κέρχνος

From LSJ
Revision as of 10:33, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3, $4.<br")

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κέρχνος Medium diacritics: κέρχνος Low diacritics: κέρχνος Capitals: ΚΕΡΧΝΟΣ
Transliteration A: kérchnos Transliteration B: kerchnos Transliteration C: kerchnos Beta Code: ke/rxnos

English (LSJ)

(A), ὁ,
A = κέγχρος (millet), Hsch.s.v. κατακερχνοῦται, cf. Anaxandr. 41.27, Gal.18(1).574.

(B), ὁ,
A rough excrescence, τραχὺς χελώνης κέρχνος S.Fr.279.
2 of the throat, roughness, hoarseness, Hp. Epid.7.27.
b of sound, harsh croaking, S.Ichn.128.
II silverdust, Poll.7.99.
III = κέρνος (earthen dish with small pots affixed for miscellaneous offerings), IG12.313.17, 314.23 (Eleusis).

(C), ον,
A rough, hoarse: τὸ κέρχνον Gal.19.111.

German (Pape)

[Seite 1426] ὁ, Trockenheit, Rauhigkeit, χελώνης Soph. frg. 278; bes. Rauhigkeit des Halses, Heiserkeit, Medic. – Durch Metathesis = κέγχρος, VLL., wie Poll. 7, 99, ὁ τῶν ἀργυρίων κονιορτὸς κέρχνος.

French (Bailly abrégé)

1ου (ὁ) :
1 rugosité d'une surface;
2 sécheresse de la voix, raucité, enrouement.
Étymologie: DELG étym. obsc.
2ου (ἡ) :
grain de mil, millet.
Étymologie: ion. c. κέγχρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κέρχ(ν)ος -ον hees; subst. τὸ κέρχνον heesheid. Hp.

Russian (Dvoretsky)

κέρχνος:шероховатость, бугристость (χελώνης Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

κέρχνος: ὁ, παχύτης ἐπιφανείας, Σοφ. Ἀποσπ. 278· ἐπὶ τοῦ λάρυγγος, τραχύτης, «βραχνάδα», Ἱππ. 1217F. ΙΙ. κονιορτὸς τῶν ἀργυρίων, Πολυδ. Ζ΄, 99.

Greek Monolingual

(I)
κέρχνος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) κένχρος, κεχρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιπλασιασμένο ΙΕ τ. gher-ghro-, με ανομοίωση του δεύτερου -τ- σε -n- ( gher-ghno-), ενώ με ανομοίωση του πρώτου -τ- σε -η- ( ghen-ghro) προέκυψε πιθ. παράλληλα ο τ. κέγχρος. Κατ' άλλη άποψη, ο τ. κέρχνος είναι ο αρχικός (< κέρκσνος), οπότε συνδέεται με το αρχ. άνω γερμ. hirso «κεχρί», ο δε τ. κέγχρος προέκυψε με μετάθεση].
(II)
κέρχνος, -ον (Α)
1. τραχύς, βραχνός
2. το αρσ. ως ουσ.κέρχνος
α) τραχύ εξόγκωμα («τραχὺς χελώνης κέρχνος», Σοφ.)
β) (για τον λαιμό) βραχνάδα
γ) διαπεραστική κραυγή, στριγγλιά
δ) ασημόσκονη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για ονοματοποιημένη λ. Συνδέεται πιθ. με το κρεξ, οπότε θα προέκυψε < κερκ-σνος και θα πρέπει να αναχθεί σε ΙΕ ρίζα ker-k- που είναι προϊόν ονοματοποιίας. Έχει επίσης προταθεί σύνδεση με το αρχ. ινδ. ghar-ghara- «τρίξιμο, θόρυβος», επίσης προϊόν ονοματοποιίας, οπότε θα προέκυψε < κέρ-χρ-ος με ανομοιωτική τροπή του δεύτερου -ρ- σε -ν-. Παράλληλα με τον κέρχνος μαρτυρείται και τ. καρχ-αλέος, ο οποίος θα πρέπει να προέκυψε κατά το σχήμα ισχνός: ισχαλέος.
ΠΑΡ. αρχ. κερχνασμός, κερχνηίς, κέρχνω, κερχνώ, κερχνώδης, κερχνωτός.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αιμόκερχνον, άκερχνος].
(III)
κέρχνος, ὁ (Α)
πήλινο πινάκιο για λατρευτική χρήση, κέρνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του κέρνος (II)].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: raw voice, hoarseness (Hp., S. Ichn. 128), raw surface, rough excrescence (S. Fr. 279), auch = ὁ τῶν ἀργυρίων κονιορτός (Poll. 7, 99).
Compounds: Compp. ἄ-κερχνος without hoarseness (Aret.), αἱμό-κερχνον n. cough with blood spitting (Hp.; subst. bahuvrihi). From ἄκερχνος and κέρχνω arose the adj. κέρχνος (κερχνός?) raw of the voice, hoarse (Gal.) [??].
Derivatives: κερχνώδης raw, hoarse (Hp.), κερχνασμός rawness, hoarsness (Gal.; as if from *κερχνάζω). Denomin. verb κερχνόομαι, -όω be raw, uneven or make, engrave (H.) with κερχνώματα pl. unevennesses, elevated, embossed(?) work (H.; after this also E. Ph. 1386 to be read for κεγχρώμασι?, cf. on κέγχρος), κερχνωτός embossed, engraved (H.); also κέρχνω be or make hoarse (Hp.; on the formation Schwyzer 723 Zus.). - Beside it κερχαλεος raw hoarse (Hp.), also κερχναλέος (Hp. v.l., Gal.; cf. below). On κερχνηΐς s. v.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Without certain connection; onomatopoetic? The form κρέξ (name of a bird) seems hardly comparable. One proposes κέρχνος < *κέρκ-σνος? Pisani Ist. Lomb. 73: 2, 12 reminds of Skt. ghar-ghara- m. crackling, rattling (and independent Lat. hirriō grumble, OE. gierran crack, creak, girren etc. (Pok. 439); κέρχνος would continue *κερ-χρ-ο-ς. κερχαλέος would be analogical, as ἰσχνός: ἰσχαλέος. Fur. 340 compares κάρχαρος. If the word is Pre-Greek, it could simply be *KerK-no-, with aspiration before the n.

Frisk Etymology German

κέρχνος: {kérkhnos}
Grammar: m.
Meaning: rauhe Stimme, Heiserkeit (Hp., S. Ichn. 128), rauhe Fläche, Erhabenheit (S. Fr. 279), auch = ὁ τῶν ἀργυρίων κονιορτός (Poll. 7, 99).
Composita: Kompp. ἄκερχνος ohne Heiserkeit (Aret.), αἱμόκερχνον n. Bluthusten (Hp.; subst. Bahuvrihi). Aus ἄκερχνος und κέρχνω entstand das Adj. κέρχνος (κερχνός?) rauh von der Stimme, heiser (Gal.).
Derivative: Davon κερχνώδης rauh, heiser (Hp.), κερχνασμός Rauheit, Heiserkeit (Gal.; wie von *κερχνάζω). Denominatives Verb κερχνόομαι, -όω ‘rauh, uneben sein bzw. machen, gravieren’ (H.) mit κερχνώματα pl. Unebenheiten, erhabene, getriebene Arbeiten (H.; danach auch E. Ph. 1386 für κεγχρώμασι zu lesen?, vgl. zu κέγχρος), κερχνωτός getrieben, graviert (H.); auch κέρχνω heiser sein oder machen (Hp. u. a.; zur Bildung Schwyzer 723 Zus.). — Daneben κερχαλέος rauh, heiser (Hp.), auch κερχναλέος (Hp. v.l., Gal.; vgl. unten). Zu κερχνηΐς s. bes.
Etymology: Ohne sichere Anknüpfung, wohl ursprünglich onomatopoetisch. Eine allgemeine Ähnlichkeit zeigen die unter κρέξ besprochenen Schallwörter; κέρχνος dann aus *κέρκσνος? Anderseits erinnert Pisani Ist. Lomb. 73: 2, 12 an das schallnachahmende aind. ghar-ghara- m. Geknister, Gerassel, woneben die davon unabhängig gebildeten lat. hirriō winselnd knurren, ags. gierran ‘krachen, knarren, girren’ u. a. m. (WP. 1, 605, Pok. 439); κέρχνος stände dann für *κερχρο-ς und κερχαλέος wäre Analogiebildung nach ἰσχνός: ἰσχαλέος u. a., wozu durch Kreuzung κερχναλέος.
Page 1,833-834