ἀναβολή

From LSJ
Revision as of 13:30, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναβολή Medium diacritics: ἀναβολή Low diacritics: αναβολή Capitals: ΑΝΑΒΟΛΗ
Transliteration A: anabolḗ Transliteration B: anabolē Transliteration C: anavoli Beta Code: a)nabolh/

English (LSJ)

poet. ἀμβολή, ἡ : (ἀναβάλλω): I of things: 1 that which is thrown up, mound of earth, bank, X.An.5.2.5, D.S.17.95; ἀ. χωμάτων casting up of dykes, Arch.Pap.6.132 (Denderah); διωρύγων PAmh.2.91.11 (pl.). 2 that which is thrown back over the shoulder, mantle, Pl.Prt.342c PPetr.3p.48 (iii B. C.), LXX Ne.5.13, al.; of the toga, Nic.Dam. p.119D.: also, fashion of wearing a cloak, Luc.Somn.6. II of actions, 1 striking up, prelude on the lyre preliminary to singing, ὁπόταν προοιμίων ἀμβολὰς τεύχῃς ἐλελιζομένη, addressed to the lyre, Pi.P.1.4; especially of dithyramb, Eup.5D.: hence, rambling dithyrambic ode, Ar.Av.1385, cf. Pax830, Arist.Rh.1409b25; cf. ἀναβάλλω B. I. 2 putting off, delaying, οὐκέτι ἐς ἀναβολὰς ἐποιεῦντο τὴν ἀποχώρησιν Hdt.8.21; ὅ τι μέλλετε . . μὴ ἐς ἀ. πράσσετε Th.7.15; οὐκ ἐς ἀμβολάς without delay, E.Heracl.270; ἐς μηδεμίαν ἀ. PAmh. 2.34i.5; ἐν ταῖς ἀ. τῶν κακῶν ἔνεστ' ἄκη E.HF93; ἐπὶ ἀναβολῇ πρᾶσιν, ὠνὴν ποιεῖσθαι sell, buy on credit, Pl.Lg.915e; ἀναβολήν τινος ποιεῖσθαι Th.2.42; ποιεῖν Pl.Smp.201d; εἰς τὸ γῆρας ἀναβολὰς ποιεῖν Men. 235.8; δακρύοις . . ἐμποιεῖν ἀ. τῷ πάθει Id.599; ἀναβολὰν λαβόντες ἔτη τρία IG9(2).205.22 (Thess.). b deferred payment, εὐχρηστήσας σῖτον ἐπ' ἀναβολῇ Ἀρχ.Ἐφ. 1912.60 (Gonni). 3 ἀ. δίκης ἐπὶ τὸν βασιλέα reference, appeal, Str.13.1.55. 4 lifting, hence, removal, of tumours, Antyll. ap. Orib.45.2.6. III intr., going up, ascent, way up, ἀ. τῶν Ἄλπεων Plb.3.39.9, etc.; τὴν ἀ. ποιεῖσθαι 50.3. 2 bubbling up, πομφολύγων Arist.Pr.936b1, Thphr.Ign.16; of the Nile, sources, ἀμβολαί CIG4924 (Philae).

German (Pape)

[Seite 181] ἡ, 1) der Erdaufwurf, Xen. An. 5, 2, 5; neben τάφρος ἀναβεβλημένη Diod. Sic. 17, 95. – 2) der Hinausgang, αἱ εἰς τὸ ὄρος ἀναβολαί Pol. 5, 54, 7; πρὸς τὰσἌλπεις 3, 50 u. öfter; τὴν ἀναβολὴν ποιεῖσθαι, hinaufsteigen, 3, 50, 3. – 3) Am häufigsten: Aufschub, ἀναβολὴν ποιεῖν τινος, den Aufschub von etwas bewirken, Plat. Conv. 201 b; ἐς ἀναβολὰς ποιεῖσθαί τι, etwas aufschieben, Her. 8, 21, womit εὐθὺς καὶ μὴ εἰς ἀναβολὰς πράττετε Thuc. 7, 15 u. Eur. Heracl 271 οὐκ ἐς ἀμβολὰς ἀλλ' ἤδη, wie Plut. Dem. 50 zu vgl.; ebenso ἀναβολήν τινος ποιεῖσθαι Thuc. 2, 42; ἀναβολὰς ποιεῖσθαι εἰς γῆρας Men. Stob. Flor. 63, 13; μηδ' ἐπὶ ἀναβολῇ πρᾶσιν ποιεῖσθαι, den Verlauf nicht aufschieben, Plat. Legg. XI, 915 b; vgl. Dem. 48, 20, neben προφασίζομαι. – 4) Umwurf, Kleid, Plat. Prot. 342 c. – 5) Anfang des Gesanges, bes. Präludium der Dithyrambendichter, Ar. Pax 830 Av. 1385; Arist. rhet. 3, 9. Bei Philostr. übh. ἐν ἀναβολῇ, zu Anfang. S. ἀμβολαί – 6) in der Gerichtssprache, Appellation.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
I. (ἀνά de bas en haut);
1 levée de terre, hauteur;
2 manteau qu’on jette sur ses épaules ; port de ce manteau;
3 prélude sur la lyre;
II. (ἀνά en arrière) délai : ἀναβολὴν ποιεῖσθαι différer qch ; ἐς ἀναβολὰς ποιεῖσθαι, πράττειν remettre pour faire qch, pour agir ; abs. οὐκ εἰς ἀναβολάς sans délai.
Étymologie: ἀναβάλλω.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
• Alolema(s): ἀμβολά Pi.P.1.4, B.Fr.15.1, E.Heracl.270, SB 9934.29 (Cirene II/I a.C.)
A I1extracción de tierra, terraplén X.An.5.2.5, D.S.17.95, χωμάτων para hacer diques SB 7381 (I a.C.), PLond.131.94, POxy.1685.18
limpieza, dragado de canales PRyl.172.11, PPanop.9.5 (IV a.C.), PAmh.2.91.11.
2 extirpación, ablación de un tumor, Antyll. en Orib.45.2.6
acción de arrancar hierbas, escarda τῶν ἀκανθῶν POxy.909.25 (III a.C.).
II 1brote τῶν πομφολύγων Arist.Pr.936b1, Thphr.Ign.16
fuentes del Nilo (?) IPh.1441.3.
2 ascensión, subida τῶν Ἄλπεων Plb.3.39.9, 3.50.3
fig. elevación de una instancia o asunto apelación ἀναβολὴ τῆς δίκης ἐπὶ τὸν βασιλέα Str.13.1.55.
III 1colocación de ladrillos IG 22.1661.7
acción de poner o esparcir τὴν δὲ ἀναβολὴν ποιήσονται ἀπὸ τῶν ἐθίμων ἀναβολῶν deberán esparcir (el mantillo alrededor de las cepas) de los montones preparados al efecto, POxy.729.1 (II a.C.).
2 acarreo, transporte de trigo εἰς θησαυρούς SB 7515.495 (II a.C.).
3 vuelo del manto cuando se echa sobre el hombro ἀ. τοῦ ἱματίου PPetr.3.21.g.21, Vit.Aesop.G 28
formando un hatillo, POxy.741.13 (II a.C.)
modo de llevar el manto, aire εὐπρεπὴς καὶ κόσμιος τὴν ἀναβολήν Luc.Somn.6
manto corto βραχείας ἀναβολὰς φοροῦσιν Pl.Prt.342c, PTeb.413.10 (II/III a.C.)
toga ἥπτετο τῆς ἀναβολῆς Nic.Dam.Vit.Caes.88.
IV preludio musical ὁπόταν προοιμίων ἀμβολὰς τεύχῃς ἐλελιζομένα Pi.P.1.4, cf. esp. en el ditirambo, Eup.76A, Ar.Au.1385, 1386, Pax 830, Arist.Rh.1409b25.
B 1retraso, dilación οὐκέτι ἐς ἀναβολάς sin demora Hdt.8.21, E.Heracl.210, cf. Isoc.Ep.1.10, PAmh.34(d).6 (III a.C.), Phld.Lib.p.45
aplazamiento, demora οὐχ ἕδρας οὐδ' ἔργον ἀμβολᾶς B.Fr.15.1, φιλικὸν δὲ τὴν ἀναβολὴν ἔχει pero el retraso (en pagar la deuda) es amistoso Arist.EN 1162b29, πρὸς ἀναβολὴν ζῶσιν viven en perpetuo aplazamiento (los no epicúreos) Phld.Herc.1251.19.16, τῆς ἐντεύξεως I.BI 7.69, cf. AI 3.48, 6.134, πρόφασιν γάρ μοι οὐδὲ ἀναβολὴν ἔχεις γε no tienes disculpa ni (posibilidad de) demora, SB 10561.44 (III a.C.), ἀναβολὴν ἐποίησε difirió, aplazó Pl.Smp.201d, cf. E.Fr.317.2, Th.2.42, Plu.2.118c, Act.Ap.25.17
de una venta o compra a crédito μηδ' ἐπὶ ἀναβολῇ πρᾶσιν μηδὲ ὠνὴν ποιεῖσθαι Pl.Lg.915e.
2 pago atrasado, atraso εὐχρηστήσας σῖτον ἐπ' ἀναβολῇ, Ἀρχ.Ἐφ. 1912.60 (Gonos).

English (Strong)

from ἀναβάλλομαι; a putting off: delay.

English (Thayer)

(ῆς, ἡ (ἀναβάλλω, which see), often in Greek writings, a putting off, delay: ποιεῖσθαι ἀναβολήν to interpose (literally, make) delay, Thucydides 2,42; Dionysius Halicarnassus 11,33; Plutarch, Camill c. 35).

Greek Monolingual

η (Α ἀναβολή)
μετάθεση του χρόνου εκτελέσεως κάποιου πράγματος, παράταση
αρχ.
1. αυτό που ρίχνεται πάνω σε κάτι, σωρός χωμάτων, όχθη ορύγματος
2. αυτό που ρίχνεται πάνω στους ώμους, μανδύας, επενδύτης
3. τρόπος του να φοράει κανείς τον μανδύα
4. μουσικό προοίμιο, ανάκρουσμα, διθυραμβική ωδή
5. άνοδος, ανάβαση
6. ανύψωση, «φούσκωμα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναβάλλω.
ΠΑΡ. αρχ.-μσν. ἀναβολάδιον, ἀναβόλαιον
νεοελλ.
αναβόλα].

Greek Monotonic

ἀναβολή: ποιητ. ἀμβολή, (ἀναβάλλω
I. λέγεται για πράγματα,
1. αυτό που ρίχνεται, που επιχέεται, σωρός χώματος, σε Ξεν.
2. αυτό που ρίχνεται στους ώμους, μανδύας, χιτώνας, σε Πλάτ.· ο τρόπος που τον φορούν, σε Λουκ.· πρβλ. ἀναβάλλω Β III.
II. ως ενέργεια:
1. πρελούδιο, προοίμιο της λύρας, σε Πίνδ.· διθυραμβική ωδή, σε Αριστοφ.· βλ. ἀναβάλλω Β I.
2. καθυστέρηση, αναβολή, σε Ηρόδ., Θουκ.· οὐκ ἐς ἀμβολάς, χωρίς καθυστέρηση, σε Ευρ.· βλ. ἀναβάλλω Β II.
3. αμτβ., ανέγερση, φούσκωμα, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναβολή: поэт. тж. ἀμβολή, дор. ἀμβολά
1) насыпь, вал Xen., Diod.;
2) восхождение, подъем (τῶν Ἄλπεων и πρὸς τὰς Ἄλπεις Polyb.): τὴν ἀναβολὴν ποιεῖσύαι Polyb. совершать восхождение, подниматься;
3) путь восхождения, дорога вверх, подъем (αἱ εἰς τὸ ὄρος ἀναβολαί Polyb.);
4) накидка, плащ Plat.: κόσμιος τὴν ἀναβολήν Luc. изящно одетый;
5) (музыкальное) вступление Pind., Arph., Arst.;
6) откладывание, отсрочка, задержка: ἀναβολὴν ποιεῖν Plat. и ποιεῖσθαι Thuc., Men., Plut., тж. ἐς ἀναβολὰς ποιεῖσθαι Her. или πράττειν Thuc. откладывать, задерживать, медлить; οὐκ εἰς (ἐς) ἀναβολάς Eur., Isocr. без промедления;
7) выскакивание (ἡ ὑπέρζεσίς ἐστιν ἡ ἀ. τῶν πομφολύγων Arst.).

Middle Liddell

ἀναβάλλω
I. of the thing,
1. that which is thrown up, a mound, Xen.
2. that which is thrown back over the shoulder, a mantle, cloak, Plat.:—also the fashion of wearing it, Luc.; cf. ἀναβάλλω B. 111.
II. as an action,
1. a prelude on the lyre, Pind.; a dithyrambic ode, Ar.; v. ἀναβάλλω B. I.
2. a putting off, delaying, Hdt., Thuc.; οὐκ ἐς ἀμβολάς without delay, Eur.; V. ἀναβάλλω B. II.
3. intr. a bursting forth, Arist.

Chinese

原文音譯:¢nabol» 安那-波累
詞類次數:名詞(1)
原文字根:向上-投
字義溯源:延期,阻礙,脫掉,耽延;源自(ἀναβάλλω)=推諉);由(ἀνά)*=上,回復)與(βάλλω / ἀμφιβάλλω)*=投,擲)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 耽延(1) 徒25:17

English (Woodhouse)

postponement, putting off

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)