κίνηση
Ἡδύ γε σιωπᾶν ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Silentium anteferendum est turpiloquentiae → Schweig lieber, als zu sagen, was sich nicht gehört
Greek Monolingual
η (ΑΜ κίνησις) κινώ
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κινῶ («ἥ τε κίνησις ἐνέργεια μέν τις εἶναι δοκεῖ, ἀτελής δέ
αἴτιον δ' ὅτι ἀτελὲς τὸ δυνατόν, οὗ ἐστὶν ἐνέργεια. Καὶ διὰ τοῦτο δὴ χαλεπὸν αὐτὴν λαβεῖν τί ἐστιν», Αριστοτ.)
2. μετακίνηση (α. «έξοδα κινήσεως» β. «η κίνηση προς την ύπαιθρο είναι αυξημένη» γ. «ἦσαν δὲ κινήσεις, ἃς ὑπελάμβανε πρὸς πάντα καιρὸν ἁρμόζειν», Πολ.)
νεοελλ.
1. (φιλοσ.) η συνεχής αλλαγή θέσης μέσα στον χώρο σε συνάρτηση με τον χρόνο και με ορισμένη ταχύτητα
2. φυσ. η μεταβολή της θέσης ενὸς σώματος σε σχέση με ένα άλλο σώμα
3. (ψυχολ.) αυτό που προκύπτει όταν ο άνθρωπος αντιδρά σε πολλών ειδών ερεθίσματα, εξωτερικά ή εσωτερικά
4. ο τρόπος με τον οποίο κινεί κάποιος κάτι ή κινείται κάποιος ή κάτι («με την κίνηση του κεφαλιού του έδειξε ότι συμφωνεί»)
5. ζωηρή κυκλοφορία ατόμων ή και οχημάτων σε ορισμένο χρόνο 'και τόπο (α. «το καλοκαίρι παρατηρείται μεγάλη κίνηση στα νησιά» β. «άργησα να έρθω γιατί είχε πολλή κίνηση στο δρόμο»)
6. η ζωηρότητα εμπορικών συναλλαγών ή γενικά οι δοσοληψίες (α. «η κίνηση της αγοράς» β. «η κίνηση του χρηματιστηρίου»)
4. καταγραφή με στατιστικά στοιχεία διαφόρων συμβάντων (α. «κίνηση πληθυσμού» β. «κίνηση λογαριασμού» γ. «κίνηση ταμείου» δ. «η κίνηση του λιμανιού φέτος είναι αρκετά αυξημένη»)
8. το σύνολο δραστηριοτήτων ή εκδηλώσεων σε ορισμένο τομέα (α. «πολιτιστική κίνηση» β. «αθλητική κίνηση»)
9. ενέργεια ή απόφαση για συγκεκριμένο διάβημα («γίνεται κίνηση για να διεξαχθούν οι ολυμπιακοί αγώνες στην Αθήνα»)
10. σύνολο ενεργειών μέσα σε ορισμένο χρονικό διάστημα («η αστυνομία παρακολουθεί τις κινήσεις τρομοκρατικών οργανώσεων»)
11. ιδεολογικό ή πολιτιστικό ρεύμα, κίνημα
12. (στις εικαστικές τέχνες) ζωντάνια και φυσικότητα στην απεικόνιση
13. φρ. α) «θέτω σε κίνηση» — ενεργοποιώ, κινητοποιώ
β) «σε αργή κίνηση» — η παρουσίαση στον κινηματογράφο ή στην τηλεόραση στιγμιότυπων σε πιο αργό ρυθμό από τον κανονικό
νεοελλ.-μσν.
έναρξη δίκης
μσν.
1. ξεκίνημα, αναχώρηση
2. πρωτοβουλία
μσν.-αρχ.
καταδικαστική απόφαση, τιμωρία («βασιλική κίνησις», Κωδ. Ιουστιν.)
αρχ.
1. συναίσθημα, συγκίνηση (α. «τραχεῖα κίνησις» — ο πόνος, Διογ. Λαέρ.
β. «ἡδεῖαι κινήσεις» — οι ηδονές, Επίκ.)
2. χορός («Ἄρεος κίνασις», Τυρτ.)
3. σύγκρουση, πόλεμος
4. στάση, κίνημα, εξέγερση
5. πολιτική μεταβολή («κινήσεις πολιτείας», Αριστοτ.)
6. αλλαγή κατάστασης ή περιβάλλοντος
7. γραμμ. η κλίση.