ κελαινεγχεῖ τ ᾰρει” Zeus speaks (N. 10.84) “υἱὸν χεῖρας Ἄρε τ' ἐναλίγκιον στεροπαῖσί τ ἀκμὰν ποδῶν” (Hermann: Ἄρει χεῖρας codex: τ add. Boeckh) (I. 8.37) generally, war, battle, slaughter οὐλίῳ μιν ἐν Ἄρει παραγορεῖτο μή ποτε σφετέρας ἄτερθε ταξιοῦσθαι αἰχμᾶς (O. 9.76) μέλει τέ σφισι Καλλιόπα καὶ χάλκεος Ἄρης (O. 10.15) ἐν δ' Ἄρης ἀνθεῖ νέων οὐλίαις αἰχμαῖσιν ἀνδρῶν (O. 13.23) καὶ γὰρ βιατὰς Ἄρης ἰαίνει καρδίαν κώματι (P. 1.10) καπνωθεῖσαν πάτραν ἐπεὶ ἴδον ἐν Ἄρει (P. 5.85) ἐν πολεμαδόκοις Ἄρεος ὅπλοις (P. 10.14) ἀλλὰ χρονίῳ σὺν ᾰρει πέφνεν τε ματέρα (P. 11.36) χαλκέῳ τ' Ἄρει ἅδον (πολέμων ἦσαν ἔμπειροι. Σ.) (I. 4.15) καὶ νῦν ἐν Ἄρει μαρτυρήσαι κεν πόλις Αἴαντος ὀρθωθεῖσα ναύταις ἐν πολυφθόρῳ Σαλαμὶς Διὸς ὄμβρῳ i. e. in the seafight at Salamis against the Persians (I. 5.48) χάλκασπις ᾧ πότμον μὲν Ἄρης ἔμειξεν (I. 7.25)

Greek Monotonic

Ἄρης: ὁ, γεν. Ἄρεως, ποιητ. Ἄρεος· δοτ. Ἄρεϊ, συνηρ. Ἄρει· αιτ. Ἄρεα, συνηρ. Ἄρη· κλητ. Ἄρες, Επικ. Ἄρες· Ιων. και Επικ. κλίση Ἄρηος, -ηος, -ηϊ, -ηα·
I. ο Άρης, καλείται από τους Λατίνους Mars, γιος του Δία και της Ήρας, θεός του πολέμου και των σφαγών, επίσης της καταστροφής και του λοιμού, σε Όμηρ., Τραγ.
II. 1. στους ποιητές, ως προσηγορικό, πόλεμος, μάχη, διαφωνία, σφαγή, φόνος, ξυνάγωμεν Ἄρηα, σε Ομήρ. Ιλ.· Ἄρης ἐμφύλιος, Ἄρης τιθασός, εμφύλιος πόλεμος.
2. φιλοπόλεμο, πολεμόχαρο πνεύμα, σε Τραγ. (η √ΑΡ εμφανίζεται επίσης στη λέξη ἀρετή, η πρώτη ιδέα της ανδρείας (vir-tus), είμαι θαρραλέος, γενναίος στο πόλεμο) [ᾰ σε Όμηρ., εκτός από κλητ. Ἆρες· σε Αισχύλ. μακρό ή βραχύ].

Russian (Dvoretsky)

Ἄρης: εως и εος, эп.-ион. ηος ὁ
1) Арей или Арес (отождествл. с римск. Mars, сын Зевса и Геры, бог войны и воинских доблестей); его эпитеты у Hom.: θοῦρος и θοός «стремительный, неистовый, яростный», ἀνδροφόνος и βροτολοιγός «человекоубийственный», ἀΐδηλος «разрушительный, истребляющий», τειχεσιπλήτης «сокрушитель стен», μιαίφονος «обагренный кровью», πελώριος «исполинский», οὖος «губительный», ῥινοτόρος «пронзающий щиты», ταλαύρινος «щитоносный», βριήπυος «рыкающий», ἀλλοπρόσαλλος «переменчивый», λαόσσοος «подстрекающий людей (к войне)», χρυσήνιος «блистающий золотом» и др.: Ἄρεως ὄχθος Her. = Ἄρειος πάγος;
2) война, тж. сражение, битва Hom., Pind., Trag.;
3) воинственность, воинский дух (Ἄ. ἔνεστιν ἔν τινι Soph.);
4) войско (ὁ Μυρμιδόνων Ἄ. Eur.);
5) убийство (λιθόλευστος Ἄ. Soph.);
6) ранение, рана (Ἄ. ἀλεγεινός Hom.);
7) меч (βάψασθαι ἄρη ἐντὸς λαγόνων Anth.);
8) гибель, мор (Ἄ. ἄχαλκος ἀσπίδων Soph.);
9) планета Марс (ὁ ἀστὴρ ὁ Ἄρεος Arst.).

Frisk Etymological English

Ἄρεως
Grammatical information: On the flexion Schwyzer 576
Meaning: the god of war; also god of vengeance and oaths (Arcadia, Athens etc., s. Kretschmer Glotta 11, 195ff.); metonym. for war (Trümpy Fachausdrücke 152f.).
Dialectal forms: Myc. dat. are, adj. are(i)jo; PN are(i)mene. Boeot. Lesb. Ἄρευς
Derivatives: Fem. Ἄρεια in Arc. τὰν Ἀθάναν τὰν Ἄρειαν; adj. Ἄρειος, Ion. Ἀρήϊος, Lesb. Ἀρεύϊος (Ζεὺς Ἄρειος Epirus, Ἄρειος πάγος Athens, deriv. Ἀρεοπαγίτης). Name Ἀρητάδης (Bechtel Namenstud. 11).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The ancient grammarians and lexicographers (e. g. EM 140) connected ἀρή Schaden, Unheil, Verderben, cf. ἄρος βλάβος ἀκούσιον H. The connection is improbable: IE origin of such a name is not to be expected. On the flection Schulze Q.454ff., Bechtel (above) and Kretschmer Glotta 15, 197

Middle Liddell

short α in Hom., except in voc. Ἆρες: in Aesch. long or short.]
I. Ares, called by the Latins Mars, son of Zeus and Hera, god of war and slaughter, also of strife and pestilence, Hom., Trag.
II. in Poets, as appellat., war, battle, discord, slaughter, ξυνάγωμεν Ἄρηα Il; Ἄρης ἐμφύλιος, Ἄ. τιθασός civil war, Aesch.
2. warlike spirit, Trag. [The Root !αρ, appears also in ἀρετή, the first notion of goodness (virtus) being that of manhood, bravery in war.]

Frisk Etymology German

Ἄρης: Ἄρεως usw. (zur Flexion Schwyzer 576),
{Árēs}
Forms: böot. lesb. Ἄρευς,
Meaning: der griech. Kriegsgott, auch Rache- und Schwurgott (Arkadien, Athen usw., s. Kretschmer Glotta 11, 195ff.), metonymisch für Krieg (Trümpy Fachausdrücke 152f.).
Derivative: Davon das Femininum Ἄρεια in ark. τὰν Ἀθάναν τὰν Ἄρειαν und das Adjektiv Ἄρειος, ion. Ἀρήϊος, lesb. Ἀρεύϊος (Ζεὺς Ἄρειος Epirus, Ἄρειος πάγος Athen). Außerdem der Name Ἀρητάδης (Bechtel Namenstud. 11).
Etymology : Vgl. noch Kretschmer Glotta 15, 197. Wahrscheinlich mit den alten Grammatikern und Lexikographen (z. B. EM 140) zu ἀρή Schaden, Unheil, Verderben, vgl. noch mit Schulze Q. 454ff. ἄρος· βλάβος ἀκούσιον H. Die Stammbildung ist indessen noch nicht aufgeklärt: weder der Versuch von Schulze l. c., die verschiedenen Flexionsformen auf verschiedene Stammformen zurückzuführen, noch die Hypothese Bechtels l. c., darin (wie in ἀρή) einen alten ē-Stamm zu sehen, kann als überzeugend betrachtet werden. — Verfehlt Fennell ClassRev. 13, 306; Ehrlich KZ 38, 90ff.
Page 1,138

English (Woodhouse)

warfare

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)