ἀδόκιμος
τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior
English (LSJ)
ον, A not legal tender, not current, of coin, Pl.Lg.742a; not approved, of horses, Arist.Ath.49.1. 2 unsatisfactory, unconvincing, of a statement, Ph.Bel.76.47, Alex.Aphr.in Top.576.14. 3 disreputable, λακίσματ' ἀδόκιμ' ὀλβίοις ἔχειν E.Tr.497; μοῦσα Pl.Lg.829d, cf. D. 25.36,Ep.Rom.1.28. Adv. ἀδοκίμως Poll.5.160. 4 of persons, Pl.R.618b; discredited, reprobate, X.Lac.3.3, 2 Ep.Tim.3.8, etc.
Spanish (DGE)
(ἀδόκῐμος) -ον
I 1de pers. y asim. de mala fama, vil, infame ἀνήρ Democr.B 68, μοῦσα Pl.Lg.829d, cf. R.618b, X.Lac.3.3, 2Ep.Cor.13.5, ἀ. περὶ τὴν πίστιν 2Ep.Ti.3.8, νοῦς Ep.Rom.1.28, (φαρμακοπώλην) ὁ ποιμήν ... ἐποίησεν ἀδόκιμον el pastor arruinó la reputación (del vendedor de drogas) Thphr.HP 9.17.1, de abstr. λακίσματ' ἀδόκιμ' ὀλβίοις ἔχειν E.Tr.497, de la tierra yerma Ep.Hebr.6.8.
2 inútil, sin valor σκεύη D.50.36, cf. 25.36, συντάξεις Plb.16.14.9
•de cosas inservible, en mal estado κῶπαι IG 22.1604.11, cf. 35 (IV a.C.), σχοινία IG 22.1610.20 (IV a.C.), πηδάλια IG 22.1613.34 (IV a.C.), de un caballo, Arist.Ath.49.1.
3 no aceptado legalmente, sin curso legal de moneda τὸ νόμισμα ... αὐτοῖς μὲν ἔντιμον, τοῖς δὲ ἄλλοις ἀνθρώποις ἀδόκιμον Pl.Lg.742a, cf. PCair.Zen.176.64 (III a.C.), ID 1450A.194 (II a.C.), IG 11(2).144A.20 (IV d.C.)
•de metales con impurezas o escorias, sin valor o de poca ley ἀργύριον LXX Pr.25.4, Is.1.22, Origenes Io.10.29.
4 poco convincente de argumentos, Ph.Bel.76.47, de pers., Alex.Aphr.in Top.576.14
•en cont. gram. φράσις Sch.Er.Il.8.389a, cf. 9.18b, ἀνάπαυσις Sch.Er.Il.15.4a
•de un vocablo no admitido Phryn.410.
II adv. ἀδοκίμως = sin fama, sin renombre Poll.5.160.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 de mauvais aloi (monnaie);
2 vil, bas ; méprisé.
Étymologie: ἀ, δόκιμος.
Russian (Dvoretsky)
ἀδόκῐμος:
1) неполноценный, фальшивый, негодный (νόμισμα Plat., Arst.);
2) незнатный, презираемый Xen., Plat.;
3) презренный, жалкий, дрянной (λακίσματα Eur.; Μοῦσα Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀδόκῐμος: -ον, ὁ μὴ δόκιμος, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ ὑποστῇ δοκιμήν, παραπεποιημένος, κίβδηλος, κυρίως ἐπὶ νομισμάτων. Πλάτ. Νόμ. 742Α. ΙΙ. μεταφ. ἄνευ φήμης, ἄσημος, ἀφανής, λακίσματ’ ἀδόκιμ’ ὀλβίοις ἔχειν, Εὐρ. Τρῳ. 497· μοῦσα, Πλάτ. Νόμ. 829D· πρβλ. Δημ. 781. 3. ― Ἐπίρρ. ἀδοκίμως, Πολυδ. 5. 160, 2, ἐπὶ προσώπων, Πλάτ. Πολ. 618Β. ἀποδεδοκιμασμένος ὡς κίβδηλος, ἀπόβλητος, Ξεν. Λακ. 3, 3. Ἐπ. πρὸς Ρωμ. α΄, 28, Τιμόθ. Β΄. γ΄, 8 κτλ.
English (Abbott-Smith)
ἀδόκιμος, -ον, [in LXX: Pr 25:4, Is 1:22 (סִיג) *;]
1.of things (prop. of metals: LXX, ll. c.), not standing the test, rejected: γῆ, He 6:8.
2.Of persons, rejected after testing, reprobate: Ro 1:28, I Co 9:27, II Co 13:5-7, II Ti 3:8, Tit 1:16 (Cremer, 212). †
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and δόκιμος; unapproved, i.e. rejected; by implication, worthless (literally or morally): castaway, rejected, reprobate.
English (Thayer)
(δόκιμος) (from Euripides down), not standing the test, not approved; properly of metals and coin, ἀργύριον, νόμισμα, Plato, legg. see p. 742a., others; hence, which does not prove itself to be such as it ought: γῆ, of sterile soil, A. V. reprobate), νοῦς, περί τήν πίστιν, πρός πᾶν ἔργον ἀγαθόν ἀδόκιμοι, Titus 1:16.
Greek Monotonic
ἀδόκῐμος: -ον, I. αυτός που δεν μπορεί να υποστεί έλεγχο ή δοκιμή, κίβδηλος, κυρίως λέγεται για νομίσματα, σε Πλάτ.
II. μεταφ. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που έχει απορριφθεί ως νόθος, ψεύτικος, εξευτελισμένος, ατιμωτικός, αποδοκιμασμένος ως απόβλητος, σε Ευρ., Ξεν. κ.λπ.
Middle Liddell
I. not standing the test, spurious, properly of coin, Plat.
II. metaph. of persons, rejected as false, disreputable, reprobate, Eur., Xen., etc.
Chinese
原文音譯:¢dÒkimoj 阿-多企摩士
詞類次數:形容詞(8)
原文字根:不-看來好像的
字義溯源:未被認可的,被拒的,被廢棄的,邪僻的,敗壞的,不合格的,無價值的,可棄絕的,可廢棄的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(δόκιμος)=可接受的)組成;而 (δόκιμος)出自(δοκέω)*=想)。這字的基本觀念是:未通過考驗的,意即不合格的,結果就是被拒絕的
出現次數:總共(8);羅(1);林前(1);林後(3);提後(1);多(1);來(1)
譯字彙編:
1) 可棄絕的(2) 林後13:5; 林後13:6;
2) 可廢棄的(1) 多1:16;
3) 被廢棄(1) 來6:8;
4) 是可廢棄的(1) 提後3:8;
5) 被棄絕的(1) 林後13:7;
6) 棄絕了(1) 林前9:27;
7) 邪僻的(1) 羅1:28
English (Woodhouse)
inglorious, obscure, of degree, of low degree
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού δέν μπορεῖ νά ὑποστῆ δοκιμή, κίβδηλος). Ἀπό τό α στερητ. + δόκιμος τοῦ δέκομαι ἀντί δέχομαι. Δἐς γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα δέχομαι.