ἐπιχωρέω

From LSJ
Revision as of 15:40, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιχωρέω Medium diacritics: ἐπιχωρέω Low diacritics: επιχωρέω Capitals: ΕΠΙΧΩΡΕΩ
Transliteration A: epichōréō Transliteration B: epichōreō Transliteration C: epichoreo Beta Code: e)pixwre/w

English (LSJ)

A yield, give way, τοῖς ἀπιστοῦσι S.Ant.219, cf. Plb.4.17.8; ἐ. τινὶ πρός τι, of things, permit one to do.., Plu.Dem.2; ἐ. τῷ ἐπιγράμματι to be in accordance with.., Arist.Mir.844a1; ἐπί τινος ἐπιχωρεῖ πᾶς καιρός any time will suit, Ruf. ap. Orib.8.24.59. 2 ἐ. τινί τι surrender, concede, τινὶ ἀρούρας PStrassb.114.1, cf. Arr.An.1.27.5, Plu.2.422a: c.inf., ἐπικεχώρηταί τινι ποιεῖν τι IG22.1012.24: abs., give one's consent, SIG546B3 (iii B.C.), BCH6.26(Delos, ii B.C.). 3 forgive, [ἁμαρτήματα] Plu.Alex.45, cf. 2.482a. II come towards, join one as an ally, Th.4.107; πρός τινα X.HG2.4.34. 2 to go against, attack, Id.An.1.2.17. 3 follow after, προεμβάλλει τοὺς πόδας, καὶ αὐτὸς ἐπιχωρεῖ Paus.9.39.11. 4 take possession of an in heritance, Leg.Gort.11.6.

German (Pape)

[Seite 1005] 1) hinzu-, hinangehen, kommen, πρός τινα, Xen. Hell. 2, 4, 34; feindlich angreifen, An. 1, 2, 17; beitreten, Thuc. 4, 107. – 2) Einem nachgeben, nachsehen, gestatten, τινί τι, Soph. Ant. 219; absolut, Pol. 4, 17, 8; ἔνια τῶν πρὸς ἡδονὴν αὐτῷ Plut. Alex. 45, öfter, wie Arr. An. 1, 27, 5; τινί τι πρός τι, Dem. 2. Vgl. συγχωρέω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 s'avancer vers ; avec idée d’hostilité marcher sur, s'avancer contre;
2 fig. se retirer devant, céder la place à : τινι à qqn ; concéder : τινί τι qch à qqn ; τινί τι πρός τι accorder qch à qqn en vue de qch ; avec un seul acc. ἁμαρτήματα PLUT pardonner des fautes.
Étymologie: ἐπί, χωρέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιχωρέω: ὑποχωρῶ, ἐνδίδω, τοῖς ἀπιστοῦσι Σοφ. Ἀντ. 219, πρβλ. Πολύβ. 4. 17, 8· ὡσαύτως, συμφωνῶ τινι, τούτῳ τῷ ἐπιγράμματι ἐπεχώρησε καὶ ὁ τόπος ἐκεῖνος Ἔρυθος καλούμενος Ἀριστ. π. Θαυμ. 133, 4. 2) ἐπ. τινί τι, παραχωρεῖν τι εἴς τινα, Ἀρρ. Ἀν. 1. 27, 5, Πλούτ. 2. 422Α· μετ᾿ ἀπαρ., ἐπικεχώρηταί τινι ποιεῖν τι Συλλ. Ἐπιγρ. 124. 24. 3) συγχωρῶ, ἁμαρτήματα Πλουτ. Ἀλεξ. 45, πρβλ. 2. 482Α· πρβλ. συγχωρέω. ΙΙ. προσέρχομαι εἴς τινα, γίνομαι σύμμαχος, Λατ. accedere alicui, Θουκ. 4. 107· πρός τινα Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 34. 2) χωρῶ ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ, ἐκέλευσε προβαλέσθαι τὰ ὅπλα καὶ ἐπιχωρῆσαι τὴν φάλαγγα ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 1. 2, 17. 3) ἀκολουθῶ, ὑπάγω κατόπιν, προεμβάλλει τοὺς πόδας, καὶ αυτὸς ἐπιχωρεῖ Παυσ. 9. 39, 11.

Greek Monotonic

ἐπιχωρέω: μέλ. -ήσω,
I. 1. υποχωρώ, υποκύπτω, ενδίδω, τινί, σε κάποιον, σε Σοφ.
2. συγχωρώ, παραβλέπω, σε Πλούτ.
II. έρχομαι προς το μέρος, παίρνω το μέρος κάποιου, γίνομαι σύμμαχος, συμπράττω, Λατ. accedere alicui, σε Θουκ., Ξεν.
III. κινούμαι εναντίον του εχθρού, αντιστέκομαι στον εχθρό, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιχωρέω:
1) приходить, являться (πρός τινα Xen.);
2) присоединяться (οἱ ἐθελήσαντες ἐπιχωρῆσαι Thuc.);
3) идти в наступление, наступать (κελεῦσαι ὅλην τὴν φάλαγγα ἐπιχωρῆσαι Xen.);
4) уступать, оказывать снисхождение: τὸ μὴ ἐ. τινι Soph. непреклонность по отношению к кому-л.; ἐ. τινι πρός τι Plut. уступать кому-л. в чем-л.;
5) разрешать, позволять (τινί τι Plut.);
6) прощать (ἁμαρτήματα Plut.).

Middle Liddell

fut. ήσω
I. to give way, yield, τινί to one, Soph.
2. to forgive, Plut.
II. to come towards, join as an ally, Lat. accedere alicui, Thuc., Xen.
III. to go against the enemy, Xen.