μετοίχομαι
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
A go after, go in quest of, τούσδε μετοιχόμενος Il.10.111; κῆρυξ δὲ μετῴχετο θεῖον ἀοιδόν Od.8.47: c. acc. rei, = μετέρχομαι IV.3, καθαρμόν E.IT1332.
2 with hostile intent, rush upon, pursue, ὁ δ' Ἄβαντα μετῴχετο Il.5.148.
3 go among or through, ἀνὰ ἄστυ Od.8.7 (or in signf. 1).
4 follow behind, τίς τοι… μετοιχομένη φάος οἴσει; 19.24.
German (Pape)
[Seite 161] (s. οἴχομαι), weg- u. anderswohin gehen, Ap. Rh. 4, 758; nach Einem gehen, um ihn zu holen, κήρυξ δὲ μετῴχετο θεῖον ἀοιδόν, Od. 8, 47, vgl. Il. 10, 111; ähnlich καθαρμὸν ὃν μετοίχομαι, Eur. I. T. 1332; auch im feindlichen Sinne, verfolgen, τινά, Il. 5, 148; – zwischen hin-, durchgehen, ἀνὰ ἄστυ, Od. 8, 7; – mitgehen, absolut, Od. 19, 24.
French (Bailly abrégé)
impf. μετῳκόμην;
1 aller au milieu de, à travers;
2 aller avec, accompagner;
3 aller vers, aller trouver, aborder ; avec idée d'hostilité poursuivre.
Étymologie: μετά, οἴχομαι.
Russian (Dvoretsky)
μετοίχομαι:
1 идти за (кем-л. или чем-л.): κῆρυξ μετῴχετο ἀοιδόν Hom. глашатай пошел за певцом;
2 нападать, бросаться, преследовать (τινα Hom.);
3 идти вместе, сопровождать (τίς τοι μετοιχομένη φάος οἴσει; Hom.);
4 проходить (ἀνὰ ἄστυ Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
μετοίχομαι: μέλλ. -οιχήσομαι· ἀποθ.· - ἀπέρχομαι πρὸς ἀναζήτησίν τινος, ὅπως καλέσω ἢ ἀγάγω αὐτόν, τούσδε μετοιχόμενος Ἰλ. Κ. 111· κῆρυξ δὲ μετῴχετο θεῖον ἀοιδὸν Ὀδ. Θ. 47· μετ’ αἰτ. πράγμ., ζητῶ τι, Εὐρ. Ι. Τ. 1332. 2) μετὰ ἐχθρικοῦ σκοποῦ, ὁρμῶ, ἐφορμῶ, ἐπιτίθεμαι, καταδιώκω, ὁ δ’ Ἄβαντα μετῴχετο Ἰλ. Ε. 148. 3) διέρχομαι…, ἀνὰ ἄστυ Ὀδ. Θ. 7. 4) ἀπέρχομαι μετά τινος, τίς τοι... μετοιχομένη φάος οἴσει; Τ. 24.
English (Autenrieth)
imp. μετοίχεο, part. μετοιχόμενος, ipf. μετῴχετο: go away with or after, in friendly or hostile sense, Od. 19.24, Od. 8.47, Il. 5.148.
Greek Monolingual
μετοίχομαι (Α)
1. πηγαίνω να βρω κάποιον ή πηγαίνω να προσκαλέσω ή να πάρω κάποιον μαζί μου
2. επιζητώ ή επιδιώκω κάτι
3. ορμώ, επιτίθεμαι, καταδιώκω
4. διέρχομαι, περνώ
5. φεύγω συνοδευόμενος από κάποιον
6. αναχωρώ από έναν τόπο για να πάω σε άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + οἴχομαι «φεύγω, αναχωρώ»].
Greek Monotonic
μετοίχομαι: μέλ. -οιχήσομαι,
1. αποθ., έχω πάρει στο κατόπι, έχω πάει προς αναζήτηση, με αιτ. προσ., σε Όμηρ.· με αιτ. πράγμ., αναζητώ, επιδιώκω, σε Ευρ.
2. με εχθρική πρόθεση, καταδιώκω, σε Ομήρ. Ιλ.
3. έχω πάει ανάμεσα ή διά μέσου, σε Ομήρ. Οδ.
4. έχω πάει μαζί με, στο ίδ.
Middle Liddell
fut. -οιχήσομαι
1. Dep. to have gone after, to have gone in quest of, c. acc. pers., Hom.: c. acc. rei, to seek for, Eur.
2. with hostile intent, to pursue, Il.
3. to have gone among or through, Od.
4. to have gone with Od.