σιωπηλός
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ή, όν, A silent, E.Med.320, Arist.Pr.953b1, Plu.2.47d; σιωπηλότερος τῶν Πυθαγόρᾳ τελεσθέντων Prov. ap. Suid. s.v. σιωπή; τὸ σ. taciturnity, Plu.Fab.1: of things, σ. κίθαρις Call.Ap.12; θάλασσα calm, Gal.6.709. Adv. -λῶς Poll.5.147. II σιωπηλόν, τό,= κατακάλυμμα, Sm.Is.47.2; cf. σιώπησις.
German (Pape)
[Seite 887] schweigend, verschwiegen, schweigsam; Eur. Med. 320; Call. Del. 302; Plut. Agesil. 29; neben αἰδήμων, de audit. 10.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de caractère silencieux, réservé, discret, taciturne ; τὸ σιωπηλόν la taciturnité;
Sp. σιωπηλότατος.
Étymologie: σιωπή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιωπηλός -ή -όν [σιωπή] zwijgend, zwijgzaam; subst. τὸ σιωπηλόν zwijgzaamheid. Plut. Fab. 1.5.
Russian (Dvoretsky)
σιωπηλός: безмолвный, молчаливый Eur., Arst., Plut.
Greek Monolingual
-ή, -ό / σιωπηλός, -ή, -όν, ΝΜΑ
1. αυτός που δεν μιλά, που τηρεί σιωπή, σιγηλός
2. αυτός που δεν μιλά πολύ, που δεν αγαπά τη φλυαρία, λιγομίλητος
νεοελλ.
φρ. α) «σιωπηλή μετάλλαξη»
βιολ. μετάλλαξη που δεν μεταβάλλει τη λειτουργία του γονιδίου και δεν έχει καμιά επίδραση στον φαινότυπο
β) «σιωπηλό εμπόριο»
εθνολ. εξειδικευμένη μορφή ανταλλαγής αγαθών κατά την οποία οι εμπορευόμενοι δεν έρχονται σε άμεση επαφή μεταξύ τους και τα ανταλλασσόμενα προϊόντα αφήνονται σε ορισμένο σημείο από όπου τα παραλαμβάνουν οι ενδιαφερόμενοι
αρχ.
1. (για πράγματα) αυτός που δεν εκβάλλει κανέναν ήχο («σιωπηλήν κίθαριν», Καλλ.)
2. (για τη θάλασσα) ήσυχος, ατάραχος («σιωπηλὴ θάλασσα», Γαλ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ σιωπηλόν
α) η συνήθεια του να είναι κανείς σιωπηλός
β) κάλυμμα, σκέπασμα
4. παροιμ. φρ. «σιωπηλότερος ἔσομαι τῶν Πυθαγόρᾳ τελεσθέντων» — λεγόταν επειδή, σύμφωνα με την παράδοση, η διδασκαλία του Πυθαγόρα αποτελούνταν από διάφορους βαθμούς μυήσεων, με πρώτο και κατώτερο την εκμάθηση της σιωπής (λεξ. Σούδα).
επίρρ...
σιωπηλώς / σιωπηλῶς ΝΜΑ, και σιωπηλά Ν
με σιωπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιωπή + επίθημα -ηλός (πρβλ. απατ-ηλός, νοσ-ηλός)].
Greek Monotonic
σιωπηλός: -ή, -όν (σιωπάω), αυτός που σιωπά, αμίλητος, σιωπηρός, ήσυχος, ήρεμος, άφωνος, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
σιωπηλός: -ή, -όν, σιωπῶν, σιωπηλός, ἥσυχος, Εὐρ. Μήδ. 320, Ἀριστ. Προβλ. 30. 1, 6, Πλούτ., κλπ.· σιωπηλότερος τῶν Πυθαγόρᾳ τελεσθέντων, παροιμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. σιωπή· τὸ σιωπηλόν, ἡ σιωπή, Πλούτ. 2. 47D· ἐπὶ πραγμάτων, σ. κίθαρις Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 12. Ἐπίρρ. -λῶς, Πολυδ. Ε΄, 147.
Middle Liddell
σιωπηλός, ή, όν σιωπάω
silent, still, quiet, Eur.
Translations
silent
Arabic: صَامِت, سَاكِت; Egyptian Arabic: ساكت, ساكتة; Armenian: խաղաղ, հանգիստ, հանդարտ; Belarusian: ці́хі, маўчаць; Bengali: খামোশ; Bulgarian: тих, безшумен; Burmese: တိတ်; Catalan: silenciós, callar; Chinese Cantonese: 安靜, 安静, 恬靜, 恬静, 靜, 静; Hakka: 安靜, 安静, 恬靜, 恬静, 恬, 恬恬; Mandarin: 安靜, 安静, 恬靜, 恬静; Min Nan: 安靜, 安静, 恬恬, 恬靜, 恬静, 恬; Czech: tichý, mlčet; Dutch: stil; Esperanto: kvieta; Finnish: hiljainen, äänetön; French: silencieux, se taire; Georgian: ჩუმი; German: still, schweigen; Greek: αθόρυβος; Ancient Greek: ἤρεμος, ἀκέων; Hindi: चुप; Hungarian: csendes, hangtalan, zajtalan; Icelandic: hljóður; Irish: i do thost; Italian: silenzioso; Japanese: 静かな, 無音の; Khmer: ស្ងៀម, ស្ងាត់; Korean: 조용하다; Kyrgyz: унчукпоо; Lao: ມິດ, ນິ້ງ, ສງັດ; Latgalian: kluss, trāps; Latin: silens, tacitus; Latvian: kluss; Macedonian: тих, молчи, ќути; Maltese: sieket, siekta; Maori: mōhū; Norman: silencieux; Northern Sami: jaskat; Norwegian Bokmål: lydløs; Occitan: silenciós; Old English: swīġe, swīgian; Old Saxon: swigon; Ottoman Turkish: صوص; Persian: خاموش, بیصدا, آرام; Plautdietsch: stell; Polish: cichy, bezszelestny; Portuguese: silencioso; Quechua: upalla; Romanian: liniștit; Russian: тихий, молчать; Serbo-Croatian: tih; Cyrillic: мучати, тих; Roman: múčati, tih; Slovak: tichý, mlčať; Slovene: tih, molčati; Sorbian Lower Sorbian: mjelcaś; Spanish: silencioso, callar; Southern Altai: унчукпа-; Swedish: tyst; Tagalog: tahimik; Thai: เงียบ, นิ่ง, สงัด; Turkish: sessiz; Ukrainian: тихий, мовчати; Vietnamese: yên lặng; Volapük: stilik; Welsh: tewi; Yiddish: שטום; Zazaki: béveng