χάσμα
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
ατος, τό, (χαίνω) A yawning chasm, gulf, χ. μέγα, of Tartarus, Hes.Th.740; Ταρτάρου . . ἄβυσσα χ. E.Ph.1605; χ. γῆς Hdt. 7.30; τὰ χ. τῆς γῆς Pl.Phd.111e; χθονός, πέτρας, E.Ion281, IT626; σεισμοὶ καὶ χάσματα Jul.Laod. in Cat.Cod.Astr.1.134. II open, gaping mouth, χ. θηρός E.HF363 (lyr.); as forming a helmet, Id.Rh.209; of a yawning gulf, χάρυβδις . . ἄρμα περιβαλοῦσα χάσματι Id.Supp.501; Σκύλλης χάσμασιν AP11.379 (Agath.); χ. φάρυγος, of a lion, ib.6.218 (Alc.); χ. ὀδόντων Anacreont.24.4, etc. III generally, any wide opening, θυρέτρων χ. ἀχανές Parm.1.18; also, expanse, of the sky and sea, χ. πελάγεος τὸ δὴ Αἰγαῖον καλέεται Hdt. 4.85; τὸ χ. τοῦ οὐρανοῦ Pl.R.614d.
German (Pape)
[Seite 1340] ατος, τό, gähnende od. klaffende Oeffnung, Spalt, Kluft, Erdschlund; Hes. Th. 740; Eur. Suppl. 516; χάσμα εὐρωπὸν πέτρας I. T. 621; χθονός Ion 281; Ταρτάρου εἰς ἄβυσσα χάσματα Phoen. 1599; ῥαγῆναί τι τῆς γῆς καὶ γενέσθαι χάσμα Plat. Rep. II, 359 d; τὸ χάσμα τοῦ οὐρανοῦ τε καὶ τῆς γῆς X, 614 d, vgl. Phaed. 111 c; Sp.; auch der Schlund des Mundes, der Rachen, ὀδόντων, von den Löwen, Anacr. 24, 4, θηρός Eur. Herc. fur. 363, Plut. quaest. nat. 28 ὀδόντας ἐνδοτάτω ἔχουσα τοῦ χάσματος, Σκύλλης χάσμασιν Agath. 74 (XI, 379); übtr., πυλάων, App. 4, 99. – Uebh. ein weiter Raum, auch vom Himmel u. vom Meere gebraucht, Her. 4, 85.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
ouverture béante, particul. :
1 gouffre, abîme;
2 ouverture de la bouche.
Étymologie: χαίνω.
Russian (Dvoretsky)
χάσμα: ατος τό χαίνω
1) яма, пропасть, расселина (Ταρτάρου χάσματα Eur.; γῆς Her.);
2) зияющая бездна: χ. πελάγεος Her. морская пучина; χ. οὐρανοῦ Plat. небесная высь;
3) зев, пасть (θηρός Eur.; Σκύλλης χάσματα Anth.): χ. ὀδόντων Anacr. зубастая пасть.
Greek (Liddell-Scott)
χάσμα: τό, (χαίνω) ὡς καὶ νῦν, χαίνουσα ὀπὴ γῆς, ῥῆγμα γῆς, βάραθρον, χ. μέγα, ἐπὶ τοῦ Ταρεάρου, Ἡσ. Θεογ. 740· Ταρτάρου ἄβυσσα χ. Εὐρ. Φοίν. 1605· χ. γῆς Ἡρόδ. 7. 30· χ. τῆς γῆς Πλάτ. Φαίδων 111Ε, κλπ.· χθονός, πέτρας Εὐρ. Ἴων 281, Ι. Τ. 626, κλπ. ΙΙ. τὸ ἄνοιγμα τοῦ στόματος, ὡς τὸ Λατιν. rictus, χ. θηρὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 363· ἐπὶ τοῦ ἀνοίγματος τῆς περικεφαλαίας, ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 209· ἐπὶ χαίνοντος βαράθρου, Χάρυβδις .. ἅρμα περιβαλοῦσα χάσματι ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 501· Σκύλλης χάσμασι Ἀνθ. Π. 11. 379· χ. φάρυγος, ἐπὶ λέοντος, αὐτόθι 6. 218· χ. ὀδόντων Ἀνακρεόντ. 24. 4· κλπ. ΙΙΙ. καθόλου, πᾶσα μεγάλη ἔκτασις, ἐκτεταμένον διάστημα, ὅθεν λέγεται ἐπὶ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς θαλάσσης, χάσμα πελάγεος τὸ δὴ Αἰγαῖον καλέεται Ἡρόδ. 4. 85, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 614D.
English (Strong)
from a form of an obsolete primary chao (to "gape" or "yawn"); a "chasm" or vacancy (impassable interval): gulf.
English (Thayer)
χασματος, τό (χαίνω to yawn), a gaping opening, a chasm, gulf: equivalent to a great interval, Hesiod theog. 740; Euripides, Plato, Plutarch, Lucian, Aelian, others.)
Greek Monolingual
-ατος, το, ΝΜΑ
1. ρήγμα γης, βάραθρο (α. «το χάσμα π' άνοιξ' ο σεισμός κι ευθύς εγιόμισ' άνθη», Σολωμ.
β. «υποθαλάσσιο χάσμα» γ. «Ταρτάρου γὰρ ὤφελεν ἐλθεῖν Κιθαιρὼν εἰς ἄβυσσα χάσματα», Ευρ.)
2. κάθε ευρύ άνοιγμα (α. «η πληγή του παρουσίαζε μεγάλο χάσμα» β. «χάσμα πυλάων», Οππ.)
νεοελλ.
1. βοτ. παρεγχυματική περιοχή στη στήλη, δηλαδή στο αγωγό σύστημα του βλαστού, πολλών τραχεοφύτων, η οποία βρίσκεται αμέσως πάνω από το ίχνος του φύλλου
2. μτφ. α) κάθε κενό που οφείλεται σε διακοπή συνέχειας («παρουσιάζει σοβαρά χάσματα στη σκέψη του»)
β) (συν. σχετικά με γραπτό κείμενο) σκοτεινό ή ασαφές σημείο («η έκθεσή του έχει σημαντικά χάσματα στην ανάλυση τών επιχειρημάτων του»)
γ) απόσταση, διάστημα, διαφορά («είναι εμφανές το πολιτιστικό χάσμα επαρχιών και πρωτεύουσας»)
2. φρ. α) «χάσμα γενεών» — μεγάλη διαφορά αντιλήψεων, πεποιθήσεων και, γενικά, κοσμοθεωρίας ανάμεσα στις διάφορες γενεές, ιδίως μεταξύ νέων και ηλικιωμένων
β) «χάσμα νόμου»
(νομ.) έλλειψη κανόνα δικαίου για την επίλυση συγκεκριμένης περίπτωσης
μσν.-αρχ.
(για θηρίο) ορθάνοιχτο στόμα («λέων... χάσμα φέρων χαλεπὸν πειναλέου φάρυγγος», Ανθ. Παλ.)
αρχ.
1. (κυρίως για τον ουρανό και τη θάλασσα) μεγάλη, ευρεία έκταση
2. (στην ΚΔ) το μεταξύ της Κολάσεως και του Παραδείσου χαώδες διάστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χασ- του χάσκω / χαίνω + κατάλ. -μα (πρβλ. πλάσ-μα)].
Greek Monotonic
χάσμα: -ατος, τό,
I. χάσμα κοίλο, ρήγμα, χάραγμα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· λέγεται για τον Τάρταρο, σε Ησίοδ., Ευρ., Ηρόδ.
II. = χάσμημα, σε Ευρ.
II. γενικά, κάθε μεγάλη έκταση, χάσμα πελάγεος τὸ δὴ Αἰγαῖον καλέεται, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
χάσμα, ατος, τό,
I. a yawning hollow, chasm, gulf, Hdt., etc.; of Tartarus, Hes., Eur., Hdt.
II. = χάσμημα, Eur.
III. generally, any wide expanse, χάσμα πελάγεος τὸ δὴ Αἰγαῖον καλέεται Hdt.
Chinese
原文音譯:c£sma 哈士馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:裂縫
字義溯源:大空隙,深坑,峽谷,淵;源自(χάσμα)X*=裂開)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 淵(1) 路16:26