αὐχμός

From LSJ
Revision as of 12:55, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐχμός Medium diacritics: αὐχμός Low diacritics: αυχμός Capitals: ΑΥΧΜΟΣ
Transliteration A: auchmós Transliteration B: auchmos Transliteration C: afchmos Beta Code: au)xmo/s

English (LSJ)

ὁ, A drought, Emp.111.6, Hdt.2.13,4.198, Hp.Aph.3.7: in plural, Th.1.23, Isoc.9.14, Plu.Num.13: metaph., ὥσπερ αὐχμός τις τῆς σοφίας drought, dearth of... Pl.Men.70c; so perhaps αὐχμὸς τῶν σκευαρίων Ar.Pl.839. 2 effects of drought, squalor, μεστὰς αὐχμοῦ τε καὶ κόνεως Pl.R.614d. 3 of style, dryness, meagreness, D.H.Dem. 44. 4 thirst, D.Chr.7.152. (Perh. akin to αὖος.)

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 sequía ἔν τε τοῖς αὐχμοῖς ... ξηραινομένην (τὴν γῆν) Arist.Mete.365b9 (= Anaximen.A 21), καίριον αὐχμὸν ἀνθρώποις Emp.B 111.6, εἰ μὴ ἐθελήσει σφι ὕειν ὁ θεὸς ἀλλ' αὐχμῷ διαχρᾶσθαι Hdt.2.13, cf. 4.198, ἐν ... αὐχμοῖσι πυρετοὶ ... γίνονται Hp.Aph.3.7, ὑπὸ αὐχμῶν καὶ ἀνυδρίης Hp.Aër.12, cf. Epid.1.1, Th.1.23, E.Fr.898.8, ἀμπέλους φυλάξομεν ὥστε μήτ' αὐχμὸν πιέζειν Ar.Nu.1120, cf. Isoc.10.14, τῶν ὄμβρων καὶ τῶν αὐχμῶν ... ὁ Ζεὺς ταμίας ἐστίν Isoc.11.13, cf. Pl.Ax.368c, X.Oec.5.18, Plb.36.17.2, Plu.2.733d, τὰς σβεννυούσας ... τὸν αὐχμὸν ... ἀναθυμιάσεις Eudox.Fr.296, ἔστιν ὁ αὐ. ὅταν πλείων ἡ ἀναθυμίασις ἡ ξηρὰ γίγνηται τῆς ὑγρᾶς Arist.Mete.366b8, αὐχμοῦ ... ὄντος μέλι ἐργάζονται Arist.HA 553b20, cf. Arist.HA 601a127, Philem.92.11, PTeb.769.9 (III a.C.), Plu.2.409b, Num.13, αὐχμὸν καὶ λιμόν D.S.4.61, cf. Phld.Acad.Ind.24.6, Ph.2.122, ἄσπορον ... ἀπήλασας αὐχμὸν ἀρούρης Nonn.D.39.139
fig. ret. aridez τὸν ἐπιδεικτικὸν αὐχμοῦ μεστὸν εἶναι καὶ πίνου D.H.Dem.44.
2 polvo αὐχμῷ πινώδης Lyc.975
suciedad μεστὰς αὐχμοῦ τε καὶ κόνεως Pl.R.614d, cf. Lyr.Adesp.119.14, αὐχμὸν ἀποσμήξας ἐπεκόσμεεν οἴνοπι πέπλῳ Nonn.D.20.12
desaliño Arr.Epict.3.22.89
fig. pobreza, miseria αὐ. ... τῶν σκευαρίων μ' ἀπώλεσεν Ar.Pl.839, αὐ. τις τῆς σοφίας γέγονεν Pl.Men.70c.
3 sed D.Chr.7.152
consunción οἱ ὄγκοι ... αὐχμῷ δοθέντες ἐς κόνιν διαλύονται D.C.48.51.4.
• Etimología: Etim. dud. Se rel. gener. c. αὖος q.u., c. diversos alargamientos.

German (Pape)

[Seite 405] ὁ, 1) Trockenheit, Dürre, Her. 1, 13. 4, 198; Ar. Nubb. 1104, entgeggstzt ἐπομβρία; Unfruchtbarkeit; übertr., σοφίας Plat. Men. 70 c; im plur. Thuc. 1, 23 Isocr. 9, 14. 11, 13; Plut. Num. 13. – 2) das Aussehen der von der Dürre geborstenen od. staubigen Erde, übh. Schmutz, verwildertes Ansehen, αὐχμὸς καὶ κόνις Plat. Rep. X, 614 d; Armuth, τινός Ar. Plut. 839.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
sécheresse.
Étymologie: αὕω.

Russian (Dvoretsky)

αὐχμός:
1 тж. pl. сухость, засуха Her., Thuc., Isocr., Plat., Plut.;
2 сухость, бесплодность, скудость (σοφίας Plat.);
3 неопрятность, грязь (αὐ. καὶ κόνις Plat.; αὐ. καὶ ἀγροικία Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

αὐχμός: ὁ, (αὔω) ξηρασία, Ἡρόδ. 2. 13., 4. 198, Ἱππ. Ἀφ. 1247· ἐν τῷ πληθ., Θουκ. 1. 23, Ἰσοκρ. 191D: ― μεταφ., ὥσπερ αὐχμός τις τῆς σοφίας, ξηρασία, σπάνις, Πλάτ. Μένων 70C· καὶ οὕτως ἴσως αὐχμὸς τῶν σκευαρίων Ἀριστοφ. Πλ. 839. 2) τὰ ἀποτελέσματα τῆς ξηρασίας, ξηρότης, τραχύτης, ῥυπαρία, μεστὰς αὐχμοῦ τε καὶ κόνεως Πλάτ. Πολ. 614D. 3) ἐπὶ ὕφους, ξηρότης, ἰσχνότης, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 44.

Greek Monolingual

αὐχμός, ο και αὐχμή, η (Α)
1. ξηρασία, ανομβρία
2. έλλειψη, απουσία
3. τα αποτελέσματα της ξηρασίας, τραχύτητα
4. (για το ύφος) στεγνότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αυχμός συνδέεται με τα αύος, αύω μέσω ενός επιθηματικού στοιχείου -χμ- (πρβλ. νεοχμός), κατά μία άποψη δε ανάγεται πιθ. σε τ. sauks-mos < sausk-mos (πρβλ. αρχ. ινδ. śuska-) Ο όρος αυχμός απαντά στον Εμπεδοκλή, τον Ηρόδοτο και στην Ιωνική-Αττική με σημασία «ξηρασία», από την οποία στον Πλάτωνα προέκυψε η έννοια «της ρυπαρότητας». Η λ. έχει παράλληλο μεταγενέστερο τ. αυχμή.
ΠΑΡ. αυχμηρός
αρχ.
αυχμώ, αυχμώδης].

Greek Monotonic

αὐχμός: ὁ (αὔω, καίω),
1. ξηρασία, σε Ηρόδ., Θουκ.
2. αποτελέσματα της ξηρασίας, ξηρότητα, σε Πλάτ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: drought; squalor (Hp.).
Derivatives: αὐχμηρός dry, dirty (Hp.; Chantr. Form. 232f.). - Denom. αὐχμέω, also αὐχμάω, be dry, dirty (Od.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: To αὖος with -χμ-, of which the origin is unclear, s. Schwyzer 493 n. 4. Note that Demiraj, Alb. Etym. s.v. thaj refers to a reconstruction *sauk-no, which would mean that the word is not cognate with αὖος. Cf. also σαυκόν ξηρόν, σαυχμόν (s.v.). Perhaps Pre-Gr.

Middle Liddell

[αὔω to burn]
1. drought, Hdt., Thuc.
2. the effects of drought, squalor, Plat.

Frisk Etymology German

αὐχμός: {aukhmós}
Grammar: m.
Meaning: Trockenheit, Dürre, Schmutz (ion. att.).
Derivative: Ableitungen: αὐχμηρός trocken, schmutzig (ion. att.; zur Bildung Chantraine Formation 232f.) mit den seltenen αὐχμηρότης, αὐχμηρία, αὐχμηρώδης; αὐχμώδης ib. (Hdt., E., Arist. usw.); dazu die einmaligen oder sehr seltenen αὐχμήεις (h. Hom. 19, 6; vgl. Schwyzer 527, Chantraine 272f.) und αὐχμαλέος (Choeril., Amynt.; nach ἀζαλέος u. a.; Chantraine 253f.). — Denominatives Verb αὐχμέω, auch αὐχμάω, trocken, schmutzig sein (ion. att. seit Od.). — αὔχμωσις Schmutz ([Gal.] 16, 88), eher aus αὐχμός erweitert (vgl. Chantraine 279) als von einem unbelegten *αὐχμόομαι abgeleitet. — Eine späte Nebenform ist αὐχμή f. (Q. S., Phryn.).
Etymology: Zu αὖος (Curtius usw.) mit einem suffixalen Element -χμ-, über dessen Entstehung und weitere Beziehungen allerlei unsichere Vermutungen vorgebracht worden sind, s. WP. 2, 447f., Schwyzer 493 A. 4 m. Lit.
Page 1,192-193

English (Woodhouse)

dirt, squalor

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ξηρασία). Ἀπό τό αὔω (=ξηραίνω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.