φύλαξ

From LSJ
Revision as of 10:40, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

διὰ τῆς σιωπῆς πικρότερον κατηγορεῖ → through silence you accuse yourself more harshly (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠ́λᾰξ Medium diacritics: φύλαξ Low diacritics: φύλαξ Capitals: ΦΥΛΑΞ
Transliteration A: phýlax Transliteration B: phylax Transliteration C: fylaks Beta Code: fu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ, also ἡ (v. infr.): (φυλάσσω):—A watcher, guard, sentinel, Hom. (only in Il., always masc. and in plural), φύλακες ἄνδρες 9.477; ἡγεμόνες φυλάκων ib.85, cf. 10.58; freq. in Trag. and Att. (Hdt. uses φυλακός, exc. in signf. ΙΙ), φύλακ' ἐπέστησεν βοΐ A.Supp. 303; νεὼς σῆς φ. S.Ph.543; δράκοντα μήλων φ. Id.Tr.1100, al.; φ. τοῦ τείχους Th.2.78, cf. IG12.44.14, al.; φ. κατὰ τὰς πύλας X.HG4.4.8; φύλακα καταστῆσαι Lys.19.31; οἱ φύλακες the garrison, Th.6.100, X. An.4.2.5, etc.; φύλακες τοῦ σώματος = bodyguards, Pl.R.566b; ὁ τοῦ δεσμωτηρίου φύλαξ Id.Cri.43a; των αἰχμαλώτων X.HG4.5.6, etc.: λόχοι φύλακες = bodies of reserve, Id.An.6.5.9: as fem., ἔστι κἀμοὶ κλῂς ἐπὶ γλώσσῃ φ. A.Fr.316, cf. S.Aj.36, OC355, E.Andr.86: metaph., flames (φλόγες) are called φύλακες Ἡφαίστου κύνες Eub.75.7 (dub. l.); and the hospitable table is φύλαξ φιλίας Timocl.13. II guardian, keeper, protector, Hes.Op.123,253; κτεάνων Pi.P.8.58; δωμάτων φύλαξ, χώρας φύλαξ, A.Ag.914, S.OT1418, etc.; παιδός Hdt.1.41; τῆς γυναικός X.Cyr.6.3.14; τῆς πολιτείας And.4.16, cf. Pl.R.374d, al.; τῆς ἀρχῆς Lys.12.94; των νόμων Pl.Lg.966b; τῆς εἰρήνης Isoc.4.175: as fem., E.Tr.462, Pl.Plt.305c, X.Mem.2.1.32; of a divinity, Ἄγγδιστιν . . φύλακα καὶ οἰκοδέσποιναν τοῦδε τοῦ οἴκου SIG985.51 (Philadelphia, i B. C.): also φύλαξ Ἀργείου δορός a protector against it, E.Ph.1094; ἐπὶ τοῖς ὠνίοις φύλακας κατεστήσατε, of the ἀγορανόμοι, Lys. 22.16. 2 observer, τοῦ δόγματος Pl.R.413c; τοῦ ἐπιταττομένου X.Cyn.12.2. 3 of things, [στήλην] ὥσπερ φύλαξ τῆς δωρεᾶς Plu. Nic.3. 4 chain, keeper, φύλαξ ἀργυροῦς, φύλαξ χαλκοῦς, IG7.3498.8 (Orop.), Inscr. Délos1426 Bii 45; ὀμφαλὸν καὶ φύλακα περὶ αὐτόν ib.1417B i93(ii B. C.). 5 bandage, Gal.19.144. (Cf. Lat. bubulcus (Ital. bifolco), subulcus.)

German (Pape)

[Seite 1313] ακος, ὁ, auch ἡ, Eur. Andr. 86 Troad. 462, vgl. Lob. Phryn. p. 452, – Wächter, ausgestellte Wache, ein Einzelner von der Besatzung, im plur. οἱ φύλακες die Besatzung; so bei Hom., nur in der Il., in der Od. kommt es nicht vor; auch φύλακες ἄνδρες, Il. 9, 477; π ολυχρύσων ἑδράνων φύλακες Aesch. Pers. 4; δωμάτων ἐμῶν φύλαξ Ag. 888; τὸν πάνθ' ὁρῶντα φύλακ' ἐπέστησεν βοΐ Suppl. 299; φύλαξ δέ μου πιστὴ κατέστης Soph. O. C. 356; χώρας O. R. 1418; Eur. oft; φύλακας κατάστησαι Ar. Av. 841; oft bei Plat. u. Folgdn; Xen. häufig, φύλακας καθίστασθαι Cyr. 5, 2,29, οἱ ὄπισθεν φύλακες, die Nachhut, Hell. 7, 2,4; φύλακας τῆς νεὼς καταστήσας Dem. 33, 10. – Bewahrer, Behüter, Beschützer, Hes. O. 124. 253; κτεάνων φ. Pind. P. 8, 61; παιδός Her. 1, 41; νόμων u. ä., Plat. u. A.

French (Bailly abrégé)

ακος;
1 (ὁ) tout homme qui monte la garde, factionnaire, sentinelle, gardien ; φύλακες λόχοι XÉN corps auxiliaires destinés à aider la phalange, partout où il en était besoin ; en gén. les gardes d'une place de garnison ; gardes du corps, gardes d'un prince;
2 (ὁ, ἡ) garde, gardien, gardienne en gén.
Étymologie: DELG malgré son ancienneté, reste inexpliqué.

Greek (Liddell-Scott)

φύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, καὶ ἡ, ἴδε κατωτ. (φυλάσσω)· ― ὡς καὶ νῦν, ὁ φυλάττων, φρουρός, Λατ. excubitor, Ὅμ. μόνον ἐν τῇ Ἰλ., ἀείποτε ὡς ἀρσ. καὶ ἐν τῷ πληθ., φύλακες ἄνδρες Ι. 477· ἡγεμόνες φυλάκων αὐτόθι 85, πρβλ. Κ. 58· ἀκολούθως συχν. παρ’ Ἀττ. (ὁ Ἡρόδ. χρῆται ἀείποτε τῷ τύπῳ φύλακος, ὁ, πλὴν ἐπὶ τῆς σημασίας ΙΙ), δωμάτων, χώρας φ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 914, Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 1418, κλπ.· φύλακα ἐφιστάναι τινὶ Αἰσχύλ. Ἱκ. 303· φ. νεὼς σῆς Σοφ. Φιλ. 543· δράκοντα μήλων φ. ὁ αὐτ. ἐν Τραχ. 1100, κ. ἀλλ.· φ. τοῦ τείχους Θουκ. 2. 78· φ. κατὰ πύλας Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 8· φύλακας καταστῆσαι Λυσίας 154. 38, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 4. 2, 5· οἱ φ., ἡ φρουρά, Θουκ. 6. 100, Ξεν. κλπ., φύλακες τοῦ σώματος, σωματοφύλακες, Πλάτ. Πολ. 566Β· ἔχειν φύλακας περὶ αὑτὴν Ξεν. Ἀν. 1. 2, 12, πρβλ. Κύρου Παιδ. 7. 5, 66· ὁ τοῦ δεσμωτηρίου φ. Πλάτ. Κρίτων 43Α· τῶν αἰχμαλώτων Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 6, κλπ. ― λόχοι φύλακες, ἐφεδρεία, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 6. 3 (5), 9· ― ὡς θηλ. (πρβλ. φυλακίς), ἔστι κἀμοὶ κλῇς ἐπὶ γλώσσῃ φ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 307, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 36, Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 355, Εὐρ. Ἀνδρ. 86, Τρῳ. 462, Πλάτ. Πολιτικ. 305C, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 32· οὕτω μεταφ., αἱ φλόγες καλοῦνται φύλακες Ἡφαίστου κύνες, Εὔβουλος ἐν «Ὀρθάνῃ» 1. 7· καὶ ἡ τράπεζα τοῦ φιλοξενοῦντος λέγεται φύλαξ, φύλαξ φιλίας Τιμοκλῆς ἐν «Ἥρωσιν» 2. ΙΙ. κηδεμών, προστάτης, φύλαξ, ὑπερασπιστής, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 122, 251· κτεάνων Πινδ. Π. 8. 81· τοῦ παιδὸς Ἡρόδ. 1. 41· τῆς γυναικὸς Ξεν. Κύρου Παιδ. 6. 3, 14· τῆς πολιτείας Ἀνδοκ. 31. 12· τῆς ἀρχῆς Λυσίας 129. 4· τῶν νόμων Πλάτ. Νόμ. 966Β· τῆς εἰρήνης Ἰσοκρ. 77C· ― μετὰ γεν. τοῦ ἀντικειμ., λοχαγέτας πύλας ἐφ’ ἑπτά, φύλακας Ἀργείου δορὸς Εὐρ. Φοίν. 1094. 2) ὁ τηρῶν, φυλάττων, ἐκτελεστής, τοῦ δόγματος Πλάτ. Πολ. 413C· τοῦ ἐπιταττομένου Ξεν. Κυνηγ. 12, 2. 3) ἐπὶ πραγμάτων, φύλακες ἐπὶ τοῖς ὠνίοις, οἱ ἀγορανόμοι, Λυσίας 165. 54, πρβλ. Πλουτ. Νικ. 3.

English (Slater)

φῠλαξ guardian γείτων καὶ κτεάνων φύλαξ ἐμῶν (Ἀλκμάν) (P. 8.58) ὦ Πάν, Ἀρκαδίας μεδέων, καὶ σεμνῶν ἀδύτων φύλαξ fr. 95. 2. μάλων χρυσέων φύλαξ (sc. Πίνδαρός πού φησιν εἶναι, Liban., ep., 36. 1) fr. 288.

Spanish

guardián

English (Strong)

from φυλάσσω; a watcher or sentry: keeper.

English (Thayer)

φυλακός, ὁ (φυλάσσω), a guard, keeper: Homer down; the Sept. for שֹׁמֵר.)

Greek Monolingual

(I)
ὁ, ΜΑ
βλ. φύλακας.
(II)
ἡ, Α
βλ. φυλακίδα.

Greek Monotonic

φύλαξ: [ῠ], -ακος (φυλάσσω
I. φύλακας, φρουρός, σκοπός, Λατ. excubitor, σε Όμηρ., Αττ.· οἱ φύλακες, η φρουρά, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· φύλακες τοῦ σώματος, σωματοφύλακες, σε Πλάτ.· επίσης, ως θηλ., κλῂςἐπὶ γλώσσῃ (φυλακίς), σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.
II. 1. κηδεμόνας, προστάτης, υπερασπιστής, σε Ησίοδ. κ.λπ.· με γεν. αντικ., φύλαξ δορός, υπερασπιστής κατά του δόρατος, σε Ευρ.
2. εκτελεστής, φύλακας, περιφρουρητής τοῦ δόγματος, σε Πλάτ.· τοῦ ἐπιταττομένου, σε Ξεν.
3. λέγεται για πράγματα, φύλακες ἐπὶ τοῖς ὠνίοις, λέγεται για τους ἀγορανόμους, σε Λυσ.

Russian (Dvoretsky)

φύλαξ: ᾰκος (ῠ) adj.
1) несущий охрану, дозорный (ἄνδρες Hom.);
2) сторожевой, т. е. находящийся в охранении или резервный (λόχοι Xen.).
ᾰκος ὁ, реже ἡ
1) страж, караульный, дозорный (φύλακά τινα ἐφιστάναι τινί Aesch.; φύλακα καταστῆσαι ἐν τῇ οἰκίᾳ Lys.): φύλακες τοῦ σώματος Plat. телохранители; φύλακες κατὰ τὰς πύλας Xen. стража у ворот; ὁ τοῦ δεσμωτηρίου φ. Plat. тюремщик; οἱ ὄπισθεν φύλακες Xen. тыловое охранение, арьергард;
2) защитник, блюститель, хранитель (τῆς χώρας Xen.): φύλακα παιδὸς χρηΐζειν τινὰ γενέσθαι Her. просить кого-л. присматривать за ребенком; φύλακες Ἀργείου δορός Eur. защитники (Фив) от аргивской армии; φ. νόμων Plat. блюститель (хранитель) законов;
3) исполнитель (φύλακες ἀγαθοὶ τοῦ ἐπιταττομένου Xen.): φύλακες τοῦ παρ᾽ αὐτοῖς δόγματος Plat. те, кто проводит в жизнь собственный взгляд.

Middle Liddell

φῠ́λαξ, ακος, φυλάσσω
I. a watcher, guard, sentinel, Lat. excubitor, Hom., attic; οἱ φ. the garrison, Thuc., Xen., etc.; φύλακες τοῦ σώματος body guards, Plat.;—also as fem., κλῇς ἐπὶ γλώσσῃ φ. Soph., Eur., etc.
II. a guardian, keeper, protector, Hes., etc.;—c. gen. objecti, φ. δορός a protector against it, the spear, Eur.
2. an observer, τοῦ δόγματος Plat.; τοῦ ἐπιταττομένου Xen.
3. of things, φύλακες ἐπὶ τοῖς ὠνίοις, of the ἀγορανόμοι, Lys.

Frisk Etymology German

φύλαξ: -ακος
{phúlaks}
Grammar: m. (f.)
Meaning: Wächter, Hüter, Beschützer (seit Il.),
Composita: in Kompp. m. nominalem Vorderglied unbeschränkt produktiv, der Funktion nach Rückbildung zu φυλάσσω, z.B. οἰκοφύλαξ Haushüter (A. u.a.), auch m. συν-, ὑπο- u.a. (neben συν-, ὑποφυλάσσω). Auch (sekundär) φυλακός (Akz. nach den Nom. ag.; Egli Heteroklisie 108ff.) m. ib. (ion. poet. seit Ω 566; Chantraine Gramm. hom. 1, 232), PN Φύλακος (Hom.).
Derivative: Zahlreiche Ableitungen: 1. Fem. φυλακίς, -ίδος (προ-) ‘Wäch- terin’ (Pl.), ~ ναῦς Wachtschiff (Th., D. S.), -ισσα f. (LXX). 2. φυλακή f. Wache, Bewachung, Wachsamkeit, Wachtposten, Besetzung (seit Il.), eig. Rückbildung zu φυλάσσω; ἀντι-, προ-, παρα- ~ von ἀντιφυλάσσω usw.; vgl. Porzig Satzinhalte 189. — Weitere Ableitungen, z.T. auf φυλακή zu beziehen: 3. φυλακία f. = φυλακή (Pap. III-IVp), im Anschluß an Kompp., z.B. ἀρχι-, σωματοφυλακία (Inschr., D.S.); s. Scheller Oxytonierung 38 f. 4. -ιον n. ‘Wachthaus, -turm' (Pap. u.a.), oft in Kompp., z.B. ὁπλοφυλάκιον Zeughaus (Str.) zu ὁπλοφύλαξ. 5. -εῖον n. ib., auch Wachtposten, Wache (Plb.); auch σιτοφυλακεῖον n. Kornspeicher (Suid.: σιτοφύλακες). 6. -εία f. Schutz, Amulett (Poet. de herb., Gloss.), wie von *-εύω, wenn nicht für -ία; so sicher in δεσμοφυλακεία f. Dienst als Gefängnisaufseher (Pap.: δεσμοφύλαξ, -ακέω). 7. -ῆες m. pl. Wächter (Opp., Versende; metr. Erweiterung, vgl. Boßhardt 70). 8. φυλαξίτης m. Polizeibeamter, Gendarm (hell. Pap. u. Inschr.) mit -ιτεύω ‘als φ. dienen’, -ιτικόν Polizeisteuer (hell. Pap.), auch παρα-, συν-, ἀρχι- ~ (hell. u. sp.); f. -ῖτις pythagor. Bez. der Siebenzahl (Nikom.; Redard 45). 9. φυλαξιστής in lat. phylacista m. Kerkermeister (Plaut., metrisch unsicher). 10. φυλαξικός behutsam, vorsichtig (Pl.), χρεο- ~ (Inschr.) u.a. — Denominative Verba: 11. φυλάσσω, att. -ττω, auch m. δια-, παρα-, προ- u.a., ‘(be)wachen, hüten, beschützen’, Med. sich hüten (seit Il.) mit mehreren Ablegern (vgl. auch φυλακή, -ός oben): φυλακτῆρες pl. Wächter (Il.; Benveniste Noms d'agent 38), -τήριος beschützend (Pl.), -τήριον (προ-) n. ‘Wachthaus, -turm, Wachtposten, Schutzmittel, Amulett’ (ion. att.), -τηρία· παννυχίς H., -τηριάζομαι mit einem Amulett versehen werden PMag. Par.), -τωρ m. Wächter (ägypt. Epigr. Ia-Ip, Nonn.), -τρον n. ‘Polizei- steuer’ (Pap. IIp), -ται m. pl. Beamte in Cumae (Plu.), -τικός (προ-, δια-, παρα-) bewachend, behutsam, vorsichtig (X., Arist., Plb. u.a.; Chantraine Études 101 u. 141), -ξις f. Bewachung, Sicherheit (S.Fr. 432, E. u.a.), -γμα (προ-) n. Verordnung, Beschützung (LXX u.a.). — 12. φυλακίζω in Haft nehmen, ins Gefängnis werfen (LXX, Act. Ap.). 13. -φυλακέω, unbeschränkt produktiv zu den Kompp. mit -φύλαξ, z.B. τειχοφυλακέω die Mauer bewachen (D. H., Plu. u.a.) von τειχοφύλαξ (Hdt., Plu. u.a.).
Etymology: Ohne überzeugende Erklärung. Da die Nomina auf -αξ ein weites Register umspannen und neben zahlreichen offenbaren Sekundärbildungen auch mehrere undurchsichtige Wörter umfassen, hat der Etymologe freie Hand. Begrifflich kommen am nächsten Personenbezeichnungen wie (das altererbte?) μεῖραξ, das rein griechische μέλλαξ, das unklare κόλαξ. Wie diese hatte wohl auch φύλαξ ursprünglich einen volkstümlichen Klang (vgl. Chantraine Form. 379 f.). Volkstümlich waren auch lat. bubulcus Ochsentreiber, subulcus Sauhirt, deren anscheinendes Hinterglied von Froehde BB 19, 238 A. und namentlich von Lagercrantz KZ 37, 177 ff. mit φυλακός identifiziert wird. Da aber das thematische φυλακός eine sekundäre Erweiterung von φύλαξ ist (s. Egli a. O.), muß jedenfalls auf die Identität der Bildungsweisen verzichtet werden. Auch durch den α-Vokal weicht φύλαξ von den lat. Nomina ab. Zu bemerken ist noch, daß φύλαξ und verwandte Wörter sich nur ausnahmsweise (μ 136; vgl. noch ρ 593) auf das Viehhüten beziehen (vgl. βουκόλος, αἰπόλος, συβώτης, ὑφορβός, ἱπποκόμος usw.). — Andere Vorschläge: zu φωλεός mit schwundstufigem φυλ- (Grošelj Živa Ant. 1, 262 u. 265; 4, 177); pelasgisch zu πύλη und πόλις (v. Windekens Orbis 13, 235 ff. mit Georgiev). — Frühere, überholte Versuche bei Bq (abgelehnt).
Page 2,1048-1049

Chinese

原文音譯:fÚlax 廢拉克士
詞類次數:名詞(3)
原文字根:守衛
字義溯源:看守的人,看守者,哨兵;源自(φυλάσσω)*=看守)
出現次數:總共(3);徒(3)
譯字彙編
1) 看守的人(2) 徒12:6; 徒12:19;
2) 看守者(1) 徒5:23

English (Woodhouse)

guard, guardian, protector, one who guards, one who watches

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)